Skip to main content

Αδιέξοδη η ακολουθούμενη ενεργειακή πολιτική

Στερείται λογικής το γεγονός ότι οι επιδοτήσεις που δίδονται στις βιομηχανίες έντασης ενέργειας είναι ίδιες με αυτές που δίδονται σε όλους τους καταναλωτές της Μέσης και Υψηλής Τάσης

Του Αντώνη Κοντολέοντος
Πρόεδρος του Δ.Σ. της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ)

Η παρατεταμένη ενεργειακή κρίση πλήττει κυρίως τις βιομηχανίες έντασης ενέργειας της χώρας, σε βαθμό που πλέον απειλείται όχι μόνο η ανταγωνιστικότητά τους αλλά και η ίδια η βιωσιμότητά τους, βασικά λόγω της συνεχιζόμενης αδιέξοδης ενεργειακής πολιτικής που ακολουθείται.

Στερείται λογικής το γεγονός ότι οι επιδοτήσεις που δίδονται στις βιομηχανίες έντασης ενέργειας είναι ίδιες με αυτές που δίδονται σε όλους τους καταναλωτές της Μέσης και Υψηλής Τάσης, ανεξάρτητα εάν αφορούν ένα σούπερ μάρκετ ή μία χαλυβουργία. Και τούτο παρά το γεγονός ότι το υφιστάμενο ευρωπαϊκό πλαίσιο κρατικών ενισχύσεων (Προσωρινό Πλαίσιο Κρίσης Temporary Crisis Framework) δίνει τη δυνατότητα σε κάθε κράτος-μέλος μιας γρήγορης και εύκολης έγκρισης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μιας ξέχωρης ενίσχυσης, επιπλέον αυτής που δίνεται οριζόντια σε όλους, για έναν συγκεκριμένο κλάδο, όπως είναι οι επιλέξιμες βιομηχανίες έντασης ενέργειας.

Δυνατότητα που όμως επιλέχθηκε να χρησιμοποιηθεί πρόσφατα στη χώρα μας για να δοθεί επιπλέον επιδότηση 85 εκατ. ευρώ για το 2022 στη συμπαθή ομάδα των αρτοποιών και των αγροτών. Είναι προφανές ότι ένα αντίστοιχο ποσό επιδότησης ειδικά για τις βιομηχανίες θα ήταν αρκετό να μετριάσει τις αρνητικές επιπτώσεις από την αύξηση των τιμών ρεύματος. Κάτι που όμως αρνούνται οι αρμόδιοι, επικαλούμενοι οικονομική αδυναμία εύρεσης 85 εκατ. ευρώ ετησίως για τη στήριξη της βιομηχανίας!

Επιπλέον επισημαίνουμε ότι οι επιδοτήσεις ανακοινώνονται ανά μήνα χωρίς να έχει τεθεί κάποια μέγιστη τιμή-στόχος επιβάρυνσης των βιομηχανιών, βάσει της οποίας να αναπροσαρμόζεται το ύψος της επιδότησης, όπως έχουν ήδη εξαγγείλει και εφαρμόζουν πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων ακόμη και η γειτονική Βουλγαρία. Έτσι, οι βιομηχανίες έντασης ενέργειας δεν έχουν ούτε καν τη δυνατότητα πρόβλεψης των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας ακόμη και σε βραχυπρόθεσμη βάση, αδυνατώντας να διαμορφώσουν μια ορθή στρατηγική πωλήσεων των προϊόντων τους. Με απλά λόγια, η βιομηχανία πορεύεται «στο άγνωστο χωρίς πυξίδα, με βάρκα την ελπίδα».

Την ίδια στιγμή μετά την κατάργηση της ρήτρας αναπροσαρμογής δόθηκε η δυνατότητα στους προμηθευτές να καθορίζουν κατά βούληση χωρίς τον παραμικρό έλεγχο τα τιμολόγιά τους στη Χαμηλή Τάση σε υπερβολικά υψηλές τιμές. Και αυτό παρά το γεγονός ότι οι τιμές στις οποίες οι προμηθευτές προμηθεύονται τελικά την ενέργεια από την αγορά είναι 60% χαμηλότερες των προβλέψεών τους. Αποτέλεσμα είναι να δημιουργούνται το τελευταίο πεντάμηνο (Σεπτέμβριος 2022 Ιανουάριος 2023) υπερβολικά υψηλά κέρδη για τους προμηθευτές, που ξεπερνούν τα 2,5 δισ. ευρώ, πολύ υψηλότερα από αυτά που αποκτούσαν ως παραγωγοί όταν εφαρμοζόταν η ρήτρα αναπροσαρμογής. Απομένει να δούμε πόσα από αυτά θα ανακτηθούν, εάν ανακτηθούν. Κατά τα άλλα, δεν υπάρχουν χρήματα να ενισχυθούν οι βιομηχανίες της χώρας.

