Skip to main content

Λουκάς Δημητρίου (Ήρων): «Νέα κανονικότητα» στις τιμές ηλεκτρισμού, ενδεχομένως σε ελαφρά υψηλότερα σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα

Ο Πρόεδρος Ελληνικού Συνδέσμου Ανεξάρτητων Ηλεκτροπαραγωγών και Γενικός Διευθυντής ΗΡΩΝ μιλάει στη «Ν».

Η επιστροφή στην κανονικότητα στις αγορές ηλεκτρισμού που «περνά» μέσα από την άρση των έκτακτων παρεμβάσεων στη χονδρεμπορική και λιανική αγορά αλλά και την σταθερότητα του ρυθμιστικού και  κανονιστικού πλαισίου αναδεικνύεται σε βασικό ζητούμενο για τον κλάδο, τονίζει σε συνέντευξή του στη «Ν» ο κ. Λουκάς Δημητρίου, Πρόεδρος του Ελληνικού Συνδέσμου Ανεξαρτήτων Ηλεκτροπαραγωγών (ΕΣΑΗ) και Γενικός Διευθυντής της  ΗΡΩΝ.

Ο κ. Δημητρίου κάνει λόγο και για μια «νέα κανονικότητα» στις τιμές ηλεκτρισμού, ενδεχομένως σε ελαφρά υψηλότερα σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα. Αποδίδει τις πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ χονδρεμπορικές τιμές ηλεκτρισμού στην Ελλάδα στη δομή των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής, και την περιορισμένη μεταφορική ικανότητα των διασυνδέσεων.

Τέλος, τονίζει την ανάγκη συμπλήρωσης της αγοράς ηλεκτρισμού με μηχανισμούς αμοιβής ισχύος ή ευελιξίας,  ώστε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των μειωμένων ωρών λειτουργίας και κερδοφορίας των μονάδων φυσικού αερίου που είναι απολύτς κρίσιμες για την ευστάθεια του Συστήματος, κάτι που αναγνωρίζεται και στο υπό αναθεώρηση Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα.

Μια από τις τελευταίες αποφάσεις του πρώην Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας ήταν η παράταση των έκτακτων μέτρων στις αγορές ηλεκτρισμού έως τις 30 Σεπτεμβρίου. Ήταν επιβεβλημένη ;

Σαν συμμετέχοντες στην αγορά επιθυμούμε η αγορά να κινείται με κανονικότητα, με συνέχεια, να υπάρχει ορατότητα σε σχέση με τις προβλέψεις. Τα έκτακτα μέτρα -που ήταν ισχυρά και είχαν επιδράσεις σε διάφορους τομείς-  διέκοψαν αυτή την κανονικότητα. Εμείς ζητάμε την άρση των παρεμβάσεων προκειμένου να επιστρέψουμε στην κανονικότητα και να δράσουμε με τους κανόνες του παιχνιδιού όπως έχουν τεθεί εδώ και χρόνια.  Πιο συγκεκριμένα, αναφορικά με το πλαφόν στην χονδρεμπορική αγορά εκτιμούμε ότι δεν υπήρχε ανάγκη παράτασης διότι έχουμε παρατηρήσει ότι, από το Φεβρουάριο  έως τα τέλη Μάϊου, από τα 238 εκατ. ευρώ που έχουν συλλεγεί μέσω του πλαφόν και κατέληξαν στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης για γίνουν επιδοτήσεις προς τους καταναλωτές, τα 214 εκατ. ευρώ προήλθαν από τις μονάδες ΑΠΕ. Αυτές όμως ούτως ή άλλως ακόμα και πριν την επιβολή του πλαφόν  δεν μπορούσαν να εισπράξουν υπερέσοδα από την αγορά λόγω της ύπαρξης των αμφίδρομων συμβάσεων επί διαφοράς (2-way Contract for Difference- CfDs). Όταν η τιμή στην αγορά είναι υψηλότερη από την συμφωνημένη, οποιαδήποτε διαφορά όδευε στον Ειδικό Λογαριασμό ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ) και από εκεί  στο ΤΕΜ . Με δεδομένο ότι μετά τον Φεβρουάριο το 90% των εσόδων προέρχεται  από τα ΑΠΕ,  δεν ήταν απολύτως απαραίτητη η συνέχιση αυτού του μέτρου. Σε σχέση με το άλλο σκέλος των μέτρων που αφορά στη λιανική (σ.σ. αναστολή Ρήτρας Αναπροσαρμογής- Προαναγγελία κυμαινόμενων τιμολογίων για κάθε μήνα στις 20 του προηγούμενου)  και εκεί πρέπει να επανέλθει η ελευθερία των προμηθευτών να διαμορφώνουν προϊόντα σύμφωνα με το ρυθμιστικό πλαίσιο. Ο ανταγωνισμός στην αγορά συνδέεται με την δημιουργικότητα και την ελευθερία των  προμηθευτών να προσφέρουν διάφορα προϊόντα. Εμείς πήγαμε σε μια αγορά όπου το προϊόν που μπορούσε να προσφέρει κάποιος ήταν προκαθορισμένο. Αυτό βλάπτει την αγορά, τον ανταγωνισμό, δυσκολεύει την προσέλκυση πελατών από τους εναλλακτικούς παρόχους και τη μείωση του ποσοστού της δεσπόζουσας επιχείρησης. Γιατί στα μάτια των καταναλωτών είμαστε όλοι ίδιοι…

