Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Για το 2020, οι χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ ακολουθούν ήδη μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, όχι μόνον λόγω της κρίσης του κορονοϊού. Η τελευταία απλώς «χάλασε» σχέδια που προϋπήρχαν. Όπως και να έχουν τα πράγματα στη ζώνη του ΟΟΣΑ, το δημόσιο έλλειμμα κατά μέσο όρο θα φθάσει το 14% του ΑΕΠ και το ποσοστό χρέους θα αυξηθεί κατά δύο με τρεις ποσοστιαίες μονάδες. Κατά μέσο όρο θα ξεπερνά το 100%,με αιχμές κοντά στο 200%για την Ελλάδα. Με δεδομένο επίσης το γεγονός ότι χώρες με υψηλή κρατική συμμετοχή στην οικονομία, όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Ελλάδα, θα υπερχρεωθούν και το 2021, το τεράστιο θέμα προς συζήτηση είναι τι θα γίνει με αυτή την υπερχρέωση μετά την κρίση της πανδημίας.
Το δικό μας ερώτημα όμως, με βάση αυτά που βλέπουμε, ακούμε και έχουμε μπροστά μας υπό τη μορφή πολιτικών αποφάσεων, είναι αν όντως υπάρχει θέμα προς συζήτηση. Και τούτο διότι, για πολλούς λόγους, δεν τίθεται θέμα μείωσης της δημόσιας υπερχρέωσης, αλλ’ ούτε αποπληρωμής χρέους που εκδόθηκε το 2020 και μετά.
Ο πρώτος λόγος που εξηγεί γιατί η συζήτηση στο θέμα της αποπληρωμής δημόσιων χρεών είναι περίεργη, οφείλεται στο ότι εάν οι Κεντρικές Τράπεζες δεν μειώνουν ποτέ το ύψος των ισολογισμών τους, το δημόσιο χρέος που κατακρατούν εκ των πραγμάτων ακυρώνεται. Στην πράξη, οι Κεντρικές Τράπεζες επανεπιστρέφουν τα κέρδη τους (περιλαμβανομένων και των τόκων για το δημόσιο χρέος) στα κράτη. Συνεπώς κατακρατούν δωρεάν δημόσιο χρέος, το οποίο δεν επαναπωλούν και συνεχώς ανανεώνουν.
Έχουμε να κάνουμε έτσι με χρέος το οποίο οι Κεντρικές Τράπεζες έχουν καταστήσει μη αναστρέψιμο και που ως εκ τούτου είναι διαρκές και δωρεάν. Αυτό που μετρά λοιπόν είναι το κομμάτι του δημοσίου χρέους που δεν κατακρατείται από τις Κεντρικές Τράπεζες.
Μια άλλη διάσταση της σημερινής κατάστασης είναι αυτή της ιδιωτικής αποταμίευσης. Όπως διαπιστώθηκε μετά την κρίση των subprimes, υπήρξε ένα πλεόνασμα αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα, το οποίο θα επαναληφθεί και τώρα, όχι βέβαια σε χώρες όπως η Ελλάδα. Στη διάρκεια του lockdown τα νοικοκυριά αποταμίευαν γιατί δεν μπορούσαν να καταναλώσουν. Μετά την άρση όμως του lockdown, η κακή κατάσταση των επιχειρήσεων, η υγειονομική αβεβαιότητα και η οικονομική ανασφάλεια θα τονώσουν την αποταμίευση προφύλαξης και θα αποδυναμώσουν τις επενδύσεις.
Θα υπάρξει έτσι πλεόνασμα ιδιωτικής αποταμίευσης, που θα συνοδεύεται με αποστροφή προς τις επενδύσεις, με πιθανή συνέπεια η αποταμίευση αυτή να επενδυθεί σε δημόσιο χρέος, που σημαίνει ότι το τελευταίο θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα ακόμα και αν οι Κεντρικές Τράπεζες μειώνουν τις αγορές τους σε δημόσιους τίτλους.
Αυτό μας οδηγεί στην εκτίμηση ότι οι χώρες-μέλη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), ακόμα και αν δεν πιστεύουν στη βιώσιμη αποταμίευση του ιδιωτικού τομέα και στη μη αποδυνάμωση του δημοσίου χρέους, στη σημερινή χρηματοοικονομική συγκυρία μπορούν να εκδώσουν χρέος μακροχρόνιας ωρίμανσης με ασήμαντο επιτόκιο.
Στις ΗΠΑ, το επιτόκιο για 30 χρόνια κυμαίνεται στο 1,2%, ενώ στη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο τα αντίστοιχα ποσοστά για 50 χρόνια είναι 0,8% και 0,4%.
Η κατάσταση αυτή λοιπόν μας υποβάλλει τη σκέψη ότι εφόσον τα κράτη μπορούν να χρηματοδοτούνται για πάρα πολλά χρόνια με ασήμαντα επιτόκια, την ώρα που η διαθέσιμη ιδιωτική αποταμίευση παραμένει ισχυρή, ουσιαστικό πρόβλημα δημοσίου χρέους δεν υπάρχει.
Αντιθέτως όμως υπάρχει θέμα διάθεσης και προσανατολισμού αυτής της ρευστότητας, η οποία εσχάτως έχει πάρει απίθανες διαστάσεις.
Αν εκ νέου ένα μέρος της κατευθυνθεί προς την απόκτηση ή τη διάσταση στοιχείων του ενεργητικού (ακίνητα, αμοιβαία τέλη), τότε η διεθνής οικονομία δύσκολα θα γνωρίσει ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης και άρα θα βρίσκεται σε μόνιμη κατάσταση ανισορροπίας, η οποία δεν είναι και ό,τι το καλύτερο για την πραγματική οικονομική δραστηριότητα. Θα έχουμε έτσι μονιμοποίηση των φαινομένων φούσκας, γύρω από τα οποία προφανώς θα παίζονται και τα γεωπολιτικά παίγνια. Το θετικό στην ιστορία αυτή είναι η αφύπνιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία απαλλαγμένη από το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορέσει να προχωρήσει πλέον και στην οικονομική της ενοποίηση, η οποία υπό τις σημερινές συνθήκες δεν σηκώνει πολλές αναβολές πλέον.
Όσο για τις Κεντρικές Τράπεζες και την ανεξαρτησία τους, ας μας επιτραπεί να χαμογελάσουμε με ένα καλό ανέκδοτο.