Skip to main content

Χαλυβουργική: Το κύκνειο άσμα της βιομηχανίας

Από την έντυπη έκδοση

Του Δημήτρη Τζάνα
Oικονομολόγου

Η αναγγελία της Εθνικής Τράπεζας για δρομολόγηση ειδικής διαχείρισης στην ιστορική εταιρεία Χαλυβουργική τις προηγούμενες ημέρες είχε το ειδικό της βάρος στην τρέχουσα επικαιρότητα. Ήταν φυσιολογικό, καθώς η εταιρεία κυριάρχησε σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο στη διαδικασία της αστικής ανάπτυξης της Ελλάδος, διαθέτοντας προϊόντα σιδήρου τόσο για την ανοικοδόμηση όσο και για τη διενέργεια διαφόρων έργων. Λαμβάνοντας υπόψη το καθεστώς προστατευτισμού που επικρατούσε μέχρι την είσοδο της Ελλάδος στην ΕΟΚ, εύκολα εξηγείται η πολυετής κερδοφορία που είχε την ευκαιρία να απολαύσει η εταιρεία.

Όλα άρχισαν να αλλάζουν όταν το 1981 η Ελλάδα έγινε μέλος της ΕΟΚ και το καθεστώς των δασμών για τα ευρωπαϊκά προϊόντα σταδιακά καταργήθηκε. Παράλληλα, ξεκίνησε να αναδύεται αργά αλλά σταθερά η κινεζική οικονομία με τα εργοστάσια σταδιακά να εγκαθίστανται στην Κίνα, μεταξύ άλλων και της μεταλλοβιομηχανίας. Παράλληλα, το μονοπωλιακό καθεστώς που απολάμβανε η Χαλυβουργική άλλαξε, καθώς στην Ελλάδα δημιουργήθηκαν και άλλοι όμιλοι (Χαλυβουργία Ελλάδος, Σιδενόρ/Sovel). Έτσι, όταν άρχισε να υποχωρεί η ζήτηση χαλυβουργικών προϊόντων, οι συνθήκες δυσκόλεψαν για τη Χαλυβουργική που είχε πλέον ισχυρό ανταγωνισμό,  εγχώριο και διεθνή, με αποτέλεσμα στις συνθήκες οικονομικής ύφεσης που διαμορφώθηκαν μετά το 2009 η κατάσταση να οδηγηθεί σε αδιέξοδο, με την ενδοοικογενειακή σύγκρουση να επιτείνει τα προβλήματα.

Όμως, επί της ουσίας, η περίπτωση της ελληνικής χαλυβουργίας συνυφαίνεται με τις παθογένειες που οδήγησαν το σύνολο της ελληνικής βιομηχανίας σε συρρίκνωση τα τελευταία 40 χρόνια. Με τη μη αντιμετώπιση σειράς λόγων που οδήγησαν στη διάβρωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών βιομηχανικών προϊόντων, με αποτέλεσμα η εκπροσώπηση της ελληνικής βιομηχανίας σήμερα να επικεντρώνεται σε λίγους μόνο κλάδους (πετρελαιοειδή, βιομηχανίες άλλων μετάλλων, φαρμακοβιομηχανίες, μεταποίηση τροφίμων κυρίως). Τέτοιοι λόγοι ήταν: η σταδιακή αύξηση του εργατικού κόστους, παράγοντας που έπληξε κυρίως επιχειρήσεις εντάσεως εργασίας.

Σε αυτό συνέβαλε και ο έντονος συνδικαλισμός που αναπτύχθηκε, εξέλιξη που ήταν αποτέλεσμα των μεταπολιτευτικών πολιτικοκοινωνικών δεδομένων της χώρας, διαβρώνοντας έτσι την ανταγωνιστικότητα των εγχωρίως παραγομένων προϊόντων, όπως εκείνων της κλωστοϋφαντουργίας/ενδυμάτων. Αν και στη συνέχεια οι τεχνολογικές εξελίξεις οδήγησαν σε ραγδαία μείωση της συμμετοχής του εργατικού κόστους, δρομολογήθηκε σταδιακά η διαδικασία μεταφοράς μεγάλου μέρους τέτοιων εταιρειών σε ασιατικές χώρες. Την ίδια ώρα, το κράτος δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Εξαιτίας του ενδημούντος πελατειακού συστήματος στη χώρα μας, το πολιτικό σύστημα πίεσε συχνά τις διοικήσεις των εταιρειών να προβούν σε αθρόες προσλήψεις προσωπικού, συχνά ακατάλληλου και το κυριότερο υπεράριθμου. Στη συνέχεια, όταν επιδεινώθηκε η ζήτηση των προϊόντων, οι θεσμικές αγκυλώσεις δεν επέτρεψαν τη μείωσή του.