Όμως τους τελευταίους μήνες παρουσιάζεται σημαντική διαφοροποίηση στα τιμολόγια των προμηθευτών…

Ναι, υπάρχει διαφοροποίηση, αλλά δεν υπάρχει εμπιστοσύνη γιατί είναι ένα σύστημα που μεταβάλλεται κάθε μήνα. Άρα  και αυτό το μέτρο θα έπρεπε να αρθεί. Το ζήτημα στη λιανική είναι πιο σύνθετο γιατί θα πρέπει να υπάρχει ικανός χρόνος προειδοποίησης για αλλαγές στην τιμολογιακή πολιτική, να δημιουργήσουμε νέα εμπορικά προγράμματα, να προσαρμόσουμε τα συστήματά μας, να ενημερώσουμε τους καταναλωτές. Η εμπειρία του περυσινού καλοκαιριού δεν ήταν και τόσο θετική για τους καταναλωτές που είχαν επιλέξει προγράμματα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά  και ξαφνικά ειδοποιήθηκαν ότι από εδώ και πέρα θα ενταχθούν σε άλλο πρόγραμμα. Αυτή η εμπειρία δεν πρέπει να επαναληφθεί.

Πιστεύετε ότι στο τέλος Σεπτεμβρίου θα επανέλθει η κανονικότητα στις αγορές ηλεκτρισμού;

Θα επιστρέψει μια νέα κανονικότητα, με τιμές ενδεχομένως σε λίγο υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με αυτές που παρατηρούσαμε προ κρίσης. Δεν προεξοφλούμε μεγάλες διακυμάνσεις των χονδρεμπορικών τιμών ρεύματος, ούτε ακραίες τιμές φυσικού αερίου. Πολύ σημαντικό ρόλο διαδραματίζει το πώς θα εξελιχθεί η πλήρωση των αποθηκών φυσικού αερίου. Εάν δεν υπάρξουν αντιδράσεις πανικού όπως αυτές που είδαμε πέρυσι (και εκτόξευσαν τις τιμές στις αγορές) και αν πάμε ομαλά με λογικού κόστους πλήρωση αποθηκών, τότε δεν θα έχουμε ακραία φαινόμενα. Από τον Απρίλιο μέχριτις αρχές Ιουνίου , η πληρότητα των αποθηκών φυσικού αερίου αυξήθηκε από το 55% στο 70% χωρίς θόρυβο και οι τιμές του φυσικού αερίου δεν επηρεάστηκαν καθόλου, κινήθηκαν μάλιστα πτωτικά. Το βέβαιο είναι ότι δεν είμαστε στη θέση που ήμασταν το προηγούμενο καλοκαίρι, δεν υπάρχει πλέον το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Ξέρουμε το status  της αγοράς και θεωρώ ότι δεν θα έχουμε εκπλήξεις.

