Skip to main content

Τι μας διδάσκει η πανδημία;

Από την έντυπη έκδοση

Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου

Μία οικονομική κρίση δεν είναι ποτέ ουρανοκατέβατη και δεν οφείλεται σε μία αιτία. Όπως προκύπτει από την οικονομική ιστορία, κατά κανόνα πίσω από τις οικονομικές κρίσεις υπάρχουν σοβαρές ανακατατάξεις και αλλαγές διαρθρωτικού χαρακτήρα, τις οποίες συνήθως οι οικονομολόγοι παρακάμπτουν για λόγους ευκολίας. Έτσι, στην οικονομική ιστορία κυριαρχούν οι μύθοι οι οποίοι, κατά την ταπεινή μας γνώμη, είναι το αποτέλεσμα μιας λαθεμένης αντιλήψεως από την πλευρά των οικονομολόγων -και όχι μόνον- των φαινομένων που διέπουν ιστορικά τις οικονομικές πραγματικότητες. Γι’ αυτό, παραφράζοντας τον Λέοντα Τολστόι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η οικονομική ιστορία είναι ένας κωφός που απαντά σε ερωτήσεις τις οποίες κανένας οικονομολόγος δεν τού έθεσε.

Χρειάστηκε λοιπόν μια υγειονομική κρίση για να καταλάβουμε εν μέρει τι μας απαντά η ιστορία των οικονομικών εξελίξεων τα πενήντα τελευταία χρόνια; Πολύ απλά, μας λέει ότι το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον μεταλλάσσεται με ταχύτητα που υπαγορεύεται από τεχνολογικές και δημογραφικές εξελίξεις. Οι τελευταίες επηρεάζουν τις αποκαλούμενες «βαριές» τάσεις της οικονομίας και σήμερα όλα δείχνουν ότι οδηγούν σε μία βαθιά αλλαγή του αποκαλούμενου από φιλοσοφικής πλευράς οικονομικού «παραδείγματος».

Τι αλλάζει, όμως, στην πράξη; Πριν απ’ όλα, στον αναπτυγμένο κόσμο αλλάζει ο τρόπος παραγωγής πλούτου και προστιθέμενης αξίας. Η αποκαλούμενη «νέα οικονομία» -και για άλλους 4η Βιομηχανική Επανάσταση- διαφέρει αισθητά από την «παλαιά». Και αυτή είναι μία σημαντική μεταβολή του «παραδείγματος», είτε από τη σκοπιά του Άνταμ Σμιθ είτε από την αντίστοιχη του Καρόλου Μαρξ.

Ο Α. Σμιθ εξηγούσε ότι αν χρειαζόταν διπλάσιος χρόνος για να κυνηγήσει κανείς ένα ελάφι απ’ ό,τι για να κυνηγήσει έναν κάστορα, το πρώτο ζώο θα κόστιζε αναγκαστικά κατά μέσον όρο δύο φορές ακριβότερα από το δεύτερο. Η «νέα οικονομία» χαρακτηρίζεται από μία δομή κόστους εντελώς ατυπική σε σχέση με αυτό το σχήμα. Ένα λογισμικό κοστίζει πολύ για να σχεδιαστεί, όχι όμως και για να κατασκευαστεί. Άπαξ και σχεδιαστεί το λογισμικό των Windows, μπορεί κανείς να το πουλήσει εξίσου καλά σε μία κωμόπολη όπως σε όλη τη Γη, και το κόστος κατασκευής του θα μεταβληθεί οριακά. Η ίδια επιχειρηματολογία ισχύει για τα οπτικοακουστικά μέσα – μία ταινία κοστίζει πολύ για να γυριστεί, όχι όμως και για να (ανα-)διανεμηθεί. Γενικότερα, η πληροφορία, η οποία παίρνει τη μορφή ενός αριθμητικού κώδικα, ενός συμβόλου ή ενός μορίου, κοστίζει πολύ περισσότερο να σχεδιαστεί απ’ ό,τι το φυσικό περίβλημα μέσα στο οποίο φιλοξενείται.

Σε αυτήν τη «νέα οικονομία» το δαπανηρό είναι η παραγωγή της πρώτης μονάδας. Η δεύτερη μονάδα και οι επόμενες έχουν μικρό ή και μηδενικό κόστος, εντός κάποιων ορίων. Στη γλώσσα του Α. Σμιθ, θα έλεγε κανείς ότι είναι ο χρόνος που χρειάστηκε για να σκοτώσει κανείς τον πρώτο κάστορα ή το πρώτο ελάφι -δηλαδή, ο χρόνος που χρειάστηκε για να ανακαλύψει, π.χ., πού είναι η φωλιά τους- που θα εξηγούσε όλο το κόστος. Και στη γλώσσα του ο Κ. Μαρξ θα υποστήριζε ότι η πηγή της υπεραξίας δεν έγκειται πια στην εργασία που αφιερώνεται για να παραχθεί το αγαθό, αλλά στον χρόνο που πέρασε για να συλλάβει κανείς την ιδέα. Αυτός που κατασκευάζει τα αγαθά, ο προλετάριος, ο οποίος δεν διαθέτει παρά τα χέρια του για να εξασφαλίσει τον μισθό του, δεν είναι πια πηγή υπεραξίας. Είναι ένα στοιχείο κόστους που επιδιώκει κανείς να το εξωτερικεύσει.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα φάρμακα. Το δυσκολότερο είναι να ανακαλύψεις το μόριο. Το κόστος παρασκευής του ίδιου του φαρμάκου, λαμβάνοντας υπόψη τις τιμές των γενόσημων (generiques) φαρμάκων, είναι πολύ μικρότερο απ’ ό,τι η απόσβεση των δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη που κοστολογείται στα φάρμακα τα οποία έχουν πάρει άδεια.

Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε εκατοντάδες άλλες περιπτώσεις που αποδεικνύουν ότι στην οικονομική δραστηριότητα άυλες αξίες παίζουν όλο και σημαντικότερο ρόλο. Όμως, αυτές οι άυλες αξίες έχουν οικουμενική εμβέλεια, σε αντίθεση με δραστηριότητες που εντάσσονται στην αποκαλούμενη «πραγματική οικονομία».

Για παράδειγμα, ο χημικός τύπος ενός φαρμάκου είναι το άυλο στοιχείο του. Όμως, ο γιατρός που το χορηγεί είναι στην ουσία ο συντελεστής της εμπορευματοποίησής του. Με άλλα λόγια, όπως γράφει και ο Ντ. Κοέν, ο γιατρός και ο φαρμακοποιός κινούνται στο πεδίο μιας εργασίας της εγγύτητας, που δεν μπορεί να αυτοματοποιηθεί ή να μετατοπιστεί. Αμφότεροι δεν μπορούν να παγκοσμιοποιηθούν – σε αντίθεση με το φάρμακο που, ως άυλη αντίληψη, βρίσκεται αμέσως μέσα στην παγκοσμιοποίηση, διότι μπορεί να θεραπεύει όλα τα ανθρώπινα σώματα όσο μακριά κι αν βρίσκονται από το εργαστήριο που το ανακάλυψε.

Δυστυχώς, τις εξελίξεις αυτές δεν μπορούν όλοι να τις παρακολουθήσουν διότι είναι ταχύτατες – και το γεγονός αυτό δημιουργεί αστάθειες και ανισορροπίες. Αυτές οι τελευταίες είναι και μέρος της σημερινής κρίσης, η οποία κάθε άλλο παρά στο τέλος βρίσκεται.