Δυστυχώς, μετά από μια μεγάλη περίοδο θετικών ρυθμών, η βιομηχανική παραγωγή στην Ελλάδα κινείται τους τελευταίους μήνες σε χαμηλότερα επίπεδα από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κινδυνεύει έτσι να χαθεί η θετική δυναμική που κατάφεραν να αποκτήσουν τα τελευταία χρόνια, με σημαντική αύξηση της προστιθέμενης αξίας της μεταποιητικής βιομηχανίας από το 9% στο επίπεδο του 11%.

Γεγονός που αναδεικνύει τη δυναμική που έχει η ελληνική βιομηχανία να αποτελέσει τον πιο σημαντικό παράγοντα αξιόπιστης ανάπτυξης της οικονομίας της χώρας, αρκεί να λαμβάνει την ίδια στήριξη που παρέχουν οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις στις βιομηχανίες τους. Στην παρούσα συγκυρία πρόσθετο λόγο ανησυχίας για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας συνιστά το γεγονός ότι τους τελευταίους μήνες τα κράτη-μέλη ξεδιπλώνουν όλο και περισσότερο αποτελεσματικά μέτρα στήριξης της βιομηχανίας τους για την αντιστάθμιση του υψηλού ενεργειακού κόστους, αξιοποιώντας μεταξύ άλλων και το Ευρωπαϊκό Προσωρινό Πλαίσιο Κρατικών Ενισχύσεων (Temporary Crisis Framework).

Μπροστά στον ορατό πλέον κίνδυνο αποβιομηχάνισης, όλοι οι βιομηχανικοί σύνδεσμοι της χώρας, ενωμένοι όπως ποτέ άλλοτε, εξέπεμψαν σήμα κινδύνου με κοινή επιστολή τους προς τον πρωθυπουργό, με την οποία ζητούν ριζική αλλαγή της ακολουθούμενης βιομηχανικής πολιτικής στον τομέα της ενέργειας.

Ανάμεσα στα κύρια μέτρα που καλείται να πάρει άμεσα η κυβέρνηση ξεχωρίζουμε τη ρύθμιση που θα επιτρέψει τη σύναψη διμερών συμβολαίων των βιομηχανιών με παραγωγούς, τα γνωστά σε όλους μας PPAs (Power Purchase Agreements), τα οποία αποτελούν κεντρικό άξονα της ευρωπαϊκής πολιτικής, καθώς είναι βασικό εργαλείο μείωσης του κόστους ρεύματος για τη βιομηχανία. Μια ρύθμιση, όμως, η οποία δεν πρέπει να περιορίζεται στην εξαίρεση από την επιβολή του πλαφόν στα κέρδη των παραγωγών μόνο των διμερών συμβολαίων με φυσική παράδοση, αλλά να εξαιρεί και τα χρηματοοικονομικά (virtual) διμερή συμβόλαια, αρκεί σε αυτά να είναι πλήρως καθορισμένα τόσο η μονάδα παραγωγής όσο και ο αγοραστής.

Η εξαίρεση μόνο των ΡΡΑs με φυσική παράδοση αποτελεί σημαντικό εμπόδιο για τις μικρές βιομηχανίες να συνάψουν συμφωνίες με παραγωγούς ΑΠΕ, διότι η φυσική παράδοση απαιτεί πάντα τη δυνατότητα ενός καταναλωτή να απορροφά την παραγόμενη ποσότητα ενέργειας τη στιγμή που παράγεται.

Ταυτόχρονα οι καθετοποιημένοι προμηθευτές, με πρώτο τον δεσπόζοντα παίκτη, στη διαδικασία λήψης όρων σύνδεσης στο δίκτυο (κατηγορία Β), που θεσμοθετήθηκε τον περασμένο Αύγουστο, με εσωτερικές συμβάσεις που τους επιτράπηκαν, κατάφεραν ήδη στις πρώτες ημέρες ισχύος του μέτρου να δεσμεύσουν χώρο για έργα που ξεπερνούν το όριο των 1.500 MW.

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω είναι προφανές ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος οι μεγάλοι παίκτες να μονοπωλήσουν και τα πράσινα ΡΡΑs, επεκτείνοντας το μονοπώλιό τους και στην αγορά των ΑΠΕ. Ως εκ τούτου, βάσει των ανωτέρω, εάν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα που να εξασφαλίζουν ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας για τις βιομηχανίες της χώρας, πολλές από αυτές, ατενίζοντας με αβεβαιότητα το 2023, εξετάζουν το ενδεχόμενο περαιτέρω μείωσης της παραγωγής ή και ακόμη αναστολής της λειτουργίας τους.