Ένα από τα μέτρα της περιόδου της κρίσης που παρατάθηκε έως το Δεκέμβριο είναι η ειδική εισφορά στην ηλεκτροπαραγωγή με φυσικό  αέριο. Ήταν απαραίτητο;

Πρόκειται για την απόλυτη στρέβλωση. Έχουμε μια ενιαία αγορά ηλεκτρισμού με την Ιταλία και τη Βουλγαρία και επιβαρύνουμε το κόστος μας με ένα πρόσθετο τέλος. Νομίζω ότι ακόμα και στο μειωμένο επίπεδο των 2 ευρώ/MWh  περίπου που βρίσκεται αυτή τη στιγμή, «μεταφράζεται» σε διπλάσια επιβάρυνση στη χονδρεμπορική τιμή. Άρα αυξάνουμε το κόστος στον τελικό καταναλωτή, θίγουμε την ανταγωνιστικότητα των εγχώριων μονάδων έναντι των μονάδων της Ιταλίας και της Βουλγαρίας. Είναι κάτι που θα πρέπει να εξαλειφθεί, δεν υπάρχει λόγος να έχουμε πιο ακριβή αγορά.

Γιατί η Ελλάδα έχει από τις ακριβότερες χονδρεμπορικές τιμές ηλεκτρισμού στην Ευρώπη ;

Οι δυο βασικοί παράγοντες που εξηγούν το φαινόμενο αυτό είναι η δομή των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής και οι διασυνδέσεις. Όταν μιλάμε για περιόδους με υψηλές τιμές φυσικού αερίου, επειδή το καύσιμο έχει ακόμα σημαντικό ρόλο στο μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής, αυτό αντανακλάται στη χονδρεμπορική αγορά. Aυτό λειτουργεί και αντίστροφα: Όταν πέφτει η τιμή του φυσικού αερίου, επειδή έχουμε έναν καλό στόλο μονάδων, αυτό αποτυπώνεται και στην τιμή της χονδρεμπορικής τιμής.  Οι διασυνοριακές μας διασυνδέσεις έχουν περιορισμένη μεταφορική ικανότητα, περιορίζοντας την προοπτική σύγκλισης των τιμών με φθηνότερες αγορές όπως π.χ. της Βουλγαρίας. Και υπάρχουν και τα ΑΠΕ, όπου θα μπορούσαμε να έχουμε επιτύχει πολύ μεγαλύτερη διείσδυση σύμφωνα με το δυναμικό που έχουμε στην Ελλάδα. Θα έπρεπε όμως να έχουν προχωρήσουν και άλλα μέτρα όπως η αποθήκευση ενέργειας, η αντιστάθμιση (με έργα όπως ο σταθμός αντλησιοταμίευσης της Αμφιλοχίας που θα δώσει τη δυνατότητα να μεταφέρεται η παραγωγή εκεί που είναι πιο απαραίτητη) και η ενίσχυση των δικτύων. Αυτά έπρεπε να συμβαδίζουν με τις ΑΠΕ, αλλά αυτό δεν συνέβη.

