Skip to main content

Η αύξηση του κατώτατου μισθού δεν αρκεί

EUROKINISSI

Η νέα αύξηση του κατώτατου μισθού είναι καλοδεχούμενη και ας άργησε, όμως απαιτούνται πολλά περισσότερα από την πολιτεία, προκειμένου να υπάρξει πραγματική στήριξη του εισοδήματος των μισθωτών.

Του Διονύση Τεμπονέρα, δικηγόρου – εργατολόγου

Η ΑΥΞΗΣΗ του νομοθετικά καθορισμένου κατώτατου μισθού από 1ης Απριλίου, από τα 713 στα 780 ευρώ, θα
μπορούσε υπό προϋποθέσεις να χαρακτηριστεί μια σημαντική αύξηση, αν δεν βρισκόμασταν στην ιδιαίτερη συγκυρία, κατά την οποία τα εισοδήματα των χαμηλόμισθων του ιδιωτικού τομέα συρρικνώνονται, λόγω του
αυξημένου πληθωρισμού.

Η ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΙΣΑ αύξηση κατά 9,4% υπολείπεται του πληθωρισμού, ο οποίος το 2022 έκλεισε στο 9,6%, συνεπώς δεν μπορούμε να μιλήσουμε για πραγματική αύξηση στις αποδοχές, αλλά για μια συγκράτηση των μεγάλων απωλειών που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι. Οι ανατιμήσεις στα προϊόντα που έχουν ξεκινήσει από το καλοκαίρι του 2021, η μείωση της αγοραστικής δύναμης των χαμηλών εισοδημάτων κατά 40%, οι αυξήσεις στα είδη βασικής κατανάλωσης (+15%-20% σε καύσιμα και τρόφιμα) που απορροφούν μεγάλο τμήμα του εισοδήματος των χαμηλόμισθων, η επιβάρυνση από τα επιτόκια κ.λπ. έχουν οδηγήσει σε απόγνωση τα φτωχά νοικοκυριά των μισθωτών. Ουσιαστικά πρόκειται για μια μηνιαία καθαρή αύξηση, μετά την αφαίρεση εισφορών και φόρων, κατά 53 ευρώ, ποσό που δεν επαρκεί για να καλύψει τις βασικές ανάγκες των εργαζομένων. Η πλειοψηφία των υπολοίπων χωρών της Ευρώπης προχώρησε σε διψήφιο ποσοστό αυξήσεων από το 2021, γεγονός που δημιουργεί εργαζομένους διαφορετικής «εισοδηματικής ταχύτητας» στην Ελλάδα.

Η ΑΥΞΗΣΗ του κατώτατου μισθού, άλλωστε, αφορά μόλις 585.000 εργαζόμενους της χώρας μας οι οποίοι αμείβονται με τον κατώτατο μισθό. Οι λοιποί εργαζόμενοι, που αντιμετωπίζουν παρόμοιες προκλήσεις στη συγκυρία, μόνο ελάχιστα αναμένεται να ωφεληθούν από την αύξηση αυτή. Και αυτό γιατί τα ενδιάμεσα μισθολογικά κλιμάκια έχουν καταρρεύσει λόγω της απουσίας κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Οι νεοπροσλαμβανόμενοι χαμηλόμισθοι δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι, μόνο λόγω της καθήλωσης των τριετιών, που εξακολουθεί να ισχύει από το 2012, και λόγω της επικράτησης της λογικής του «γυμνού μισθού», έχουν χάσει την τελευταία δεκαετία περίπου 250 ευρώ μηνιαίως. Από το 2012 μέχρι σήμερα ο κατώτατος μισθός έχει ανέβει περίπου κατά 200 ευρώ όταν το κόστος ζωής και οι αλλεπάλληλες κρίσεις (μνημόνια-πανδημία-ενεργειακή κρίση) έχουν ρίξει στα τάρταρα την αγοραστική δύναμή του. Αρκεί να θυμηθούμε ότι η βενζίνη το 2012 ήταν στο 1,60 ευρώ, ενώ πριν από μερικούς μήνες άγγιξε και τα 2,40 ευρώ.

Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ επιβαρύνεται λόγω και των μεγάλων παθογενειών της ελληνικής αγοράς εργασίας. Οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης, η έλλειψη ελέγχων και τα υψηλά ποσοστά αδήλωτης και υποδηλωμένης εργασίας, σε συνδυασμό με την ψευδο-απασχόληση (μπλοκάκια, συμβάσεις έργου «γκρίζες ζώνες») στην πράξη ακυρώνουν την πραγματική αύξηση του κατώτατου μισθού. Οι επιχειρήσεις που θα κληθούν να καταβάλλουν τα νέα μισθολόγια, θα δυσκολευτούν λόγω της ενεργειακής αύξησης και των αυξήσεων στις πρώτες ύλες να ανταποκριθούν στην πληρωμή τους, με την πιθανότητα έξαρσης της αυθαιρεσίας να είναι ανησυχητική.

Ο ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ καθορισμένος κατώτατος μισθός, από την άλλη, δεν προβλέπει μόνιμες και σταθερές αυξήσεις. Την ώρα που είναι γνωστό ότι ο πληθωρισμός θα είναι κοντά στο 5% και το 2023, είναι μάλλον δύσκολο να προκύψει νέα αύξηση μέσα στο έτος. Η αύξηση του κατώτατου μισθού δεν επηρεάζει φυσικά τις αμοιβές του Δημοσίου, που είναι αρκετά πιο χαμηλές πια, σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα, ενώ και ολόκληροι κλάδοι που χαρακτηρίζονται από έντονη ατυπία (εργαζόμενοι στον πολιτισμό κ.λπ.) μένουν εκτός πλαισίου αυξήσεων.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ, η νέα αύξηση του κατώτατου μισθού είναι καλοδεχούμενη και ας άργησε, όμως απαιτούνται πολλά περισσότερα από την πολιτεία, προκειμένου να υπάρξει πραγματική στήριξη του εισοδήματος των
μισθωτών.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ανάπτυξη με δίκαιη διάχυση στο κοινωνικό σύνολο, θέσπιση κανόνων σεβαστών από όλους στην
αγορά εργασίας, επανασύσταση του προστατευτικού πλαισίου του εργατικού δικαίου και μια νέα «εργοδοτική κουλτούρα» που θα σέβεται τους εργαζόμενους, με παράλληλη στήριξη της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, είναι οι μεταβλητές που μπορούν να συντελέσουν στη μετάβαση σε μια πραγματικά δίκαιη κατανομή του παραγόμενου πλούτου στις νέες συνθήκες.