Από την έντυπη έκδοση
Του Ζαν Πιζανί-Φερί*
Υπάρχει μια αυξανόμενη πιθανότητα ότι η κρίση του Covid19 θα σηματοδοτήσει το τέλος του αναπτυξιακού μοντέλου που γεννήθηκε πριν από τέσσερις δεκαετίες με την επανάσταση των Ρίγκαν – Θάτσερ, τον εναγκαλισμό της Κίνας στον καπιταλισμό και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Η πανδημία έχει υπογραμμίσει την αδυναμία των ανθρώπινων κοινωνιών και ενίσχυσε την υποστήριξη της επείγουσας δράσης για το κλίμα. Παράλληλα ενίσχυσε τις πολιτικές των κυβερνήσεων, διάβρωσε την ήδη ασταθή υποστήριξη για την παγκοσμιοποίηση και πυροδότησε την επανεκτίμηση της κοινωνικής αξίας των ανθρώπινων καθηκόντων. Το πρότυπο της μικρής κυβέρνησης και της ελεύθερης αγοράς φαίνεται ξαφνικά ξεπερασμένο.
Η ιστορία δείχνει ότι οι μεταβάσεις μεταξύ των φάσεων της καπιταλιστικής ανάπτυξης μπορεί να είναι σκληρές και αβέβαιες. Το μεταπολεμικό μοντέλο ανάπτυξης διαμορφώθηκε μόνο αφού το σχέδιο Μάρσαλ κατέλυσε την εμφάνισή του. Και η μετάβαση από τη στάσιμη δεκαετία του 1970 στο μοντέλο ανάπτυξης που κυριάρχησε στην αγορά χρειάσθηκε μια δεκαετία. Τα επόμενα χρόνια πιθανότατα θα είναι σκληρά.
Η πρόκληση δεν είναι μόνο η αβεβαιότητα. Είναι επίσης ότι η εμφάνιση μιας νέας συνοχής απαιτεί συνήθως κάποιον να παραχωρήσει κάτι. Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, οι Ευρωπαίοι υποχώρησαν στις δυνάμεις του εκσυγχρονισμού. Και τη δεκαετία του 1980, η οργανωμένη εργασία έδωσε τη θέση της στον οικονομικό καπιταλισμό. Το ίδιο θα ισχύσει αυτή τη φορά, επειδή η συνοχή μεταξύ των αναδυόμενων προτεραιοτήτων είναι προφανής.
Κλιματική αλλαγή και παγκοσμιοποίηση
Ξεκινώντας με την κλιματική αλλαγή. Αν και η μετάβαση στην ουδετερότητα του άνθρακα είναι ίσως ο μοναδικός τρόπος για να διατηρηθεί η ευημερία μας, είναι υποχρεωτικό να διαταράξει τον τρόπο ζωής των νοικοκυριών που είναι συνηθισμένα να οδηγούν SUV ή να βασίζονται σε ξεπερασμένα συστήματα θέρμανσης.
Μια έντονη υπενθύμιση των κοινωνικών συνεπειών του φόρου του άνθρακα αναδύθηκε πρόσφατα από την εξέγερση των «κίτρινων γιλέκων» στη Γαλλία. Ενώ αυτοί οι φόροι ήταν λανθασμένα σχεδιασμένοι και οπισθοδρομικοί, το πρόβλημα έγκειται βαθύτερα: καθώς η πράσινη μετάβαση συνεπάγεται την αντικατάσταση του «καφέ» κεφαλαίου με το «πράσινο» κεφάλαιο, θα απαιτήσει πρόσθετες επενδύσεις -συντηρητικά εκτιμάται ότι θα αφορά το 1% του ΑΕΠ ετησίως τις επόμενες δεκαετίες- για τα αποτελεσματικά βιομηχανικά συστήματα, κτήρια και οχήματα. Διατηρώντας σταθερή τη δημόσια κατανάλωση και τις καθαρές εξαγωγές, αυτό θα μεταφραστεί σε μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 1% του ΑΕΠ -ή περίπου 2% σταθμισμένης υποχώρησης.
Στη συνέχεια έρχεται η λιγότερη εξάρτηση από τις παγκόσμιες αγορές βασικών προμηθειών. Αν και η συμμετοχή της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία υπήρξε αποδιοργανωτική για τους εργαζόμενους, έχει ωφελήσει σημαντικά τους καταναλωτές. Όπως έδειξαν ο Ρόμπερτ Φίνστρα του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια Ντέιβις και οι συνεργάτες του, η είσοδος της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001 μείωσε τις τιμές στη μεταποίηση των ΗΠΑ κατά 1% ετησίως -μια αύξηση 0,3% στην αγοραστική δύναμη. Χρησιμοποιώντας μια διαφορετική μεθοδολογία, οι Λιονέλ Φοντάζ και Σάρλοτ Έμλινγκερ της CEPII (Παρίσι) διαπίστωσαν ότι έως το 2010 οι εισαγωγές από χώρες με χαμηλούς μισθούς είχαν καταστήσει το μέσο γαλλικό νοικοκυριό κατά 8% πλουσιότερο. Μέχρι τώρα, το όφελος για τους καταναλωτές θα μπορούσε να έχει φτάσει στο 10% στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ.
