Από την έντυπη έκδοση
Του Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη
Βουλευτή Β’ Αθηνών και πρώην υπουργού Ναυτιλίας
Ο Πειραιάς αποτέλεσε για τρεις ημέρες Ναυτική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, φιλοξενώντας την Ευρωπαϊκή Ημέρα Ναυτιλίας.
Την ώρα που η θέση της χώρας μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια αμφισβητείται όσο ποτέ, διοργανώσεις τέτοιου επιπέδου αποτελούν, πάνω από όλα, σημαντική ευκαιρία για να αναδείξουμε τις ποιοτικές υπηρεσίες που παρέχει η χώρα μας στη ναυτιλία, σε παγκόσμιο επίπεδο. Δυστυχώς, όμως, η απουσία του πρωθυπουργού από την εκδήλωση, καθώς και η μειωμένη προβολή της αποτέλεσαν την έκφανση της μέχρι τώρα πρόδηλης κυβερνητικής αδιαφορίας απέναντι στον κλάδο εκείνον από τον οποίο η Ελλάδα αντλεί δύναμη και κύρος.
Η ναυτιλία είναι από τους λίγους τομείς οικονομικής δραστηριότητας που συνεχίζουν να αναπτύσσονται, να καινοτομούν και να δημιουργούν κέρδος, ανεξάρτητα από τις εκάστοτε πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στη χώρα. Λειτουργώντας με μια εγγενή εξωστρέφεια, δημιουργεί κέρδος χωρίς το κράτος να επενδύει ούτε ένα ευρώ! Στόχος της πολιτικής μας, λοιπόν, θα πρέπει να είναι να διευρύνουμε τα οφέλη από τη φιλοξενία ναυτιλιακών επιχειρήσεων και την προσέλκυση ακόμα περισσότερων ναυτιλιακών κεφαλαίων, μέσα από τη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης με τους επενδυτές και τον διεθνή εφοπλισμό.
Με αυτήν ακριβώς τη φιλοσοφία λειτουργήσαμε τα προηγούμενα δύο χρόνια στο υπουργείο Ναυτιλίας και Αιγαίου, πετυχαίνοντας πολλά και μετρήσιμα αποτελέσματα. Το κάναμε στην ποντοπόρο ναυτιλία, δίνοντας κίνητρα για να επενδυθούν ακόμα περισσότερα ναυτιλιακά κεφάλαια στη χώρα. Ετσι, παρά το διεθνές περιβάλλον των φορολογικών παραδείσων, αυξήσαμε κατά 2 δισ. ευρώ το ναυτιλιακό συνάλλαγμα που εισέρρευσε στη χώρα, ενώ ενισχύσαμε σημαντικά τον αριθμό των πλοίων στα οποία σήμερα κυματίζει η ελληνική σημαία.
Το κάναμε στον θαλάσσιο τουρισμό και την κρουαζιέρα, καταργώντας περιορισμούς και αναχρονιστικές ρυθμίσεις. Ετσι αυξήσαμε, από τον πρώτο κιόλας χρόνο, κατά 35% τα σκάφη και κατά 13% τα κρουαζιερόπλοια που έφεραν τουρίστες στη χώρα μας.
Το κάναμε στα λιμάνια μας, οραματιζόμενοι την εξέλιξή τους σε διαμετακομιστικά κέντρα που θα εξυπηρετούν το διεθνές εμπόριο, αξιοποιώντας, για πρώτη φορά, τη γεωστρατηγική θέση της χώρας μας. Ετσι δρομολογήσαμε την αποκρατικοποίηση των μεγάλων λιμανιών του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης, υλοποιώντας στον ΟΛΠ μια επένδυση 230 εκατομμυρίων ευρώ, συνάπτοντας, παράλληλα, στρατηγικές συμφωνίες με μεγάλα επενδυτικά σχήματα.
Σήμερα, ο ελληνόκτητος στόλος εκπροσωπεί το 42,72% της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Προτεραιότητα της πολιτικής μας, επομένως, αποτέλεσε η διασφάλιση των κατακτήσεων της ελληνικής ναυτιλίας και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το πετύχαμε, πέρυσι, με την ομόφωνη υιοθέτηση της «Διακήρυξης των Αθηνών». Με αυτόν τον τρόπο δημιουργήσαμε τον οδικό χάρτη με τον οποίο η Ευρώπη αναγνωρίζει τον σημαντικό ρόλο της ναυτιλίας στην ανάπτυξη της οικονομίας, αποφεύγοντας τις περιφερειακές πολιτικές που έπλητταν έως τότε την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής ναυτιλιακής βιομηχανίας.
Η δική μου άποψη είναι ότι η ναυτιλία μπορεί να διαδραματίσει κομβικό ρόλο στην προώθηση της Γαλάζιας Ανάπτυξης και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Τόσο ο Πειραιάς όσο και η Θεσσαλονίκη μπορούν να μετατραπούν σε κέντρα του σύγχρονου ναυτιλιακού πλέγματος (cluster) και να αναδειχθούν, μέσω της ανάπτυξης ναυτιλιακών επιχειρήσεων κάθε βεληνεκούς, σε ανταγωνιστικούς πόλους έλξης για την παγκόσμια ναυτιλία. Οπως ακριβώς αρμόζει, δηλαδή, σε μια χώρα που είναι η πρώτη δύναμη στην παγκόσμια ναυτιλία.
Η ναυτιλία, επομένως, έχει την απαραίτητη δυναμική να συμβάλει στη διαμόρφωση ενός νέου «Εθνικού Αναπτυξιακού Προτύπου» της χώρας. Μας δείχνει το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε. Εμείς πρέπει να μάθουμε από τη Ναυτιλία. Nα υιοθετήσουμε και εδώ στην Ελλάδα τις συνθήκες του ελεύθερου ανταγωνισμού. Γιατί σε συνθήκες ανταγωνισμού οι Ελληνες δεν φοβούνται αλλά διακρίνονται.
Δυστυχώς, βλέπω την κυβέρνηση να παρακάμπτει αυτόν τον δρόμο. Εγκλωβισμένη στις ιδεοληψίες της επανέρχεται στα αποτυχημένα κρατικοδίαιτα μονοπάτια. Αναπόφευκτο είναι, έτσι, να μεταστρέφεται και το ουσιαστικό διακύβευμα: Αντί να συζητάμε για τους μοχλούς ανάπτυξης μέσα από τους οποίους θα δούμε την οικονομία μας να εξελίσσεται, εμείς συνεχίζουμε να συζητάμε για το πώς θα επιβάλουμε νέους φόρους, προκειμένου να τη συρρικνώσουμε και άλλο.