Skip to main content

Κομισιόν: Κίνδυνοι σε χρυσά διαβατήρια και χρυσές βίζες

Έκθεση σχετικά με τα συστήματα χορήγησης ιθαγένειας και άδειας διαμονής σε επενδυτές που εφαρμόζουν ορισμένα κράτη μέλη της Ε.Ε. υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η έκθεση καταγράφει τις υφιστάμενες πρακτικές και εντοπίζει ορισμένους κινδύνους που συνεπάγονται τα συστήματα αυτά για την Ε.Ε., ιδίως όσον αφορά την ασφάλεια, τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τη φοροδιαφυγή και τη διαφθορά. Η έλλειψη διαφάνειας στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα συστήματα αυτά και η έλλειψη συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών επιτείνει ακόμη περισσότερο τους κινδύνους αυτούς, σύμφωνα με την έκθεση.

Συστήματα χορήγησης ιθαγένειας σε επενδυτές («χρυσά διαβατήρια»)

Όπως εξηγεί η Κομισιόν, στην Ε.Ε. τρία κράτη μέλη (η Βουλγαρία, η Κύπρος και η Μάλτα) εφαρμόζουν σήμερα συστήματα τα οποία χορηγούν σε επενδυτές την ιθαγένεια των εν λόγω χωρών υπό όρους λιγότερο αυστηρούς από τα συνήθη καθεστώτα πολιτογράφησης. Στα τρία αυτά κράτη μέλη, δεν υπάρχει υποχρέωση φυσικής διαμονής για το άτομο, ούτε απαίτηση για άλλη πραγματική σχέση με τη χώρα πριν από την απόκτηση της ιθαγένειας.

Τα συστήματα αυτά αφορούν όλη την Ε.Ε., αφού κάθε πρόσωπο που αποκτά την ιθαγένεια ενός κράτους μέλους αποκτά ταυτόχρονα και την ιθαγένεια της Ένωσης. Η απόφαση ενός κράτους μέλους να χορηγήσει ιθαγένεια σε ανταπόδοση για επενδύσεις παρέχει αυτομάτως δικαιώματα έναντι και των άλλων κρατών μελών, ιδίως το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας και της πρόσβασης στην εσωτερική αγορά της Ε.Ε. για την άσκηση οικονομικών δραστηριοτήτων, καθώς και το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στις ευρωπαϊκές και στις τοπικές εκλογές. Στην πράξη, αυτά τα συστήματα διαφημίζονται συχνά ως μέσο απόκτησης της ιθαγένειας της Ένωσης, μαζί με όλα τα δικαιώματα και τα προνόμια που συνδέονται με αυτή.

Η έκθεση της Επιτροπής εντόπισε τα ακόλουθα προβληματικά σημεία: 

· Ασφάλεια: οι έλεγχοι που πραγματοποιούνται στους αιτούντες δεν είναι αρκετά αυστηροί, ενώ τα κεντρικά συστήματα πληροφοριών της ΕΕ, όπως το σύστημα πληροφοριών Σένγκεν (SIS), δεν χρησιμοποιούνται όσο συστηματικά θα έπρεπε·

· Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες: απαιτούνται καλύτεροι έλεγχοι («δέουσας επιμέλειας») ώστε να εξασφαλίζεται ότι δεν καταστρατηγούνται οι κανόνες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες·

· Φοροδιαφυγή: η παρακολούθηση και η υποβολή εκθέσεων είναι αναγκαίες για να εξασφαλιστεί ότι δεν υπάρχουν άτομα τα οποία εκμεταλλεύονται τα συστήματα αυτά για να επωφεληθούν από ευνοϊκότερους φορολογικούς κανόνες·

· Διαφάνεια και πληροφόρηση: Η έκθεση διαπιστώνει έλλειψη σαφούς πληροφόρησης σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας των συστημάτων, μεταξύ άλλων όσον αφορά τον αριθμό των αιτήσεων που κατατίθενται, που γίνονται δεκτές ή απορρίπτονται και όσον αφορά την προέλευση των αιτούντων. Επιπλέον, τα κράτη μέλη δεν ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με τα άτομα που υποβάλλουν αίτηση για να ενταχθούν σε τέτοιου είδους συστήματα, ούτε ενημερώνουν το ένα το άλλο σχετικά με τις αιτήσεις που απορρίπτουν.

Συστήματα χορήγησης άδειας διαμονής σε επενδυτές («χρυσές θεωρήσεις»)

Η Κομισιόν προειδοποιεί πως τα συστήματα χορήγησης άδειας διαμονής σε επενδυτές, ενώ διαφέρουν από τα συστήματα χορήγησης ιθαγένειας όσον αφορά τα δικαιώματα που χορηγούν, ενέχουν εξίσου σοβαρούς κινδύνους για την ασφάλεια των κρατών μελών και της Ε.Ε. στο σύνολό της. Μια έγκυρη άδεια διαμονής παρέχει σε υπήκοο τρίτης χώρας το δικαίωμα να διαμένει στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, αλλά και να ταξιδεύει ελεύθερα στον χώρο Σένγκεν. Αν και το δίκαιο της Ε.Ε. ρυθμίζει τις προϋποθέσεις εισόδου για ορισμένες κατηγορίες υπηκόων τρίτων χωρών, η χορήγηση αδειών διαμονής σε επενδυτές δεν ρυθμίζεται επί του παρόντος σε επίπεδο ΕΕ και εξακολουθεί να αποτελεί εθνική αρμοδιότητα.

