Skip to main content

Ανάπτυξη με ερωτηματικά

Από την έντυπη έκδοση

Tου Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]

Το ενδιαφέρον από τη δημοσιοποίηση της τελευταίας έκθεσης του ΙΟΒΕ για την ελληνική οικονομία (που ολοκληρώνει την αποτίμηση του 2019 και «βλέπει» πιο συγκεκριμένα τις φετινές προοπτικές) στράφηκε -Τύπος, τηλεπαράθυρα-  κυρίως στο πώς ο προσεκτικός αυτός παρατηρητής των ελληνικών πραγμάτων προσεγγίζει την εξέλιξη και τις προοπτικές της ανάπτυξης: μίλησε το ΙΟΒΕ για ρυθμό «στην περιοχή του 2,1%» για το 2019 και για πρόβλεψη 2,2%-2,5% για το 2020. Με δεδομένο ότι η Τράπεζα της Ελλάδος κάνει λόγο για 2,5% για το 2020 (στην προ ημερών συζήτηση  Χρήστου Σταϊκούρα, Γιάννη Στουρνάρα, Νίκου Βέττα με τον Luis de Guindos της ΕΚΤ, ο πρώτος αστειευόμενος έλεγε στον δεύτερο ότι η ΤτΕ «συντόμως θα πειστεί» να παραδεχθεί τον κυβερνητικό στόχο 2,8% για αύξηση του ΑΕΠ…), τα τωρινά πλαίσια πρόβλεψης ΙΟΒΕ είναι κάπως συντηρητικά, αλλά πάντως θετικά. 

Άλλωστε, στην παρουσίαση της έκθεσης του ΙΟΒΕ δεν έλειψαν οι αναφορές στη συνεχιζόμενη ενίσχυση του Δείκτη Οικονομικού Κλίματος (σε υψηλό 12ετίας) και του Δείκτη Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης (σε υψηλό 18ετίας). Βέβαια, και στα δύο ο ρυθμός βελτίωσης κάπως λαχάνιασε, αλλ’ ας μη μένουμε στις λεπτομέρειες! Ούτε αφέθηκε «εκτός ραντάρ» η εξαιρετική υποδοχή από τις αγορές του 15ετούς ομολόγου, που προσπερνάει το χρονικό όριο βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους (2032).

Εκεί κάπου, όμως, τελειώνουν τα εύκολα. Και η συζήτηση για τις αναπτυξιακές επιδόσεις της οικονομίας, απ’ όπου ούτως ή άλλως όλοι αναγνωρίζουν ότι θα εξαρτηθεί -πάντως μεσοπρόθεσμα- η όλη ισορροπία, αρχίζει να δυσκολεύει. Όπως εξαρχής επεσήμανε ο πρόεδρος του ΙΟΒΕ Τάκης Θωμόπουλος, οι αστάθμητοι εξωτερικοί παράγοντες πυκνώνουν. Στα δικά μας, μπορεί το 2020 να μην ικανοποιήσει πλήρως (οπότε θα διαμορφωθεί καλύτερα το 2021, με βάση τη χρονική υστέρηση επίπτωσης των τωρινών μέτρων) – πάντως πολλά θα εξαρτηθούν από το αν η διαπραγμάτευση με την Ε.Ε. θα αποδώσει μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων προς το 2%-2,5% του ΑΕΠ, δηλαδή δημοσιονομικό χώρο, νωρίτερα.

Πηγαίνοντας ακόμη πιο κοντά στα στοιχεία, τι διαπιστώνει κανείς; Ότι η σχετικά βελτιωμένη εικόνα του 2019 στηρίχθηκε κυρίως στην ενίσχυση των εξαγωγών -βασικά σε επίπεδο υπηρεσιών, δηλαδή τουρισμός που πήγε καλύτερα από το αναμενόμενο μέχρι το δ’ 3μηνο, συν διεθνείς μεταφορές-, αλλά και από ένα πολύ καλύτερο β’ 3μηνο (+2,8% έναντι πρόβλεψης +1,9% και 2% της αντίστοιχης περιόδου του 2018). Τι είχαμε όμως τότε; Αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης του Δημοσίου (+2,9% έναντι -1,2% προ έτους)… λόγω εκλογών!

Πάμε όμως στις θετικές προσδοκίες για το 2020: Εδώ, η σχετική περιστολή της δημόσιας κατανάλωσης, με μέτρα προσεκτικής εκτέλεσης του προϋπολογισμού, ελπίζεται ότι θα υπεραντισταθμιστεί από κλιμάκωση της ιδιωτικής κατανάλωσης (με βάση τις αισιόδοξες προσδοκίες, αλλά και μέτρα δημοσιονομικά – βλέπε ιδίως τις σχεδιαζόμενες αυξήσεις στις συντάξεις με πρόσθετο 0,5% του ΑΕΠ από τον προϋπολογισμό), καθώς και με προσδοκίες σοβαρής αύξησης των επενδύσεων (13%-15%) λόγω βελτίωσης του τραπεζικού δανεισμού, ώθησης από τις εξαγωγές (παρά τις αβεβαιότητες Brexit, κλίματος στην Μεσόγειο) και φοροελαφρύνσεων.

Εδώ, ένα βήμα πίσω! Συνδυάζοντας το πώς αποδεικνύεται ότι πήγε καλά, τελικώς, το 2019 (τόνωση βάσει δημόσιας κατανάλωσης λόγω εκλογών) και ποιες οι βασικές κινήσεις που θα «χρωματίσουν» τώρα το 2020 (αυξήσεις στις συντάξεις, κάποια αναδρομικά, συν φοροελαφρύνσεις, κυρίως με μείωση του εισαγωγικού συντελεστή στα κατώτερα δηλούμενα εισοδήματα) προκύπτει ένα όχι-και-τόσο-ενάρετο σχήμα. Από τέτοιες πηγές, σε τέτοιο κλίμα θα προκύψει η επενδυτικά ελκυόμενη ανάκαμψη; Σοβαρά; Έτσι θα προ-καταναλωθεί ο πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος που ελπίζεται; 

Χωρίς να συμμερίζεται αυτές μας τις ανησυχίες, πάντως ο Νίκος Βέττας ως ΙΟΒΕ «είδε» την ανάγκη σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής -ιδίως σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα- να βελτιωθεί η συγκριτική θέση της εργασίας σε σχέση με εκείνη των συνταξιούχων, φορολογικά δε να σταματήσει να συμπιέζεται το μεσαίο τμήμα των εισοδημάτων. Αντίστοιχα, η σοβαρή αποκλιμάκωση του κόστους χρήματος μπορεί να δημιουργεί ευνοϊκό υπόστρωμα για τις επενδύσεις, όμως και πάλι η απόσταση του κόστους για τις ελληνικές επιχειρήσεις, το spread από εκείνο των ανταγωνιστών τους, δημιουργεί μεσοπρόθεσμα ανησυχία.

Όπως, μεσοπρόθεσμα, η συνεχιζόμενη υστέρηση της αποταμίευσης στην ελληνική οικονομία (όπου κινούμαστε σε αρνητικό έδαφος, την ώρα που στην Ε.Ε. βρίσκονται σε 5%-10% του ΑΕΠ) θα ‘πρεπε να σοκάρει. Μόνο μια διαφορετική τροπή του ασφαλιστικού, εκεί που βρισκόμαστε, θα δημιουργούσε αισιοδοξία γι’ αυτό – όμως η συζήτηση για 2ο και 3ο πυλώνα δείχνει να πηγαίνει πίσω.

Είχε κι άλλα ενδιαφέρονται η συζήτηση ΙΟΒΕ, όπως για την αύξηση του κατώτατου μισθού ή τη χρήση των επιστροφών από ΑΝFAs / SMPs. Αυτά, όμως, άλλοτε.