Skip to main content

Μακράς διαρκείας η ακρίβεια στα τρόφιμα

REUTERS/Stephane Mahe/File Photo

Υψηλό πληθωρισμό μέχρι και το 2024 βλέπει η αγορά, λόγω πολέμου, κλιματικής κρίσης και ενεργειακού κόστους

Τουλάχιστον για δύο χρόνια αναμένεται να διατηρηθεί υψηλός ο πληθωρισμός στο ράφι του σούπερ μάρκετ.

Παρά τις προσδοκίες της κυβέρνησης ότι σύντομα αναμένεται ο δείκτης καταναλωτή τροφίμων να εμφανίσει υποχωρητικές τάσεις, τα «μηνύματα» από την αγορά των βασικών καταναλωτικών αγαθών και τη λιανική, δυστυχώς, δεν επιβεβαιώνουν ανάλογη τάση. Τουναντίον τα δεδομένα πάνω στα οποία στηρίζεται η αγορά υποδεικνύουν ότι η τάση στον κλαδικό πληθωρισμό θα παραμείνει ανοδική και το 2024.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία που σε λίγες μέρες συμπληρώνει έναν χρόνο, η κλιματική κρίση που είναι άμεσα συνυφασμένη με την επισιτιστική κρίση, η ευμετάβλητη πορεία στις τιμές ενέργειας, αλλά και τα «ολιγοπώλια» σε ορισμένες δεύτερες ύλες παραγωγής είναι ένα εκρηκτικό κοκτέιλ που δυναμιτίζει τόσο τον πρωτογενή όσο και τον δευτερογενή τομέα της μεταποίησης. Οι παράγοντες αυτοί καθορίζουν την πορεία όχι μονάχα της φετινής χρονιάς αλλά και της επόμενης, καθώς τα συμβόλαια που θα κλειδώσει η βιομηχανία φέτος για την εξασφάλιση πρώτων και δεύτερων υλών δείχνουν νέες ανατιμήσεις στις τελικές τιμές.

Ο ρόλος των εισαγωγών

Στην εγχώρια αγορά, η πραγματικότητα είναι ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των προϊόντων που φιγουράρουν στα ράφια αφορά εισαγόμενα είδη.

Οι εκτιμήσεις των αναλυτών τοποθετούν το μερίδιο των εισαγόμενων προϊόντων στο 70%-75%, γεγονός που υποδεικνύει ότι το γαϊτανάκι των ανατιμήσεων το «σέρνουν» κατά μεγάλο βαθμό τα πολυεθνικά σήματα.

Ήδη ισχυρές εταιρείες, όπως Nestle, Unilever, Carlsberg, Procter and Gamble, Coca Cola, Heineken κτλ., έχουν γνωστοποιήσει ότι θα προχωρήσουν σε νέες αυξήσεις τιμών, οι οποίες κυμαίνονται σε ένα εύρος από 8% έως 12% πάνω στις ήδη επιβαρυμένες τιμές που κληροδότησε το 2022 στους τιμοκαταλόγους.

Τα πρόσφατα στοιχεία που δημοσιοποίησε η Ελληνική Στατιστική Αρχή υποδεικνύουν ότι τον Ιανουάριο ο πληθωρισμός στα τρόφιμα κατέγραψε για 20ό συνεχόμενο μήνα αύξηση, αγγίζοντας το 15,4%. Στον πρώτο μήνα του 2023 οι τιμές «κουβαλούσαν» τις αυξήσεις που καταγράφηκαν στα τιμολόγια χονδρικής τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο. Οι νέες αυξήσεις που προγραμματίζουν οι εταιρείες δεν έχουν φανεί ακόμα στα ράφια.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία για τους ισχυρούς πολυεθνικούς ομίλους μεταφράζεται μεταξύ άλλων και στο κλείσιμο δύο αγορών, με τη ρωσική να αφορά πάνω από 140 εκατομμύρια καταναλωτές.

Αυτό σημαίνει πως ακόμα και να υπάρξει αποκλιμάκωση στα βασικά λειτουργικά κόστη όπως το ενεργειακό, οι ισχυρές βιομηχανίες θα πρέπει να βρουν τον τρόπο να αντισταθμίσουν τον χαμένο τζίρο των δύο εμπόλεμων αγορών. Αυτή η «άσκηση» είναι ιδιαίτερα δύσκολη εάν συνυπολογιστεί ότι στη διετία 2020-2021 οι τζίροι στις κατηγορίες των βασικών καταναλωτικών προϊόντων εκτοξεύθηκαν λόγω της πανδημίας και των lockdowns που είχαν βάλει «λουκέτο» σε όλες τις άλλες δραστηριότητες λιανικής και κυρίως στον κλάδο του HoReCa.

