Skip to main content

Η μεγαλύτερη «ψαριά» δεν έφερε ανάπτυξη στις ιχθυοκαλλιέργειες

Από την έντυπη έκδοση

Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected] 

Καλή «ψαριά» αναμένει και φέτος ο κλάδος της εγχώριας ιχθυοκαλλιέργειας, με τις εκτιμήσεις του Συνδέσμου Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών, όπως παρουσιάζονται στην 4η ετήσια έκθεσή του, να αναφέρουν ότι η παραγωγή θα ανέλθει στους 117.000 τόνους, αυξημένη κατά περίπου 4,5% έναντι του 2017. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά την πορεία των εσόδων αναμένεται να καταγραφεί επιβράδυνση καθώς φέτος εντείνεται η καθοδική πορεία των τιμών σε τσιπούρα και λαβράκι.

Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ετήσιας έκθεσης του ΣΕΘ, το 2017 η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού ανήλθε σε 112.000 τόνους αξίας σχεδόν 546 εκατ. ευρώ. Σε σχέση με το 2016 παρατηρείται αύξηση 6,6% ως προς τον όγκο και 0,5% ως προς την αξία πωλήσεων, καθώς η μέση τιμή των δύο ειδών παρουσίασε 6,99% μείωση και ανήλθε στα 4,93 ευρώ το κιλό.

Η τσιπούρα αντιστοιχεί στο 57% του όγκου παραγωγής και το λαβράκι στο 43%. Σε σχέση με το 2016 η παραγωγή τσιπούρας αυξήθηκε κατά 4,4% και του λαβρακιού αυξήθηκε κατά 8,5%. Παρήχθησαν επίσης 3.070 τόνοι νέων ειδών που αντιστοιχούν στο 3% της συνολικής παραγωγής. Για τη φετινή χρονιά εκτιμάται ότι η παραγωγή θα παρουσιάσει αύξηση 4,5% και θα ανέλθει στους 117.000 τόνους τσιπούρας και λαβρακιού. Όσον αφορά την παραγωγή γόνου, τσιπούρας και λαβρακιού, οι φετινές εκτιμήσεις κάνουν λόγο για αύξηση 2,9% και θα παραχθούν συνολικά 460 εκατ. ιχθύδια.

Εξαγωγές

Το 2017 εκτιμάται ότι πωλήθηκαν συνολικά περίπου 91.000 τόνοι τσιπούρας και λαβρακιού, εκ των οποίων το 57,34% ήταν τσιπούρα και το 42,66% λαβράκι, σημειώνοντας αύξηση κατά 10% σε σχέση με το 2016. Κατά την περσινή χρήση οι εξαγωγές ανήλθαν στο 81% της παραγωγής. Όσον αφορά την κατανομή των εξαγωγών, το 98% πωλήθηκε σε χώρες της Ευρώπης και το 2% στη Β. Αμερική και σε τρίτες χώρες. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία του πρώτου εξαμήνου του 2018 η εξαγωγική δραστηριότητα θα παραμείνει στα ίδια επίπεδα.

Τιμές

Οι τιμές το 2017 παρουσίασαν μείωση και για τα δύο είδη, ιδίως το τελευταίο τρίμηνο του έτους. Η μέση τιμή πώλησης της τσιπούρας ανήλθε στα 4,6 ευρώ/κιλό, παρουσιάζοντας μείωση 9,09% σε σχέση με το 2016, ενώ για το λαβράκι η μέση τιμή πώλησης κυμάνθηκε στα 5,24 ευρώ/κιλό μειωμένη κατά 5,24% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η τάση αυτή αναμένεται να ενταθεί το 2018 και στα δύο είδη.

Σχολιάζοντας την πορεία της περσινής χρονιάς ο πρόεδρος του ΣΕΘ Αντ. Χαχλάκης, ανέφερε ότι «ο κλάδος επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά τον εξαγωγικό του χαρακτήρα και τη διεθνή αποδοχή των ποιοτικών και με υψηλή διατροφική αξία προϊόντων», ενώ έκανε ιδιαίτερη μνεία στον έντονο ανταγωνισμό από την Τουρκία επισημαίνοντας ότι «αν και η έκθεση αποτελεί μια καταγραφή των γεγονότων του έτους που πέρασε, το 2018 ο κλάδος έχει δεχθεί πολύ ισχυρές πιέσεις λόγω του αυξανόμενου ανταγωνισμού από τη γείτονα χώρα καθώς η αυξημένη παραγωγή τους, σε συνδυασμό με την υποτίμηση της τουρκικής λίρας έχει δημιουργήσει ένα ασφυκτικό περιβάλλον για ολόκληρο τον ευρωπαϊκό κλάδο της ιχθυοκαλλιέργειας. Παρά τις όποιες πιέσεις ο κλάδος θα διατηρήσει την ανταγωνιστικότητά του και θα παραμείνει πυλώνας ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας».

Προοπτικές

Στο μεταξύ, ο ΣΕΘ προχώρησε σε αναπροσαρμογή των προβλέψεων αναφορικά με τις προοπτικές του κλάδου με ορίζοντα το 2030. Συγκεκριμένα, ενώ το 2012 το όραμα ανάπτυξης του κλάδου προέβλεπε διπλασιασμό της παραγωγής, με τον όγκο να υπολογίζεται σχεδόν στους 230.000 τόνους και την αξία στο 1,2 δισ. ευρώ, όπως επισημαίνεται στην έκθεση, την περίοδο 2012-2016 λόγω της εν εξελίξει διαδικασίας αναδιάρθρωσης των μεγαλύτερων επιχειρήσεων του κλάδου, αλλά και της γενικότερης χρηματοπιστωτικής κρίσης της χώρας, ο κλάδος εφάρμοσε μια στρατηγική σταθεροποίησης και βελτιωμένης κερδοφορίας και όχι αύξησης της παραγωγής.

Το αποτέλεσμα αυτής της στρατηγικής ήταν να μειωθεί η παραγωγή τόσο ώστε να διατηρηθεί η αξία πωλήσεων σε επίπεδα κερδοφορίας. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη επικαιροποίηση, εκτιμάται πως ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης μέχρι το 2030 θα είναι στο 4% και η παραγωγή θα κυμανθεί στους 150.000 τόνους.