Από την έντυπη έκδοση
Του Σάββα Ρομπόλη,
ομότιμος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Η διεύρυνση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις Ηνωμένες Πολιτείες, η δημογραφική γήρανση του πληθυσμού και η αύξηση του προσδόκιμου ζωής, καθώς και η εμφάνιση πολιτικών προστατευτισμού σε συνδυασμό με την αλματώδη ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών στην παραγωγή, αναδεικνύουν την αναγκαιότητα νέων μοντέλων ανάλυσης των οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων.
Αυτή είναι η βασική θέση των ερευνητών Σάββα Ρομπόλη, ομότιμου καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου, και του υποψήφιου διδάκτορα Βασίλη Μπέτση, σύμφωνα με τους οποίους σε συνθήκες πολλαπλασιασμού των κοινωνικοοικονομικών αβεβαιοτήτων αναδεικνύεται η αναγκαιότητα συγκρότησης νέων μακροοικονομικών υποδειγμάτων με περισσότερες μεταβλητές (δημογραφία, ανισότητες, βιοτικό επίπεδο, κ.λπ.), προκειμένου να επιτευχθεί μεσομακροπρόθεσμα η ισορροπία, σε διεθνές επίπεδο, μεταξύ της ανάπτυξης, του κλίματος, της τεχνολογίας, του πληθυσμού και της κοινωνίας.
Πληθυσμός και οικονομική ανάπτυξη
Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής και η μείωση της γονιμότητας αποτελούν χωρίς καμία αμφιβολία τις σημαντικότερες εξελίξεις στην ιστορία των πληθυσμών. Ειδικότερα για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα αποτελεί την περίοδο κατά την οποία το προσδόκιμο ζωής έφτασε σε πρωτόγνωρα υψηλά επίπεδα (79 έτη για τους άνδρες και 84 έτη για τις γυναίκες, βλ. Πίνακα). Αντίθετα, η γονιμότητα, έπειτα από μία σύντομη περίοδο ανάκαμψης, παρουσίασε απότομη μείωση, η οποία συνοδεύτηκε από μία τάση σταθεροποίησης σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα. Ειδικότερα, μελετώντας τα ιστορικά στοιχεία του δείκτη γονιμότητας στην Ελλάδα, διαπιστώνουμε ότι την περίοδο 1950-1981 η μέση τιμή είναι ίση με 2,32 παιδιά ανά γυναίκα σε ηλικία γονιμότητας και το έτος 1981 να είναι ίση με 2,1 παιδιά. Η πτωτική πορεία του δείκτη συνεχίζεται μέχρι το 1999, έτος στο οποίο παρατηρείται η μικρότερη τιμή του δείκτη, ίση με 1,23 παιδιά ανά γυναίκα.
Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στο δημογραφικό
Από το 2000 και μέχρι το 2009 παρατηρείται μια συνεχόμενη αύξηση του δείκτη γονιμότητας, η οποία το 2009 προσεγγίζει το 1,5 παιδιά ανά γυναίκα. Από το έτος αυτό και μετά, με την εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών της ύφεσης και της λιτότητας, ο δείκτης παρουσιάζει απότομη μείωση, με αποτέλεσμα το 2013 να έχει τιμή ίση με 1,29 και το 2017 με 1,35. Επιπλέον, ένα γράφημα το οποίο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναφέρεται στη συγκριτική πορεία του αριθμού των γεννήσεων και του αριθμού των θανάτων και ιδιαίτερα κατά την περίοδο των ετών της ύφεσης και της λιτότητας (βλ. Γράφημα).
Οι μεταβολές αυτών των δημογραφικών μεταβλητών οδήγησαν αναπόφευκτα τόσο την Ελλάδα όσο και την Ευρωπαϊκή Ένωση,στη διεύρυνση της δημογραφικής γήρανσης και κατ’ επέκταση στην ηλικιακή δομή του πληθυσμού, δηλαδή στην αύξηση του ποσοστού των ηλικιωμένων ατόμων στον συνολικό πληθυσμό, με αποτέλεσμα στο μέλλον η επίδραση της σε χαμηλούς ρυθμούς μεταβολής του ΑΕΠ να είναι αναπόφευκτη. Έτσι, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να μειώσει την ανεργία και να τονώσει τον πληθωρισμό (ο οποίος επιμένει να παραμένει σε χαμηλά επίπεδα του 1,3%, όταν η ΕΚΤ προέβλεπε για το 2018 τιμή 1,6% με 1,7%) με την εφαρμογή επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής (προγράμματα QE), δεν οδήγησαν σε μείωση της παρατεταμένης υψηλής ανεργίας και σε αύξηση των χαμηλών μισθών και της χαμηλής αγοραστικής δύναμης.