Επίσης και η επίπτωση του Brexit στη βρετανική αγορά είναι ένας εξίσου σημαντικός παράγοντας.

Μπορεί να μην έχει διακοπεί η παρουσία των ισχυρών αλλά και εγχώριων σημάτων στα βρετανικά ράφια, ωστόσο η πρόσβαση στην αγορά των 65 εκατομμυρίων καταναλωτών γίνεται με μεγάλη δυσκολία και επιβαρυμένα κόστη μεταφοράς. Το σκηνικό πολιτικής αναταραχής, ελλείψεων εργατικού δυναμικού, εργατικών κινητοποιήσεων, υψηλότερων πληθωριστικών πιέσεων και αδύναμων καταναλωτικών προοπτικών που επικρατεί στη Βρετανία ενδυναμώνει τα «σύννεφα» της ύφεσης στη χώρα, γεγονός που επηρεάζει αναπόφευκτα την αγορά των βασικών καταναλωτικών αγαθών.

Την ίδια ώρα, το ενεργειακό κόστος παραμένει ιδιαίτερα υψηλό για τον παραγωγικό κόσμο, επηρεάζοντας ακόμα περισσότερο τις εγχώριες  βιομηχανίες.

Εξίσου σημαντικός παράγοντας, που επηρεάζει την πορεία του κόστους παραγωγής της βιομηχανίας και κατ’ επέκταση το κόστος στο καλάθι του νοικοκυριού, είναι τα ολιγοπώλια ή και μονοπώλια σε κάποιες περιπτώσεις δεύτερων-πρώτων υλών, όπως κάποια υλικά συσκευασίας, παλέτες μεταφορών κτλ. Εδώ, σύμφωνα με εκπροσώπους της βιομηχανίας, η μεταποίηση είναι «εγκλωβισμένη» σε αυξημένα κοστολόγια.

Ο ανταγωνισμός στην αγορά των βασικών καταναλωτικών ειδών έχει γίνει πάρα πολύ έντονος, ωστόσο, έχοντας συμπληρώσει ήδη έναν χρόνο υψηλού πληθωρισμού σε διεθνές επίπεδο, δεν υπάρχουν περιθώρια ευελιξίας στους δείκτες κερδοφορίας της βιομηχανίας.

Οι εταιρείες τροφίμων θυσιάζουν κέρδη από τον Σεπτέμβριο του 2021, όταν ξεκίνησε το ράλι αυξήσεων σε τιμές πρώτων υλών αγροτικών προϊόντων.

Πρωτογενής τομέας

Ούτε στον πρωτογενή τομέα η εικόνα δείχνει σημάδια βελτίωσης. Οι πρώτες εκτιμήσεις των αναλυτών αναφέρουν ότι το 2023 θα είναι ένα ακόμη έτος προκλήσεων για τον αγροδιατροφικό τομέα, καθώς πέρα από τον αυξημένο γεωπολιτικό κίνδυνο που υπάρχει, η επανεκκίνηση της κινεζικής οικονομίας, η συνέχιση της αναταραχής στις αγορές λιπασμάτων, οι καιρικές συνθήκες και μια πιθανή υποχώρηση του δολαρίου αναμένεται να ενισχύσουν τις τιμές.

Επίσης, καθοριστικός είναι φέτος -και ενδεχομένως για τα επόμενα χρόνιαο «λόγος» αποθέματα/κατανάλωση, καθώς, σύμφωνα με εκτιμήσεις των αναλυτών, στις περισσότερες αγορές, τα αποθέματα βρίσκονται ήδη στα χαμηλά δεκαετίας ή κοντά σε αυτά, αντανακλώντας στενότητα τόσο στις παγκόσμιες εξαγώγιμες ποσότητες όσο και στις παραγόμενες, με την παγκόσμια κατανάλωση να ενισχύεται διαρκώς.

Ήδη για το πρώτο τρίμηνο του 2023 οι εκτιμήσεις των αναλυτών «βλέπουν» μεγάλη την πιθανότητα περαιτέρω ενίσχυσης των τιμών των αγροτικών προϊόντων.