Από την έντυπη έκδοση
Του Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Μπορεί σ’ εμάς οι διαπραγματεύσεις για τη διαβόητη -πλέον- αξιολόγηση του Μνημονίου-3 να γράφουν καθυστέρηση, μεγάλη καθυστέρηση, αυτάρεσκα (θα ‘λεγε κανείς) συνεχιζόμενη καθυστέρηση.
Μπορεί ενδοκυβερνητικά η καθυστέρηση αυτή να δημιουργεί εντάσεις, σταθερά διαψευδόμενες, όμως… εντάσεις. Μπορεί στην αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία βλέπει τα δημοσκοπικά της ποσοστά να της υπόσχονται έως και αυτοδυναμία στις προσεχείς κάλπες (βέβαια εδώ εμφιλοχωρεί μια ουσιώδης λεπτομέρεια: τα πολιτικά αποτελέσματα τα φέρνουν οι κάλπες, οψέποτε, και όχι οι δημοσκοπήσεις), να θεωρεί ότι η πίεση στην οικονομία από την καθυστέρηση στις διαπραγματεύσεις και -κυρίως- από την ανασφάλεια που «χτίζει» και πάλιν η καθυστέρηση θα εμπεδώσει, τελικά, το πολιτικό αυτό αποτέλεσμα.
Μπορεί, ακόμη, η ελάσσων αντιπολίτευση, η Κεντροαριστερά που βρίσκεται συνεχώς υπό υπαρξιακή αμφιθυμία (σε απλά ελληνικά: δεν καταφέρνει να το αποφασίσει «με ποιον θα πάει και ποιον θα αφήσει»), να αντιμετωπίζει την ίδια αυτή καθυστέρηση με μεγαλύτερη ανησυχία: άμα οι δυνάμεις σου γίνει φανερό -δημοσκοπικά πάντα…- ότι δεν είναι απαραίτητες για τη διακυβέρνηση στο αύριο, όποτε το αύριο αυτό έρθει, τότε ο κάθε πολιτικός σχεδιασμός προσλαμβάνει στοιχηματιστικό περιεχόμενο! Όσο για τους επιχειρηματικούς κύκλους, αλλά και για τον μαγικό μας κήπο των μίντια, η ίδια αυτή καθυστέρηση στις διαπραγματεύσεις πάει να γίνει μια κλειστή αίθουσα με πολλαπλούς καθρέφτες και με συνεχή ηχώ: το μήνυμα που εκπέμπεται σου επιστρέφει πολλαπλασιασμένο, σε σημείο να σε ζαλίζει.
Γιατί τα λέμε όλα αυτά; Επειδή, βλέπετε, στον «έξω κόσμο» -σε εκείνο των κυριότερων συντελεστών του ελληνικού ζητήματος, στην Τρόικα/Κουαρτέτο, στο Euro Working Group, αλλά και (όσο μπορεί να εμπιστευτεί κανείς τα σινιάλα από τα πιο πολιτικά κέντρα) σε Βερολίνο και σε Φραγκφούρτη /ΕΚΤ και σε Ουάσιγκτον/ΔΝΤ- η ανησυχία είναι πολύ λιγότερο παρούσα. Το δίχτυ ασφαλείας, που ήδη από τη Συνάντηση Κορυφής των Κυριών (Μέρκελ-Λαγκάρντ) φάνηκε να απλώνεται για την Ελλάδα, όσο πάει το πράγμα συγκεκριμενοποιείται.
Τι θα πει αυτό; Θα πει, άμα ξεκινήσουμε από το τέλος προς την αρχή, ότι οι διαβόητες επίσης «αγορές» έχουν αρχίσει να δέχονται ότι η ελληνική υπόθεση (που ΔΕΝ προχώρησε το 2014 με την άτυχη έξοδο της Ελλάδας που συνέπεσε με πορτογαλικό υποτροπιασμό, κι ύστερα εγκαταλείφθηκε από την κυβέρνηση Σαμαρά) μπορεί να περπατήσει με τη δική τους βοήθεια στο β’ εξάμηνο του 2017. Πειραματικά, ασφαλώς. Με τεχνική στήριξη, ασφαλώς (το αντίστοιχο της υπεσχημένης πιστωτικής γραμμής του 2015…). Με τη Rothschild αντί της Lazard στο πηδάλιο, και στα arranger fees βέβαια. Με την αποδοχή από την ΕΚΤ των διαβεβαιώσεων του Eurogroup ότι το Ελληνικό Πρόγραμμα θα βρίσκεται on-track. Με την αποδοχή από το ΔΝΤ των αντίστοιχων διαβεβαιώσεων Eurogroup αλλά και της σκιαγράφησης-συν-κάτι-ακόμη μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης για το ελληνικό χρέος που να το καθιστούν τεχνικά βιώσιμο/εξυπηρετήσιμο με τη νέα προσέγγιση που έχει γίνει του συρμού στη διεθνή συζήτηση περί χρέους.
Πηγαίνοντας, τώρα, από το τέλος προς την αρχή, γίνεται αισθητή μια τάση για άμβλυνση του βαθμού συμμετοχής του ΔΝΤ στο Ελληνικό Πρόγραμμα, ενδεχομένως με την απόσυρση/αντικατάσταση μέρους του δανεισμού που το Ταμείο έχει δώσει (ώστε, μέσω ESM, να πέσουν και τα επιτόκια που πληρώνει η Ελλάδα και να βελτιωθεί το προφίλ αποπληρωμών), όχι όμως με τη λογική της παραμονής του Ταμείου ως «τεχνικού συμβούλου» και μόνον που εννοούσε η Αθήνα.
Μαντεύουμε την απορία του αναγνώστη: «Μα, αυτά δεν έχουν ως προϋπόθεση το τεχνικό κλείσιμο της αξιολόγησης, την εκπλήρωση των προαπαιτούμενων, την προνομοθέτηση μέτρων για το 2018+ κ.λπ.;». Εδώ ακριβώς μπαίνει στη μέση η πολιτική διάσταση. Όχι όπως την εννοούμε εμείς, αλλά όπως την εννοούν εκείνοι! Η ίδια η λογική του διχτυού ασφαλείας δεν αφορά την ελληνική κυβέρνηση. Αφορά την Ελληνική Δημοκρατία. Δηλαδή όποιον βρεθεί να έχει τις ευθύνες των πραγμάτων, και τούτο ΑΦΟΥ προσπεραστεί η εκλογική αναταραχή στην Ευρώπη του 2017. Εάν το σημερινό κυβερνητικό σχήμα δείξει να τα βγάζει πέρα στους μήνες που έρχονται, εάν δεν προκύψει καμιά ανατροπή στο σκέλος των εσόδων/του πλεονάσματος ή υποχώρηση -αισθητή- των ρυθμών ανάπτυξης, τότε έχει καλώς (για το κυβερνητικό σχήμα). Εάν όχι, θα αναζητηθούν σχήματα που τώρα θεωρούνται αδιανόητα (αν και τα μουρμουρητά για ψήφιση στη Βουλή με ευρύτερη πλειοψηφία δεν κατασιγάζονται με τους όρκους Κ. Μητσοτάκη ότι θα καταψηφίσει ή και τις προτάσεις π.χ. Α. Λοβέρδου περί αποχώρησης της αντιπολίτευσης, σύσσωμης), όμως θυμηθείτε και το 2011-12…