Από την έντυπη έκδοση
Της Αλεξάνδρας Τζελίδη*
Aναμφισβήτητα το πρωτόγνωρο σε όλους μας σκηνικό που προκάλεσε η κρίση του κορονοϊού δεν μπορεί να αφήσει ανεπηρέαστη την παγκόσμια οικονομία. Οι παρενέργειες του lockdown σε οικονομικό και ειδικότερα σε τραπεζικό επίπεδο έχουν ήδη ξεκινήσει να κάνουν την εμφάνισή τους επηρεάζοντας σημαντικά και την ελληνική οικονομία, ανατρέποντας ουσιωδώς τα μέχρι τώρα δεδομένα για τους δανειολήπτες -επιχειρήσεις και ιδιώτες-, οι οποίοι επλήγησαν από τη νέα κατάσταση που διαμόρφωσε η πανδημία και αδυνατούν να εκπληρώσουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις εξαιτίας της αιφνίδιας μεταβολής των οικονομικών συνθηκών τους.
Παρά τα μέτρα που ελήφθησαν και προβλέπουν την αναστολή υπό προϋποθέσεις της πληρωμής των δανειακών συμβάσεων για τα νομικά και φυσικά πρόσωπα που επλήγησαν, όλες οι εκτιμήσεις συντείνουν στο ότι η αύξηση των υπερήμερων δανείων θα πλήξει εκ νέου το μαλακό υπογάστριο του ημεδαπού τραπεζικού συστήματος.
Ωστόσο, πέραν της συνήθους σχέσης τράπεζας – πιστούχου που βάλλεται, άλλη μια κατηγορία συμβληθέντων σε μια δανειακή σύμβαση θα υποστεί καίριο πλήγμα: ο εγγυητής. Ο τελευταίος μπορεί να είναι φυσικό πρόσωπο που συνδέεται με οικονομική ή συγγενική σχέση με τον αρχικό πιστούχο, αλλά μπορεί να είναι και παντελώς ξένο πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) με τον φορέα μιας επιχείρησης. Συνήθως, ο εγγυητής υπόσχεται την ολοσχερή εξόφληση ενός δανείου με την προσωπική του περιουσία, παραιτούμενος κάθε ενστάσεως που ορίζει ο Αστικός Κώδικας κατ’ επιταγή του τραπεζικού ιδρύματος. Ποια μπορεί, λοιπόν, να είναι η δική του προστασία στο πλαίσιο μιας ανώμαλης εξέλιξης της δανειακής σύμβασης;
Σε περίπτωση που ο εγγυητής επιθυμεί να αμφισβητήσει την οφειλή του, πρέπει να έχει υπ’ όψιν του τις εξής δυνατότητες που του παρέχει ο νόμος:
α) Μπορεί καταρχάς να επικαλεστεί ότι η χορηγηθείσα εγγύηση αποτελεί αποτέλεσμα καταχρηστικής συμπεριφοράς της τράπεζας, ιδίως εάν εκείνη γνώριζε την κακή οικονομική κατάσταση του πρωτοφειλέτη και το απέκρυψε από τον εγγυητή ή ακόμη ότι παραβίασεκατά τη σύναψη της σύμβασης την ειδική υποχρέωση αλήθειας και διαφώτισης που υπέχει έναντι αυτού. Η τράπεζα οφείλει να δρα σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών. Ειδικά, δε, για τους εγγυητές γίνεται νομολογιακά δεκτό ότι η τράπεζα, ως υπεύθυνος πιστωτικός φορέας, οφείλει να προβεί πριν από την κατάρτιση τηςσύμβασης εγγύησης σε ειδική διαφωτιστική και σφαιρική υπόμνηση προς το ασθενές μέρος – εγγυητή για τους σοβαρούς κινδύνους που αντιμετωπίζει σε περίπτωση μη εξυπηρέτησης της πίστωσης εκ μέρους του πρωτοφειλέτη.