Επιπλέον, το κράτος δεν διαμόρφωσε τις κατάλληλες πολιτικές στήριξης των κλάδων όταν και άλλα στοιχεία του κόστους, όπως το ενεργειακό και το χρηματοοικονομικό, επιβάρυναν τα ελληνικά προϊόντα αναλογικά περισσότερο από άλλες ανταγωνίστριες χώρες. Ούτε εφάρμοσε πολιτικές ενθάρρυνσης συγχωνεύσεων για να αυξηθεί το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων, τα νανάκια μας, κατά τον προσφυή χαρακτηρισμό του ηλικίας 103 ετών Απόστολου Πίτσου.

Το τραπεζικό σύστημα με τη σειρά του υπήρξε παθητικός μάλλον θεατής των εξελίξεων περιοριζόμενο σε τυπική παρακολούθηση των δανειοδοτήσεών του, που συχνά ωστόσο δεν εκπληρούσαν τα απαιτούμενα πιστωτικά κριτήρια. Δεν άσκησε τον κατάλληλο παρεμβατικό ρόλο ώστε να ληφθούν εγκαίρως τα αναγκαία μέτρα πριν οι εξελίξεις από την ενσωμάτωση της ελληνικής οικονομίας στην ευρωπαϊκή, με τους θεσμούς της και την παγκοσμιοποίηση να δρομολογούν καταστάσεις μη αναστρέψιμες. Για παράδειγμα, θα μπορούσε εγκαίρως να διαγνώσει την ανάγκη κατάλληλου στρατηγικού επενδυτή για τις εταιρείες με ηγετική θέση στους κλάδους τους, λαμβάνοντας πρωτοβουλίες για τη μετάπτωση στα νέα δεδομένα. Λειτουργώντας όμως φοβικά, δεν πήρε τέτοιες πρωτοβουλίες και συνέβαλε έμμεσα στην επιτάχυνση εξελίξεων που ήταν μοιραίες για πολλές βιομηχανικές επιχειρήσεις.

Τελευταίος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικός, ήταν ο ρόλος επιχειρηματιών που συχνά ασχολήθηκαν ενεργά με τη χρηματιστηριακή εικόνα της εταιρείας τους και όχι με τη στρατηγική που θα οδηγούσε στη βιωσιμότητά τους. Άλλοι έριξαν λευκή πετσέτα προτιμώντας την αποεπένδυση, μεταβιβάζοντας τις επιχειρήσεις τους σε funds ή αλλοδαπούς φορείς και συχνά δικαιώθηκαν, λαμβάνοντας υπόψη κυρίως τις δυσμενείς συνθήκες που δημιουργήθηκαν στην ελληνική οικονομία την τελευταία δεκαετία. Λίγοι ήταν εκείνοι που ανέπτυξαν στρατηγική επιβίωσης διαμορφώνοντας εγκαίρως το κατάλληλο όραμα με τη στρατηγική της εξωστρέφειας σε κεντρικό ρόλο. Γενικότερα, διαπιστώνεται το σοβαρό έλλειμμα αστικής τάξης που χαρακτηρίζει το επιχειρείν στη χώρα μας, εξαιτίας του οποίου ο εκσυγχρονισμός των εγκαταστάσεων με τα αναγκαία επενδυτικά προγράμματα και την εφαρμογή της κατάλληλης στρατηγικής δεν αποτέλεσε κατά κανόνα προτεραιότητα της ελληνικής βιομηχανίας.

Οι συνθήκες της πανδημίας και η βαριά ύφεση της ελληνικής οικονομίας, λόγω του υψηλού βαθμού εξάρτησης από τον τουρισμό, επαναφέρουν σήμερα με ηχηρό τρόπο την ανάγκη αναβάθμισης της ελληνικής βιομηχανίας με την ουσιαστική εφαρμογή κατάλληλου σχεδίου δράσεων. Μια ανάγκη που έχει γίνει πλέον ευρύτερα  αντιληπτή, διαμορφώνοντας τις προϋποθέσεις για να γίνει το επιχειρηματικό περιβάλλον πιο φιλικό, σε μια περίοδο που «τα λεφτά υπάρχουν». Ας μη χαθεί η ευκαιρία για να γίνει πραγματικότητα ένα έξυπνο και προσεκτικά σχεδιασμένο επενδυτικό μπουμ εν όψει της κυοφορούμενης 4ης βιομηχανικής επανάστασης.