Skip to main content

Όχι σχεδία στο ποτάμι, πλοίο με ισχυρές μηχανές

Από την έντυπη έκδοση

Tου Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]

Μετά λοιπόν από ένα διάστημα αμηχανίας -που στιγμές στιγμές θύμιζε ξόρκισμα του κακού-, με το ΚΕΠΕ για παράδειγμα να ξεκινά από λογική στασιμότητας για την οικονομία, με τον σταθερά προσεκτικό ΥΠΟΙΚ Χρήστο Σταϊκούρα να κάνει σιγά-σιγά λόγο για ύφεση («προ κορονοϊού» η επίσημη πρόβλεψη ήταν για ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 2,8%, με το ΔΝΤ να δέχεται 2,2%, το ΙΟΒΕ 2,5%, θυμίζουμε), άρχισε και η επίσημη Ελλάδα να αποδέχεται ότι το οικονομικό πλήγμα από τον κορονοϊό θα είναι σοβαρό, βαρύ. 

Πάλι από πλευράς Σταϊκούρα καταγράφηκε ήδη την περασμένη βδομάδα η παραδοχή ότι κάθε μήνας lockdown θα κοστίζει κάτι σαν 2,5% του ΑΕΠ χαμένο.

Έτσι, την επαύριο της ημέρας που έπεσε στο τραπέζι η πρόβλεψη του ΔΝΤ για ύφεση στην Ελλάδα της τάξεως του 10%, με ενδεχόμενη αύξηση της ανεργίας στο 22,3% το 2020 το κλίμα είχε προετοιμασθεί. Σημειωτέον ότι για την παγκόσμια οικονομία το Ταμείο κάνει λόγο για υποχώρηση κατά 3% αν δεν ξεπεράσει ο Covid-19 το β’ 3μηνο σε διάρκεια, ενώ μιλάει για 6%-8% επιπρόσθετη ύφεση άμα συνεχιστεί και στο γ’ 3μηνο. 

Ήρθε λοιπόν τώρα το ΙΟΒΕ, με τον πάντα προσεκτικό βηματισμό του, αλλά και τη δουλειά επεξήγησης που παγίως συνοδεύει τις προβλέψεις του, και καταθέτει βασικό σενάριο με ύφεση στην περιοχή του 5% για φέτος και στην περιοχή του 9% στο δυσμενές σενάριο. Στην πρώτη περίπτωση -που βαφτίζεται βασικό σενάριο αλλά ηχεί αισιόδοξο- έχουμε υποχώρηση της ιδιωτικής κατανάλωσης στο -4% αλλά και στις επενδύσεις ένα -17%, κατάσταση που επιχειρείται να αντισταθμιστεί με αύξηση της δημόσιας κατανάλωσης κατά 4,5%. 

Στη δεύτερη περίπτωση -που αυτοπεριγράφεται δυσμενές σενάριο- η ιδιωτική κατανάλωση υποχωρεί κατά -8%, ενώ οι επενδύσεις λειώνουν με ένα -30% και κάτω, με τη δημόσια κατανάλωση να επιχειρεί να φέρει αντιστάθμιση κατά +7,5% (Στην πρώτη περίπτωση, το ΙΟΒΕ δέχεται την ανεργία στο 19,3%, στη δεύτερη στο 21,2%).

Επειδή αναφερθήκαμε στο ότι το ΙΟΒΕ στις παρουσιάσεις του παγίως βοηθάει τη σκέψη δίνοντας κάποια στοιχεία που πηγαίνουν πέρα από την επιφάνεια, αυτή τη φορά υπενθυμιζόταν το πώς η ιδιωτική κατανάλωση στην Ελλάδα παρέμενε, σ’ όλο το διάστημα 2001-2019, σταθερά μεγαλύτερη ως ποσοστό του ΑΕΠ απ’ ό,τι στην Ευρωζώνη: παρά τη βύθιση μετά το 2008 και μέχρι το 2013 (σε τιμές 2010), αυτή η ιδιαιτερότητα της ελληνικής οικονομίας έχει παραμείνει βασικά σταθερή. 

Αντίστροφα, οι πάγιες επενδύσεις (άρα φροντίσει να αφαιρέσει κανείς το γιαπί, δηλαδή αν μείνει στις επιχειρηματικές) σταθερά παραμένουν χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (και εδώ έχουμε απότομη κάμψη μετά το 2008, με χαμηλή πτήση μετά το 2013). 

Η δίδυμη αυτή ιδιαιτερότητα έρχεται τώρα να στοιχειώσει την προσπάθεια να βρεθεί ένα ανάχωμα στην κρίση του κορονοϊού μετά την πρακτική του lockdown, που με ευρύτατη στήριξη της κοινής γνώμης έχει εφαρμοσθεί και συνεχίζεται, αλλά τώρα συνειδητοποιούνται οι οικονομικές επιπτώσεις του.

Υπάρχει όμως και μια άλλη επισήμανση του ΙΟΒΕ, που καλόν είναι να μην ξεχνιέται: ναι μεν η δημοσιονομική διόρθωση των Μνημονίων έχει φέρει εκείνο που θεωρείται εξυγίανση (βέβαια… με τη διόρθωση να έχει γίνει κατά 2/3 από το σκέλος των εσόδων/φόροι, κατά μόλις το 1/3 από το σκέλος των δαπανών/μισθοί+συντάξεις) και έχει κάνει τη δημοσιονομική ισορροπία να ακολουθεί τον πυρήνα της Ευρωζώνης. όμως άμα δει κανείς -ημέρες κορονοϊού!- τις δημόσιες δαπάνες Υγείας, ενώ μέχρι το 2010-11 ήταν παράλληλες μ’ εκείνες των χωρών της Ευρωζώνης (γύρω στο 7% του ΑΕΠ), ύστερα έπεσαν πολύ χαμηλότερα (στο 5%). 

Το ακριβώς αντίθετο παρατηρείται στον τομέα των συντάξεων: εδώ, παρόλες τις μνημονιακές πιέσεις, η δική μας επιλογή είναι στο 16% του ΑΕΠ, έναντι ενός 13% στον μέσο όρο Ευρωζώνης. Με ιδιαίτερα ευγενικό τρόπο, ο Ν. Βέττας διερωτήθηκε μήπως -έτσι όπως οι δαπάνες Υγείας προεχόντως τις μεγαλύτερες ηλικίες στοχεύουν- θα έπρεπε να αναμένει κανείς κάποιαν επανισορρόπηση…

Αυτή λοιπόν η προϋπάρχουσα κατάσταση, μαζί και με την επισήμανση ότι ΗΔΗ το τελευταίο 3μηνο του 2019 η οικονομία αποεπιτάχυνε, καθώς και το σήμα κινδύνου των NPLs νέας εποχής των τραπεζών δείχνει ότι η κατά 3,6% του ΑΕΠ δημοσιονομική τόνωση και η ευρύτερη τόνωση της ρευστότητας αφήνουν πίσω προκλήσεις. Για τον Ν. Βέττα «δεν υπάρχει περιθώριο δημοσιονομικού εκτροχιασμού» για την ελληνική οικονομία. Ενώ, δε, σίγουρα ο τομέας του τουρισμού θα χρειαστεί κάθε προσοχή, επείγει η «δημιουργία δεύτερου πυλώνα με επίκεντρο τη μεταποίηση».

Κατά μια ιδιότυπη διατύπωση: όχι σχεδία στο ποτάμι, αλλά πλοίο με ισχυρές μηχανές.