Πόσο θα κοστίσει η υψηλότερη οικονομική αυτονομία; Ας υποθέσουμε ότι θα συνεπαγόταν το ένα τέταρτο του 8% του κέρδους από την παγκοσμιοποίηση. Αυτό θα μείωνε την πραγματική κατανάλωση κατά άλλο ένα 2%. Ωστόσο διακυβεύονται περισσότερα: οι προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι έως το 2021 το ποσοστό του δημόσιου χρέους στο ΑΕΠ των προηγμένων οικονομιών θα έχει αυξηθεί κατά τουλάχιστον 20 ποσοστιαίες μονάδες. Σε ένα περιβάλλον μηδενικών επιτοκίων, οι περισσότερες χώρες μπορούν να το αντέξουν οικονομικά, όμως αφού τελειώσει η πανδημία οι κυβερνήσεις θα πρέπει να αρχίσουν να μειώνουν τους δείκτες χρέους τους προκειμένου να δημιουργήσουν τον απαραίτητο δημοσιονομικό χώρο για να αντιμετωπίσουν την πιθανή επανάληψη των διαταραχών. Ας υποθέσουμε, συντηρητικά και πάλι, ότι η μισή αύξηση αντιστρέφεται σε 10 χρόνια μέσω φόρων στα νοικοκυριά. Αυτό συνεπάγεται άλλη μια μείωση του εισοδήματος κατά 1% του ΑΕΠ και άλλα ισοδύναμα αποτελέσματα, άλλη μια μείωση της κατανάλωσης κατά 2%. Συνολικά, αυτό θα μείωνε την ετήσια αύξηση της κατανάλωσης της δεκαετίας κατά 0,6%.
Ωστόσο, το πραγματικό εισόδημα δεν αναμένεται να αυξηθεί πολύ περισσότερο. Όπως τόνισε πρόσφατα μια ολοκληρωμένη μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας, τα ετήσια κέρδη της παραγωγικότητας – η κινητήρια δύναμη της οικονομικής ανάπτυξηςέχουν βαλτώσει παγκοσμίως μετά την οικονομική κρίση του 2008, με αυξήσεις κάτω του 1% ετησίως στις προηγμένες οικονομίες. Η στασιμότητα της παραγωγικότητας, εάν συνεχισθεί, μαζί με τη δημογραφική γήρανση δεν θα αφήσουν περιθώρια για αύξηση της ατομικής κατανάλωσης των νοικοκυριών σε έναν χρονικό ορίζοντα 10 ετών.
Η νέα αντίληψη μετά τον Covid-19
Η κρίση της δημόσιας υγείας, ωστόσο, προέβαλε τη νέα αντίληψη για τη σημασία των καθημερινών καθηκόντων που επωμίζονται πολλοί εργαζόμενοι. Στις περισσότερες ανεπτυγμένες κοινωνίες, πιστεύεται -τουλάχιστον προς το παρόν- ότι το εισόδημα αυτών των εργαζομένων πρέπει να αντικατοπτρίζει καλύτερα τη συμβολή τους στο κοινό καλό. Θα ήταν περίεργο να τους πούμε ότι το καλύτερο που μπορούν να ελπίζουν την επόμενη δεκαετία είναι να διατηρήσουν το εισόδημά τους σταθερό.
Λοιπόν, ποιος και τι θα υποχωρήσει; Έμμεσα ή άμεσα αυτή η συζήτηση πιθανότατα θα κυριαρχήσει στις πολιτικές τα επόμενα χρόνια. Σίγουρα, οι ομοϊδεάτες του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ θα ισχυριστούν ότι η κυριαρχία και η αύξηση της κατανάλωσης υπερισχύουν της διατήρησης του κλίματος και του χρέους. Εκείνοι που σκέφτονται διαφορετικά θα πρέπει να βρουν διέξοδο από αυτό που μοιάζει με ένα ασυνάρτητο σύνολο στόχων. Για τον σκοπό αυτό πρέπει να δοθεί άμεση προτεραιότητα στην αποδοτικότητα. Αυτό συνεπάγεται την ενίσχυση της παραγωγικότητας, αντί να ονειρευόμαστε την απο-ανάπτυξη· υπογραμμίζοντας μια οικονομική προσέγγιση για την πράσινη μετάβαση, αντί να σπαταλάμε πόρους σε λανθασμένες επενδύσεις στην ανθρακοποίηση· και να καθορίσουμε με ακρίβεια τι συνεπάγεται η οικονομική ασφάλεια, αντί να στοχεύουμε σε μια ανανέωση της παραγωγής για την οποία οι ανεπτυγμένες χώρες δεν έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα.
Από μόνη της, ωστόσο, η αποτελεσματικότητα δεν θα αρκεί για να ξεπερασθούν οι προκλήσεις που έχουν προκύψει. Οι νέοι στόχοι -η διατήρηση των δημόσιων αγαθών, η οικονομική ασφάλεια και η ένταξη- θα πρέπει να είναι στο επίκεντρο, υποβιβάζοντας την αξία των μετοχων στη δεύτερη θέση. Και αντί να θεωρούν την ανάπτυξη ως την απόλυτη λύση της ανισότητας, οι προηγμένες οικονομίες θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα διανομής του πλούτου. Πρέπει να ελπίζουμε ότι θα γλιτώσουν τους τριγμούς που συχνά συνοδεύουν τις διαρθρωτικές και πολιτικές αλλαγές τέτοιου μεγέθους.
* Ο Ζαν Πιζανί-Φερί, ανώτερος συνεργάτης στο think tank Bruegel και στο Peterson Institute for International Economics, κατέχει τη θέση του προέδρου Τομάσο Παντόα – Σιόπα στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο.
Copyright: Project Syndicate, 2020
www.project-syndicate.org