Από την έντυπη έκδοση
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Στην περίφημη μελέτη του το 1969 με τίτλο «Η Μεγίστη Ποσότητα Χρήματος», ο νομπελίστας οικονομολόγος Μίλτον Φρίντμαν (1912-2006) χρησιμοποίησε ειρωνικά το παράδειγμα της διανομής χρήματος από ελικόπτερο για να τονωθεί μια οικονομία σε ύφεση, με ανορθόδοξο τρόπο.
Τριάντα και πλέον χρόνια μετά, την έκφραση «helicopter drop» την χρησιμοποίησε ο τότε πρόεδρος (2006-2014) της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ Μπεν Μπερνάνκι, μιλώντας σε Συνέδριο Οικονομολόγων για ένα μέτρο που θα μπορούσε να καταπολεμήσει τον αποπληθωρισμό. Έθετε έτσι τις βάσεις για τις πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης, που σήμερα εφαρμόζουν όλες οι μεγάλες Κεντρικές Τράπεζες. Και το ερώτημα είναι αν η πολιτική αυτή μπορεί να έχει αποτελέσματα, όταν από μη οικονομικούς λόγους καταστρέφονται οι παραγωγικοί ιστοί ολόκληρου του πλανήτη.
Στο πλαίσιο αυτό, όπως πολύ εύστοχα υπογραμμίζει ο γνωστός οικονομολόγος Δημήτρης Ιωάννου, με βάση τις σημερινές δυσάρεστες υγειονομικές εξελίξεις, που μάλλον θα έχουν διάρκεια, η ευρωπαϊκή οικονομία στο σύνολό της τείνει να μεταβληθεί σε είδος πολεμικού συστήματος οργάνωσης της παραγωγής γύρω από τέσσερις βασικούς κλάδους: διατροφή, υγεία, ενέργεια και ασφάλεια/άμυνα. Οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις των υπολοίπων κλάδων έχουν τεθεί σε αναγκαστική αργία. Όμως δεν είναι δυνατόν να τεθούν σε αργία ούτε οι βιοτικές τους ανάγκες αλλά ούτε και οι χρηματοπιστωτικές υποχρεώσεις τους προς τους άλλους κλάδους της οικονομίας.
Προκειμένου να επιβιώσουν, οι εργαζόμενοι πρέπει να ικανοποιήσουν τις βασικές ανάγκες τους χρησιμοποιώντας τις εκροές αυτών των τεσσάρων κλάδων της οικονομίας που παραμένουν ενεργοί. Ακόμα, για να επιβιώσουν οι αργούσες επιχειρήσεις, επίσης, πρέπει οι υποχρεώσεις τους προς τρίτους να εξυπηρετούνται, ώστε να μη χρεοκοπήσουν παρασέρνοντας σε κατάρρευση και τη συνολική οικονομία από τη συσσώρευση απλήρωτων χρεών κατά τη διάρκεια της πανδημίας ή ακόμη και μετά τη λήξη της. Συνεπώς, και οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις πρέπει να διαθέτουν ρευστότητα, την οποία όμως δεν μπορούν να αποκτήσουν με την παραγωγική τους εργασία. Τη ρευστότητα αυτήν, επίσης, δεν μπορούν να τους την προσφέρουν οι κυβερνήσεις, χωρίς τουλάχιστον να ανατρέψουν τις θεμελιώδεις ισορροπίες των εθνικών οικονομιών, ήτοι τη δημοσιονομική και τη νομισματική πολιτική.
Στο πλαίσιο της λογικής αυτής, στην παρούσα φάση της κρίσης, στην Ευρώπη, ο μόνος υπερεθνικός φορέας που μπορεί να προσφέρει την απαραίτητη ρευστότητα, ώσπου να τελειώσει η κρίση και η οικονομική ζωή να ξαναμπεί στους κανονικούς της ρυθμούς, είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Κάνοντας χρήση του εκδοτικού της προνομίου και δημιουργώντας όσο νέο χρήμα απαιτείται για να καλυφθεί το κενό ρευστότητας που δημιουργεί η αναγκαστική αργία ολόκληρων κλάδων της οικονομίας. Αυτό δεν θα πυροδοτήσει πληθωρισμό, όπως κάποιοι φοβούνται, διότι ο πληθωρισμός είναι συνάρτηση της ποσότητας του κυκλοφορούντος χρήματος και της ταχύτητας με την οποία αυτό κυκλοφορεί μέσα στο οικονομικό και χρηματοπιστωτικό κύκλωμα. Δεδομένου όμως ότι η κρίση, με την απονέκρωση της οικονομικής δραστηριότητας, έχει επιβραδύνει εξαιρετικά την ταχύτητα κυκλοφορίας του υπάρχοντος χρήματος, το νέο χρήμα που θα προστεθεί απλά θα καλύψει το κενό που δημιουργείται σε καθημερινή βάση από την υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας των αργούντων κλάδων. Το νέο χρήμα, δηλαδή, δεν θα δημιουργήσει «υπερβάλλουσα ζήτηση», διότι η ζήτηση στις συγκεκριμένες συνθήκες δεν μπορεί να κατευθυνθεί παρά μόνο στους τέσσερις συγκεκριμένους κλάδους που είναι ενεργοί.
Υπό αυτές τις πρωτόγνωρες οικονομικές, κοινωνικές και υγειονομικές συνθήκες, η θεώρηση της πραγματικότητας με κριτήρια του 1929, όταν η τότε κρίση ήταν δομική και αφορούσε το σύστημα της αγοράς, είναι λίαν επιεικώς ανεύθυνη.
Κατά τον κ. Χρήστο Ιωάννου, οικονομολόγο και σύμβουλο του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), “Η ενίσχυση της οικονομίας στην παρούσα κρίση δεν θα πρέπει να γίνει από τις κεντρικές τράπεζες με τον εντελώς λανθασμένο, πλέον, τρόπο της “ποσοτικής χαλάρωσης”. Η τελευταία όχι μόνο δεν λύνει τα προβλήματα, αλλά ουσιαστικά έχει δαγκώσει τεχνητά και χωρίς λόγο τις χρηματιστηριακές αξίες και βρίσκεται πίσω από την κατάρρευσή τους που παρατηρείται σήμερα. Η ενίσχυση στις οικονομίες της Ευρωζώνης θα πρέπει να υλοποιηθεί μέσω της κατευθείαν αγοράς -πρωτογενώς- από την ΕΚΤ και τις θυγατρικές της ομολόγων που τα κράτη της Ευρωζώνης θα εκδώσουν με μηδενικό επιτόκιο και με ημερομηνία αποπληρωμής το 2100. Τα χρήματα που θα εισπράξουν τα υπουργεία Οικονομικών θα πρέπει να τοποθετηθούν σε ειδικούς λογαριασμούς και να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά και μόνο για την ενίσχυση των εργαζομένων και των επιχειρήσεων στους αναγκαστικά αργούντες κλάδους, καθώς και για τη συμπλήρωση των εσόδων του Δημοσίου που είναι απαραίτητα για την ομαλή συνέχιση της λειτουργίας του, με δεδομένη τη μείωση των εισπράξεων που θα έχει επιφέρει η κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας.