Skip to main content

Ποιος εξαιρεί την Ελλάδα από το ευρωκοινωνικό κεκτημένο;

Από την έντυπη έκδοση 

Του Χρήστου Α. ΙωάννουΟικονομολόγος

Η Κοινωνική Σύνοδος Κορυφής του Γκέτεμποργκ για καλές θέσεις εργασίας και ανάπτυξη (17/11/2017), όπου συζητήθηκε και ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Πυλώνας της Ε.Ε. και της ΟΝΕ είναι μια ενδιαφέρουσα υπόθεση, αλλά με την ευρύτερη ουσία αυτής θα ασχοληθούμε άλλη φορά. Γιατί στον προθάλαμο και στο περιθώριο αυτής ο Έλλην πρωθυπουργός επανέφερε το γνωστό ελληνικό μοιρολόι περί επιστροφής των συλλογικών συμβάσεων και αναφέρθηκε στην υπεράσπιση του ευρωπαϊκού κοινωνικού κεκτημένου.  

Πρόκειται για μια ακόμη κραυγαλέα περίπτωση του «αντιλαμβάνομαι και παρουσιάζω τον κόσμο ανάποδα». Γιατί στο ερώτημα «ποιος εξαιρεί την Ελλάδα από την εφαρμογή του ευρωπαϊκού κοινωνικού κεκτημένου στον τομέα των συλλογικών διαπραγματεύσεων» η απάντηση είναι «αυτός ο ίδιος που εμφανίζεται ως υπερασπιστής και υποστηρικτής  της τήρησής του». Εν προκειμένω, η ελληνική  κυβέρνηση με τις νομοθετικές επιλογές της.

Ας εξηγηθούμε: Πού εμπεριέχεται και πού συνοψίζεται το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Κεκτημένο; Στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στον Αναθεωρημένο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη, όπου περιλαμβάνονται και τα σχετικά με το κοινωνικό κεκτημένο για τις  ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις.   

Τι έκανε η ελληνική κυβέρνηση και η κυβερνητική πλειοψηφία στη Βουλή των Ελλήνων κατά την επικύρωση του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη; Εξαίρεσε ρητά την Ελλάδα από την εφαρμογή του για τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις. 

Κατά τη νομοθετική Κύρωση του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη που είχε υιοθετηθεί στις 3 Μαΐου 1996 και κυρώθηκε στην Ελλάδα το  2016 (Ν. 4359/2016) ορίστηκε ρητά ότι οι διατάξεις του άρθρου 6 (που αφορά τα δικαιώματα στις συλλογικές διαπραγματεύσεις) παρ. 3 (που αφορά την υποχρέωση «να προωθείται η δημιουργία και η χρήση κατάλληλων μηχανισμών συμβιβασμού και εθελοντικής διαιτησίας για τη διευθέτηση των εργασιακών διαφορών», υπογράμμιση δική μας) δεν δεσμεύουν τη χώρα. 

Σημειωτέον ότι η ρύθμιση από την οποία αποφάσισε και νομοθέτησε να εξαιρεθεί η Ελλάδα ήταν προϊόν εμπλουτισμού του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη (εξ ου και η αναθεώρησή του) με τα ισχύοντα στις Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας για τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις. 

Γιατί προχώρησε σε αυτήν τη, μοναδική για χώρα της Ε.Ε., εξαίρεση η Ελλάδα; Αιτία είναι η επιλογή διατήρησης ενός συστήματος υποχρεωτικής διαιτησίας στις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Έως ότου λάβει χώρα αυτή η νομοθετική εξαίρεση μπορούσε να υπάρχει ερμηνευτική διχογνωμία για το εάν στην Ελλάδα εφαρμόζεται σύστημα ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων ή υποχρεωτικής διαιτησίας. 

Μέχρι αυτήν την εξαίρεση υπήρχε περιθώριο για ισχυρισμούς ότι στην Ελλάδα η διαιτησία έχει ρόλο επικουρικό και δεν είναι υποχρεωτική. Όμως μετά τη ρητή εξαίρεση από το άρθρο 6 παρ. 3 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη δεν υπάρχει πλέον αμφιβολία ότι η Ελλάδα διαθέτει ένα σύστημα υποχρεωτικής διαιτησίας. 

Υποχρεωτική διαιτησία η οποία ωστόσο δεν είναι συμβατή ούτε με το ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο, από το οποίο η Ελλάδα αυτοεξαιρέθηκε, ούτε με τις   Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας για τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις, όπως έχει κρίνει κατ’ επανάληψη η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ), και γενικώς και ειδικώς για την Ελλάδα. Τα αρμόδια όργανα της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας έχουν κρίνει ότι η υποχρεωτική διαιτησία είναι αντίθετη προς τις Διεθνείς Συμβάσεις 98 και 154 της ΔΟΕ. Ειδικά για την ελληνική υποχρεωτική διαιτησία, τα ίδια όργανα έχουν κρίνει ότι είναι αντίθετη προς την ελευθερία των συλλογικών διαπραγματεύσεων. 

Το 1990 με τον Ν. 1876 έγινε μια προσπάθεια η  Ελλάδα να αποκολληθεί από το σύστημα  υποχρεωτικής διαιτησίας. Που είχε τις υποδομές του στη μετεμφυλιακή Ελλάδα του 1950 και τις ρίζες του  στο εργασιακό καθεστώς της 4ης Αυγούστου και προγενέστερα στην κρατική ρύθμιση των εργασιακών συγκρούσεων «στην εποχή του Πάγκαλου (που) ήταν μακριές οι φούστες».    
Παρά τις αγαθές προθέσεις του 1990 ο τρόπος  εφαρμογής των ρυθμίσεων του Ν. 1876/1990 όπως αρχικά είχε ψηφιστεί, είχε οδηγηθεί σε μεγάλο βαθμό και εκ των πραγμάτων σε ένα σύστημα υποχρεωτικής διαιτησίας, λειτουργικό ισοδύναμο του προγενεστέρου συστήματος.  

Η υποχρεωτική διαιτησία επανήλθε με τις τελευταίες ρυθμίσεις του 2014 για τη διαιτησία στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, και η αυτοεξαίρεση της χώρας από τις προβλέψεις του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, έγινε για να συντηρηθεί ένα καθεστώς υποχρεωτικής διαιτησίας το οποίο δεν είναι συμβατό ούτε με το ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο ούτε με τις Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας, ούτε βεβαίως με την αναγκαία νέα στρατηγική απασχόλησης και εργασιακών σχέσεων για τη στήριξη ενός νέου και παραγωγικού προτύπου στην Ελλάδα.  

Παρ’ όλα αυτά ο Έλλην πρωθυπουργός δημαγωγεί (και μοιρολογεί και) διεθνώς για «επιστροφή των συλλογικών συμβάσεων εργασίας» και «εφαρμογή του ευρωπαϊκού κοινωνικού κεκτημένου».