Σήμερα, 20 κράτη μέλη εφαρμόζουν τέτοιου είδους συστήματα: η Βουλγαρία, η Τσεχία, η Εσθονία, η Ιρλανδία, η Ελλάδα, η Ισπανία, η Γαλλία, η Κροατία, η Ιταλία, η Κύπρος, η Λετονία, η Λιθουανία, το Λουξεμβούργο, η Μάλτα, οι Κάτω Χώρες, η Πολωνία, η Πορτογαλία, η Ρουμανία, η Σλοβακία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Η έκθεση της Επιτροπής εντόπισε τα ακόλουθα προβληματικά σημεία:

· Έλεγχοι ασφάλειας: Σύμφωνα με τη νομοθεσία της ΕΕ, υπάρχουν ορισμένες υποχρεώσεις σχετικά με τον έλεγχο ασφάλειας που πρέπει να πραγματοποιείται πριν από την έκδοση θεώρησης ή άδειας διαμονής σε ξένους επενδυτές. Ωστόσο, δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με την πρακτική εφαρμογή και τη διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη προσεγγίζουν τα θέματα ασφάλειας·

· Απαίτηση φυσικής διαμονής: Οι άδειες διαμονής που αποκτώνται λόγω επενδύσεων και οι οποίες απαιτούν ελάχιστη ή και καθόλου φυσική διαμονή του επενδυτή στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, θα μπορούσαν να έχουν αντίκτυπο στα δικαιώματα που συνδέονται με το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος στην ΕΕ και στην άσκησή τους, και θα μπορούσαν ακόμη και να αποτελέσουν μια σύντομη οδό για την απόκτηση της εθνικής ιθαγένειας και κατά συνέπεια της ιθαγένειας της ΕΕ·

· Έλλειψη διαφάνειας: Η έκθεση τονίζει την έλλειψη διαφάνειας και εποπτείας στα συστήματα αυτά, ιδίως όσον αφορά την παρακολούθηση και την απουσία στατιστικών στοιχείων σχετικά με τον αριθμό των ατόμων που λαμβάνουν άδεια διαμονής μέσω ενός τέτοιου συστήματος.

Ο κ. Δημήτρης Αβραμόπουλος, Eπίτροπος Μετανάστευσης, Εσωτερικών Υποθέσεων και Ιθαγένειας, δήλωσε σχετικά: «Η νόμιμη διαμονή στην Ε.Ε. και στον χώρο Σένγκεν συνοδεύεται από δικαιώματα και προνόμια στα οποία δεν πρέπει να γίνεται κατάχρηση. Τα κράτη μέλη πρέπει ανά πάσα στιγμή να τηρούν και να εφαρμόζουν πλήρως τους υφιστάμενους υποχρεωτικούς ελέγχους και τις ισορροπίες, και τα εθνικά συστήματα χορήγησης άδειας διαμονής σε επενδυτές δεν θα πρέπει να εξαιρούνται. Το έργο που έχουμε επιτελέσει από κοινού τα τελευταία χρόνια όσον αφορά την αύξηση της ασφάλειας, την ενίσχυση των συνόρων μας και την κάλυψη των κενών πληροφόρησης δεν θα πρέπει να διακυβευτεί. Θα παρακολουθούμε την πλήρη συμμόρφωση με το δίκαιο της Ε.Ε.»

Η κ. Βιέρα Γιούροβα, Eπίτροπος Δικαιοσύνης, Καταναλωτών και Ισότητας των Φύλων, δήλωσε τα εξής: «Η απόκτηση της ιθαγένειας ενός κράτους μέλους σημαίνει και την απόκτηση της ιθαγένειας της Ε.Ε. με όλα τα δικαιώματα τα οποία αυτή συνεπάγεται, συμπεριλαμβανομένης της ελεύθερης κυκλοφορίας και της πρόσβασης στην εσωτερική αγορά. Όποιος ή όποια αποκτά την ιθαγένεια της ΕΕ πρέπει να έχει πραγματική σχέση με το συγκεκριμένο κράτος μέλος. Θέλουμε μεγαλύτερη διαφάνεια όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο χορηγούνται οι ιθαγένειες και περισσότερη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών. Στην ΕΕ δεν θα πρέπει να υπάρχει κανένας αδύναμος κρίκος, όπου οι άνθρωποι θα μπορούν να διαλέγουν το πιο επιεικές σύστημα».