Skip to main content

Η άνοδος του κινεζικού ιμπεριαλισμού

Από την έντυπη έκδοση

Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου

Άντε να εξηγήσεις στους Μαρξ και Λένιν ότι το 1949 ο Μάο κατέκτησε την εξουσία σε μια αγροτική χώρα με υπερπληθυσμό, η οποία υπέστη τον μεγαλύτερο λιμό της ανθρώπινης ιστορίας και που ογδόντα χρόνια μετά τείνει να γίνει παγκόσμια καπιταλιστική δύναμη!

Μια αναλυτική ματιά στην πορεία, στα έργα και στις επιλογές του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος καταλήγει σε μία και μόνο βασική διαπίστωση: Ο εφαρμοσμένος μαρξισμός – λενινισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια επικίνδυνη για την ανθρώπινη ζωή τακτική κατάληψης και διατήρησης της εξουσίας.

Και από την άποψη αυτή, ο κινεζικός κομμουνισμός πέτυχε διάνα. Διότι βλέποντας τις τραγικές αποτυχίες του στις πρώτες φάσεις της εγκαθίδρυσής του στην αχανή Κίνα, αποφάσιζε σε κάποια φάση να ακολουθήσει τις δυτικές αρχές παραγωγής πλούτου, με ενσωμάτωση κινεζικού τύπου στη διεθνή αγορά. Μέσα σε πενήντα χρόνια έτσι κατάφερε να μετατρέψει μια αγροτική χώρα στην πρώτη βιομηχανική δύναμη του πλανήτη και στη δεύτερη πλουσιότερη χώρα του από πλευράς συνολικού ΑΕΠ.

Σήμερα δε ο ιδιότυπος κινεζικός καπιταλισμός εξαπλώνεται σχετικά γρήγορα και φιλοδοξεί να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση τόσο στην Ασία όσο και στην Αφρική. Διαθέτει μάλιστα αρκετά μέσα για να πετύχει τους στόχους του, οι οποίοι ήδη μεταβάλλουν το παγκόσμιο οικονομικό και πολιτικό πεδίο.

Στο πλαίσιο αυτό, απροσδόκητος σύμμαχος του κινεζικού νεοϊμπεριαλισμού είναι ο κορονοϊός και τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που προκαλεί στην Αφρική. Ως γνωστόν, η κινεζική οικονομική παρουσία στη «μαύρη ήπειρο» είναι μεγάλη. Υπολογίζεται ότι η Κίνα κατέχει το 30% των πλουτοπαραγωγικών πηγών της ηπείρου και ελέγχει πάνω από 70% του εξωτερικού της εμπορίου. Επίσης οι κινεζικές άμεσες επενδύσεις αντιπροσωπεύουν το 60% του συνόλου, με αποτέλεσμα το βρετανικό περιοδικό «Economist» να κάνει λόγο για μια νέου τύπου αποικιοκρατία.

Σε αυτήν έρχεται να προστεθεί τώρα και το συνολικό αφρικανικό εξωτερικό χρέος. Όπως προκύπτει από στοιχεία βρετανικών και αμερικανικών τραπεζικών ιδρυμάτων, μέσω της Πρωτοβουλίας BeltandRoad (BRI), μόνον τη διετία 2017-2018 η Κίνα δάνεισε 160 δισ. δολάρια σε 64 αναπτυσσόμενες χώρες μεταξύ των οποίων και 12 αφρικανικές.

Αριθμοί σαν κι αυτούς τοποθετούν την Κίνα στην πρώτη βαθμίδα των διεθνών δανειστών. Από το 2017, για παράδειγμα, το Πακιστάν, έχει δανειστεί τουλάχιστον 21 δισεκατομμύρια δολάρια από την Κίνα ή το 7% του ΑΕΠ του. Η Νότια Αφρική είχε δανειστεί περίπου 14 δισεκατομμύρια δολάρια ή 4% του ΑΕΠ της. Και οι δύο χώρες, όπως και πολλές άλλες, οφείλουν πολύ περισσότερα στην Κίνα παρά στην Παγκόσμια Τράπεζα. Άλλες χώρες δε, λόγω αδυναμίας πρόσβασής τους στις κεφαλαιαγορές, οφείλουν σε ποσοστό του ΑΕΠ τους ακόμη περισσότερα στην Κίνα, που υπό αυστηρούς όρους τις δάνεισε. Εκτιμούμε ότι μέχρι το 2017 τα χρέη του Τζιμπουτί π.χ. προς την Κίνα ανήλθαν στο 80% του ΑΕΠ του και της Αιθιοπίας ανέρχονταν σχεδόν στο 20% του ΑΕΠ της.

Ας σημειωθεί επίσης ότι τα δάνεια αυτά έχουν και αρκετά υψηλό επιτόκιο, με αποτέλεσμα η αποπληρωμή τους σήμερα να είναι πέρα για πέρα προβληματική. Έτσι τον τελευταίο καιρό μπροστά στην αδυναμία της Αφρικής αλλά και άλλων αναπτυσσόμενων χωρών και αντιμετωπίσουν την πανδημία, η Κίνα σκέφτεται να χρησιμοποιήσει το χρέος ως εργαλείο ανόδου της επιρροής της.

Την ώρα λοιπόν που στο επίπεδο των 20 πιο πλούσιων χωρών του κόσμου γίνεται πολύς λόγος για παγώματα και αναδιαρθρώσεις χρεών των αναπτυσσόμενων χωρών, η Κίνα ναι μεν συμφωνεί επί της αρχής, πλην όμως θέλει να ακολουθήσει τη δική της ιδιαίτερη πολιτική. Είναι δε σαφές ότι στην περίπτωση αυτή θα υπάρξουν και οι ανάλογες απαιτήσεις από την κινεζική ηγεσία, η οποία επιδιώκει αδρά γεωπολιτικά πλεονεκτήματα.

Περιττό δε να τονιστεί ότι η κινεζική παρουσία και επιρροή στην Αφρική δεν πρέπει να αφήσει αδιάφορη και την Ελλάδα, καθ’ όσον σοβαρές προσπάθειες για σχέσεις στην αφρικανική ήπειρο κάνει και η Τουρκία. Η γειτονική μας χώρα επενδύει σοβαρά ποσά στην ανέγερση τζαμιών, βοηθάει ισλαμικές ομάδες με όπλα και ιδιωτική στρατιωτική τεχνική στήριξη και επενδύει σε ενεργειακές πηγές. Θα πρέπει έτσι να θεωρείται βέβαιο ότι η Τουρκία θα επιδιώξει να βελτιώσει όσο πιο πολύ μπορεί τις σχέσεις της με την Κίνα, ανερχόμενη υπερδύναμη.

Εξάλλου, αμφότερες οι χώρες, συνταυτίζονται και στον πολιτικό αυταρχισμό που εφαρμόζουν και τον οποίο σε αγαστή συνεργασία με τη Ρωσία και το Ιράν των αγιατολάδων έχουν κάθε λόγο να τον επιβάλουν και ως οικουμενικό σύστημα διακυβέρνησης. Και αυτή η τελευταία είναι μια ιδιαίτερα σημαντική διάσταση των επιδιώξεων ενός ευρύτερου φάσματος αντιφιλελεύθερων και άρα αντιδημοκρατικών καθεστώτων του πλανήτη μας. Καθεστώτα που μετά μια μάλλον σύντομη περίοδο αποδυνάμωσής τους σήμερα βλέπουν να σημαίνει εκ νέου η ώρα τους.