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι υποχρεούται σε παροχή ενημέρωσης και εξηγήσεων σε σχέση με το αντικείμενο της σύμβασης και μάλιστα τέτοιων που θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στην απόφαση του εγγυητή, ενώ οφείλει να τον διαφωτίζει από μόνη της όταν είναι σαφές από την εμπειρία του ότι δεν έχει αντιληφθεί το αντικείμενο της κύριας συναλλαγής (πίστωσης), για τον κίνδυνο που προκαλείται από την αφερεγγυότητα του πρωτοφειλέτη, χωρίς φυσικά να παρουσιάζει την ανάληψη της εγγύησης εκ μέρους του ως «απλώς τυπικό στοιχείο», όπως είθισται πολύ συχνά στην τραπεζική πρακτική. Παράβαση της υποχρέωσης αληθείας συνιστά και η παροχή προς τον εγγυητή ελλιπών πληροφοριών που τον οδηγούν σε εσφαλμένη εκτίμηση των συνθηκών κατάρτισης της σύμβασης, καθώς αυτό επηρεάζει δυσμενώς τη θέση του δημιουργώντας του εσφαλμένες εικόνες σχετικά με τις προϋποθέσεις ενεργοποίησης της εγγυητικής του ευθύνης. Δεν αίρεται, μάλιστα, η ευθύνη της τράπεζας από αντίστοιχη υποχρέωση του εγγυητή να ελέγξει ο ίδιος την οικονομική κατάσταση του πρωτοφειλέτη και την προοπτική εξέλιξης της τραπεζικής απαίτησης, καθώς η υποχρέωση αληθείας και διαφώτισης από τον δανειστή είναι απόλυτη και αυτοτελής έναντι του εγγυητή.
β) Μια ακόμη δυνατότητα είναι η προβολή της λεγόμενης «ένστασης απελευθέρωσης του εγγυητή», όταν η ικανοποίηση της τράπεζας από τον πρωτοφειλέτη κατέστη αδύνατη από δόλο ή βαριά αμέλειά της. Πρόκειται ενδεικτικά για τις περιπτώσεις εκείνες, όπου η τράπεζα επί μακρόν δεν καταδίωξε τον πρωτοφειλέτη, με αποτέλεσμα να ματαιωθεί η ικανοποίηση της απαίτησής της από αυτόν και εκείνος έπειτα να καταστεί αναξιόχρεος, η αναιτιολόγητη παράταση προθεσμίας εξόφλησης των οφειλών εν αγνοία του εγγυητή, η μη αναγγελία στην πτώχευση του πρωτοφειλέτη ή στον πλειστηριασμό των περιουσιακών στοιχείων του τελευταίου, η αύξηση του πιστωτικού ορίου του πρωτοφειλέτη -που ισόποσα επαυξάνει και την ευθύνη του εγγυητή στην περίπτωση ενός αλληλόχρεου λογαριασμού- μολονότι ο πρώτος είχε περιέλθει ήδη σε δυσχερή οικονομική κατάσταση, η ανεύθυνη δανειοδότηση του πρωτοφειλέτη κ.λπ.
Όλα τα ανωτέρω αποτελούν σημαντικά αμυντικά όπλα που παρέχει ο νόμος στους εγγυητές, ωστόσο η εφαρμογή τους εξαρτάται από κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ενώ ο εγγυητής είναι αυτός που υποχρεούται να αποδείξει τους ισχυρισμούς του, ώστε να μπορέσουν να γίνουν δεκτοί από το δικαστήριο. Η πρωτόγνωρη πανδημική κρίση θα δοκιμάσει εκ νέου τις αντοχές όχι μόνον του τραπεζικού συστήματος αλλά και του συνόλου των συναλλασσομένων με αυτό. Η ορθή ενημέρωση και οριοθέτηση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αποτελεί αναπόδραστη ανάγκη για τη διασφάλιση των συμφερόντων όλων των εμπλεκομένων.
* Η κ. Αλεξάνδρα Τζελίδη είναι δικηγόρος, ΜΔΕ Associate στην Αργυριάδης Δικηγορική Εταιρία, www.alf.gr