Επίσης, στις Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με σχετική έρευνα του πρακτορείου Reuters (2018), οι μισθοί των Αμερικανών παραμένουν σχεδόν στάσιμοι, με αποτέλεσμα το εισοδηματικά κατώτερο 60% των Αμερικανών να χρηματοδοτεί τις δαπάνες του είτε με τις αποταμιεύσεις του είτε με τις πιστωτικές κάρτες. Επίσης, σε σχετική έκθεση της Deutsche Bank (2018) αναφέρεται ότι στις ΗΠΑ, από τη δεκαετία του 1980 και μετά, η αύξηση της παραγωγικότητας ξεπερνούσε την πραγματική αύξηση των μισθών. Το αποτέλεσμα είναι η οικονομία των ΗΠΑ να αδυνατεί να προσφέρει πλέον συνεχή βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών, οδηγώντας τους ψηφοφόρους να δηλώνουν σε σχετικές έρευνες ότι επιθυμούν την υλοποίηση γενναιόδωρων κοινωνικών προγραμμάτων, όπως επιδοτήσεις στα πανεπιστήμια, υψηλότερο βασικό μισθό και μεγαλύτερη κρατική μέριμνα για την υγεία, την κοινωνική ασφάλιση και για τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Είναι αποτελεσματικά τα σημερινά οικονομικά μοντέλα ανάλυσης;
Το ερώτημα που ανακύπτει, σύμφωνα και με τον Olivier Blanchard, είναι πόσο ουσιαστικά γνωρίζουμε τα μακροοικονομικά και πόσο τα υπάρχοντα μακροοικονομικά υποδείγματα εξηγούν πια την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα. Ουσιαστικά, με το ερώτημα αυτό υπονοείται ότι οι ασκούμενες οικονομικές πολιτικές και οι πολιτικές των Κεντρικών Τραπεζών, οι οποίες βασίζονται στα κυρίαρχα (νεοκλασικής ή κεϋνσιανής έμπνευσης) μακροοικονομικά υποδείγματα, επιβεβαιώνονται, ιδιαίτερα μετά το 1970, μεσοπρόθεσμα μέχρις ενός βαθμού, αλλά με το πέρασμα του χρόνου διαπιστώνεται ότι ενώ εφαρμόζονται οικονομικές θεωρίες για τη μείωση της ανεργίας, εντούτοις αυτή παραμένει υψηλή και η επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης γίνεται ολοένα και περισσότερο δυσκολότερος και ανέφικτος στόχος των ασκούμενων οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών.
Για παράδειγμα, σήμερα, κατά βάση, οι Κεντρικές Τράπεζες για την άσκηση της οικονομικής τους πολιτικής ακολουθούν το νεοκλασικό υπόδειγμα οικονομικής μεγέθυνσης (γνωστό και ως υπόδειγμα R. Solow-T. Swan, 1956), το οποίο βασίζεται στην καμπύλη της προσφοράς και περιγράφει σε μία κλειστή οικονομία τη σχέση μεταξύ συσσώρευσης κεφαλαίου, αποταμίευσης και οικονομικής μεγέθυνσης.
Το συγκεκριμένο μοντέλο κατά την εφαρμογή του ανέδειξε αρκετές αδυναμίες, τις οποίες αποκάλυψαν οι W. Nordhaus και P. Romer (βραβείο Νόμπελ Οικονομικών το 2018), οι οποίοι ενσωμάτωσαν την κλιματική αλλαγή και την τεχνολογική καινοτομία στη μακροοικονομική ανάλυση, δημιουργώντας ένα ποσοτικό μοντέλο που περιγράφει την αλληλεπίδραση της παγκόσμιας οικονομίας με το κλίμα και την τεχνολογική γνώση.
Γιατί χρειαζόμαστε νέα μοντέλα ανάλυσης των μακροοικονομικών δεδομένων
Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τη Σουηδική Ακαδημία Επιστημών, παρά το γεγονός ότι «οι βραβευθέντες με το βραβείο Νόμπελ των Οικονομικών το 2018 δεν δίνουν οριστικές απαντήσεις, εντούτοις τα ευρήματά τους έχουν φέρει σημαντικά πιο κοντά στο να απαντήσουμε στο ερώτημα του πώς μπορούμε να πετύχουμε διαρκή και βιώσιμη παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη». Κι αυτό γιατί ο παγκόσμιος πληθυσμός το 2050 θα τριπλασιαστεί σε σχέση με το 1965 και θα προσεγγίσει τα 9,8 δισ. άτομα και ο πλανήτης θα αδυνατεί να αντέξει το καταναλωτικό βάρος ενός τέτοιου πληθυσμού.
Ταυτόχρονα, παρατηρώντας, για παράδειγμα, τα τελευταία έτη τις ασκούμενες πολιτικές στις ΗΠΑ και την Ευρώπη για την αντιμετώπιση της υψηλής ανεργίας και του χαμηλού επιπέδου των μισθών, διαπιστώνεται ότι όχι μόνο έχουν αποτύχει, αλλά έχουν προκαλέσει διεύρυνση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων, με αποτέλεσμα την εμφάνιση, μεταξύ των άλλων, απόψεων προστατευτισμού (εθνοτικές και εθνικιστικές πολιτικές δυνάμεις) στην οικονομία και στη μετανάστευση (ξενοφοβικές πολιτικές δυνάμεις).
Έτσι, στις συνθήκες πολλαπλασιασμού των κοινωνικοοικονομικών αβεβαιοτήτων αλλά και στην προοπτική των νέων κλιματολογικών, τεχνολογικών, πληθυσμιακών, κοινωνικών, κ.λπ. προκλήσεων, αναδεικνύεται με τον πιο αντικειμενικό και επιστημονικό τρόπο η αναγκαιότητα συγκρότησης νέων θεωρητικών ιδεών και νέων μακροοικονομικών υποδειγμάτων με περισσότερες μεταβλητές (δημογραφία, ανισότητες, βιοτικό επίπεδο, κ.λπ.), προκειμένου να επιτευχθεί μεσομακροπρόθεσμα η ισορροπία, σε διεθνές επίπεδο, μεταξύ της ανάπτυξης, του κλίματος, της τεχνολογίας, του πληθυσμού και της κοινωνίας.