Σε επίπεδο μεταρρυθμίσεων, ποιες είναι οι προτεραιότητές σας; Τι θα ζητήσετε από το νέο Υπουργό Ενέργειας;

Μιλώντας με τη διπλή ιδιότητα του παραγωγού και του προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας, αυτό που θέλουμε πρώτα από όλα είναι ρυθμιστική σταθερότητα και εμπιστοσύνη.  Η αγορά ενέργειας θέλει μακροχρόνιες επενδύσεις και σχεδιασμό και προαπαιτούμενο για αυτά είναι η σταθερότητα. Μην ξεχνάμε ότι όλη την προηγούμενη περίοδο είχε ανοίξει η συζήτηση για το πώς θα μεταβληθεί το ευρωπαϊκό μοντέλο για τις αγορές ηλεκτρισμού. Και αναρωτιόταν κανείς : «Σε τι περιβάλλον είμαι σήμερα και πώς θα είναι αυτό μετά από έξι μήνες ;» Αυτό δημιουργεί μια ανασφάλεια που χρειάζεται χρόνια να εξαλειφθεί. Άρα το βασικό ζητούμενο είναι να αποφευχθούν οι αιφνιδιασμοί και οι συχνές τροποποιήσεις του νομοθετικού/ρυθμιστικού πλαισίου. Το δεύτερο είναι η επιβεβαίωση ότι παραμένουμε προσηλωμένοι στο ευρωπαϊκό μοντέλο των ενιαίων χονδρεμπορικών αγορών ηλεκτρισμού, με ό,τι βελτιώσεις χρειαστεί. Και το τελευταίο και ενδεχομένως το πιο σημαντικό για τους ηλεκτροπαραγωγούς είναι να συμπληρωθεί ο σχεδιασμός της αγοράς με μηχανισμούς  αμοιβής ισχύος ή ευελιξίας.

Πώς αξιολογείτε τις σχετικές προτάσεις της Κομισιόν για τους μηχανισμούς αυτούς που εμπεριέχονται στο ευρύτερο σχέδιο αλλαγών στην αρχιτεκτονική των αγορών ;

Η πρόταση της Επιτροπής είναι προβληματική για εμάς και ευρύτερα για τους Ευρωπαίους ηλεκτροπαραγωγούς. Στον μηχανισμό αποζημίωσης διαθέσιμης ισχύος δεν προτείνονται περιορισμοί, εκεί όμως υπάρχει το εγγενές πρόβλημα ότι αυτό αποτελεί στοιχείο της αγοράς και όχι κρατική ενίσχυση ή επιδότηση, όπως τα αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με αποτέλεσμα η διαδικασία έγκρισης να είναι πολύ δύσκολη και χρονοβόρα. Οι μηχανισμοί αποζημίωσης ευελιξίας με τα σημερινά δεδομένα περιορίζονται στην αποθήκευση και στην απόκριση ζήτησης (demand response). κάτι απολύτως εσφαλμένο. Και τούτο διότι έχουμε μια κατάσταση στην τρέχουσα δεκαετία που δεν θα έχουμε φθηνή αποθήκευση, ούτε ανάπτυξή της σε αξιόλογα μεγέθη. Η απόκριση στη ζήτηση σε μια αγορά που δεν έχει έξυπνους μετρητές, μπορεί να έχει κάποια συνεισφορά, όχι όμως αξιόλογη. Αντιθέτως, είναι σαφές ότι κατά την τρέχουσα δεκαετία η ευελιξία στην αγορά ηλεκτρισμού θα παρέχεται από τις υδροηλεκτρικές μονάδες και τις μονάδες φυσικού αερίου, εντούτοις δεν τους αναγνωρίζεται η ανάγκη που έχουν για έσοδα. Η διείσδυση των ΑΠΕ μειώνει κατά πολύ τις ώρες λειτουργίας και τα περιθώρια των ευέλικτων μονάδων φυσικού αερίου, οι οποίες ωστόσο είναι απολύτως αναγκαίες για την ευστάθεια και την ομαλή λειτουργία του Συστήματος. Δεν μπορεί να μην αναγνωρίζεται, τουλάχιστον για αυτή την μεταβατική περίοδο, ότι πρέπει να αμειφθεί η ευελιξία. Αν αυτό δεν συμβεί, θα έχουμε το φαινόμενο της πρόωρης απόσυρσης μονάδων φυσικού αερίου.

Επομένως τι προτείνετε ως ηλεκτροπαραγωγοί σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο;

Προτείνουμε οι μηχανισμοί αποζημίωσης ευελιξίας να είναι τεχνολογικά ουδέτεροι και να εκτείνονται σε όσες τεχνολογίες μπορούν να δώσουν fast ramping, γρήγορη απόκριση. Δεν είμαστε εναντίον της ενεργειακής μετάβασης, αλλά δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ο ρόλος του φυσικού αερίου. Από πλευράς Ευρωπαϊκής Ένωσης υπάρχει μια εμμονή, μια απόσταση από τον ρεαλισμό σε σχέση με το τι πρέπει να γίνει κατά τη διάρκεια της μετάβασης.  Αν δεν αλλάξει ο σχεδιασμός της Κομισιόν, οι μονάδες φυσικού αερίου θα λειτουργούν λίγες ώρες και θα αντιμετωπίζουν πρόβλημα στην κερδοφορία τους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις σχετικές επενδυτικές αποφάσεις.

Πώς κρίνετε τις παραδοχές του σχεδίου του αναθεωρημένου για το φυσικό αέριο;

Η δική μας ανάγνωση για το ελληνικό ΕΣΕΚ είναι ότι ο ρόλος του φυσικού αερίου διατηρείται για την ευελιξία και την ασφάλεια εφοδιασμού του Συστήματος, με μειωμένες ώρες λειτουργίας των μονάδων. Θα πρέπει όμως να αντιμετωπιστεί το θέμα των μειωμένων ωρών λειτουργίας και της μειωμένης κερδοφορίας, άρα χρειάζεται συμπληρωματικό εργαλείο η αγορά. Είναι κατά την άποψή μου το πλέον επείγον θέμα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η νέα κυβέρνηση.

Πιστεύετε ότι πρέπει να αλλάξει το «μείγμα» των μέτρων για την ασφάλεια εφοδιασμού τον επόμενο χειμώνα με δεδομένο ότι η κρίση έχει αμβλυνθεί και τα προηγούμενα μέτρα αποδείχθηκαν ιδιαίτερα δαπανηρά;

Ήδη από την περίοδο του σχεδιασμού των μέτρων θωράκισης της ασφάλειας εφοδιασμού για τον χειμώνα 2022-2023, εμείς είχαμε υποστηρίξει ότι συνεπάγονταν μεγάλα κόστη. Με τις εισόδους που έχουμε για το LNG, με το Τέρμιναλ της Ρεβυθούσας, με τον ΤΑΡ, ήμασταν διασφαλισμένοι ως προς την επάρκεια σε εθνικό επίπεδο. Όμως τέθηκε το θέμα της αλληλεγγύης στους Ευρωπαίους εταίρους μας και ως εκ τούτου υποχρεωθήκαμε σε λήψη πολύ δαπανηρών μέτρων για την ασφάλεια εφοδιασμού  της ευρύτερης περιφερειακής αγοράς. Το κόστος ήταν υψηλό όταν η υποχρέωση αποθήκευσης φυσικού αερίου ήταν 1,3 Τεραβατώρες. Το να υπάρχει αυτή τη στιγμή συζήτηση -έστω και θεωρητική- για 7,5 Τεραβατώρες, καταλαβαίνουμε ότι κάτι τέτοιο ούτε τεχνικά δεν μπορεί να υλοποιηθεί για τέτοια μεγέθη και θα φέρει και πολλαπλάσιο κόστος στο Σύστημα. Η εθνική πολιτική στο θέμα αυτό θα πρέπει να υπερασπιστεί τους Έλληνες καταναλωτές και θα πρέπει να εξαντλήσουμε όλα τα περιθώρια για να ελαχιστοποιήσουμε την επιβάρυνση από παρόμοια μέτρα τους επόμενους μήνες.