Skip to main content

Τρεις αξιόλογες – και ετερόκλητες – ταινίες

«Air», «Flux Gourmet» και «Εθελόντρια» στις αίθουσες.

Το «Air» είναι πάνω απ’ όλα μια πολύ ευχάριστα παλιομοδίτικη ταινία. Εκ πρώτης όψεως ελάχιστα συμβαίνουν πραγματικά. Όμως η σκηνοθετική στιβαρότητα εντέλει απογειώνει το φιλμ και, κακά τα ψέματα, το ευρύ κοινό ενδεχομένως να μη νοιαζόταν και τόσο για το παρασκήνιο πίσω από τη σειρά αθλητικών παπουτσιών Air Jordan, αν ο Άφλεκ δε φιλμογραφούσε τους (αδιάκοπους) διαλόγους του με αυτή την σχεδόν αναζωογονητική προσήλωση στους κώδικες ενός Άλαν Πάκουλα – ή, για να πάμε ακόμα πιο πίσω, ενός Φρανκ Κάπρα. Το κλου; Στο επίκεντρο των διαπραγματεύσεων δεν βρίσκεται ο ίδιος ο (ακόμα άσημος) Τζόρνταν, που δεν εμφανίζεται καν στο φιλμ, αλλά η μητέρα του. Και στο επίκεντρο της ίδιας της ταινίας, οι Ματ Ντέιμον και Βαϊόλα Ντέιβις θέτουν εκτός πλαισίου τον αστραφτερό σεντιμενταλισμό, για να αναδείξουν το ανθρώπινο στοιχείο μιας ιστορία που ναι μεν άφησε ένα ανεξίτηλο αποτύπωμα στην ποπ κουλτούρα, αυτό όμως από μόνο του δεν θα αρκούσε για να «ανδρώσει» μια ταινία.

Το «Air» έξυπνα θέτει υπογείως και ένα ερώτημα: Στο αβυσσαλέο σύμπαν των corporates, των πολυεθνικών και των μεγαλοεπιχειρηματιών, υπάρχει χώρος για ανθρωπιά; Η ταινία μοιάζει να απαντά καταφατικά – έστω και με μια επιφύλαξη. Αυτό το τελευταίο μοιάζει να μην είναι τυχαίο: Το «Air» είναι η πρώτη ταινία σε παραγωγή της «Artists Equity», της νέας εταιρίας δηλαδή που συστάθηκε από τους Άφλεκ και Ντέιμον, με στόχο να αλλάξουν το επιχειρηματικό μοντέλο, προσφέροντας στους ηθοποιούς και στο τεχνικό προσωπικό μεγαλύτερο ποσοστό κερδών. Σύμφωνα με δηλώσεις του Άφλεκ, αυτό δεν αφορά «μόνο τους σεναριογράφους, τους σκηνοθέτες και τους ηθοποιούς. Αλλά και τους κινηματογραφιστές, τους μοντέρ, τους ενδυματολόγους και όλους τους σημαντικούς καλλιτέχνες σε μία κινηματογραφική παραγωγή που, κατά την άποψή μου, είναι υποαμοιβόμενοι». Είμαστε περίεργοι για την πορεία της «Artists Equity» λοιπόν, όσο και για την πορεία της ταινίας στις ελληνικές αίθουσες.

Στην «Εθελόντρια», μια 65χρονη γιατρός που μόλις συνταξιοδοτήθηκε, αφήνει την Ισπανία για να ταξιδέψει στην Ελλάδα, σε μια προσφυγική δομή, πιστεύοντας πως θα συναντήσει παιδιά που χρειάζονται ανθρώπους σαν εκείνη. Εκεί, θα πάρει υπό την προστασία της τον ορφανό Άχμετ, μικρό παιδί που έχασε τους γονείς του στη θάλασσα. Όμως η δομή έχει τους δικούς της κανόνες. Και η ηρωίδα μας (η Κάρμεν Μάχι, μια από τις σημαντικότερες ηθοποιούς του Ισπανικού σινεμά) σύντομα θα έρθει σε σύγκρουση τόσο με τους υπεύθυνους, όσο και με μια πραγματικότητα που μέχρι χθες αγνοούσε. Η σκηνοθέτιδα Νέλι Ρεγκουέρα προσεγγίζει το στόρι της με έναν σχεδόν «δημοσιογραφικό» ρεαλισμό, το διεθνές καστ είναι εξαιρετικό (υπέροχος ο Γιάννης Τσορτέκης), οι σημάνσεις προφανείς, αλλά τι καινούργιο να προσθέσει κανείς πια; Σημασία έχει αυτό που λέγεται και ξαναλέγεται. Και εδώ δύσκολα βρίσκεις κάτι φάλτσο, κάτι που να σε «πετάει έξω» που λέμε μεταξύ μας οι κινηματογραφόφιλοι.

Από την άλλη, ο Πίτερ Στρίκλαντ συνεχίζει τα ακραία στιλιστικά του παιχνίδια με το «Flux gourmet», δηλαδή τις παράξενες και ενίοτε χιουμοριστικές συναντήσεις μιας γαστρονομικής κολεκτίβας που, υπό την αιγίδα ενός κέντρου πολιτισμού, ετοιμάζεται να παρουσιάσει ένα performance «ηχητικού κέιτερινγκ», υπό το όχι και τόσο άγρυπνο βλέμμα ενός δημοσιογράφου. Ο Μάκης Παπαδημητρίου εδώ, αποτελεί το μεγάλο ατού του Στρίκλαντ: Χωρίς να καταφεύγει σε καμποτινισμούς, ο Έλληνας ηθοποιός υπηρετεί στο έπακρο το υπόγειο χιούμορ της ταινίας, την ίδια στιγμή που ο Στρίκλαντ μοιάζει σχεδόν να αυτοπαρωδείται, έτσι όπως σπάει πλάκα με τους εστετισμούς των καλλιτεχνών του, αποδίδοντας τους όλα όσα έχουμε προσάψει κατά καιρούς στο σινεμά του. Πρέπει βέβαια να είστε προετοιμασμένοι Το «Flux gourmet» φλερτάρει σκοπίμως με την εμετική αποστροφή, και το κάνει όπως είπαμε για να σπάσει πλάκα. Προσφέρει βέβαια και αρκετό χώρο για θεωρήσεις, αναλύσεις και σημειολογικές περιπτύξεις. Αλλά αυτό το τελευταίο έχει καταντήσει πολύ εύκολο πια για να το πάρεις στα σοβαρά, αυτό δε λες κι εσύ ρε Πίτερ;