Skip to main content

Γράμμα σ’ έναν φίλο Βρετανό

Από την έντυπη έκδοση

Του Δημήτρη Η. Χατζηδημητρίου
[email protected]

Εάν ζούσε ο Αλμπέρ Καμί, ίσως να έγραφε σήμερα μερικά «γράμματα σ’ έναν φίλο Βρετανό», όπως ακριβώς έκανε σε μια αιμάσσουσα Ευρώπη, απευθυνόμενος «σ’ έναν φίλο Γερμανό». Πιθανότατα να επέλεγε να απευθυνθεί «στον φίλο Βρετανό», με τον ίδιον τρόπο: «Μου λέγατε: “Το μεγαλείο της χώρας μου είναι ανεκτίμητο. Οτιδήποτε το πραγματώνει είναι καλό. Και σε έναν κόσμο όπου πλέον τίποτε δεν έχει νόημα, όσοι έχουν την τύχη, όπως εμείς οι νεαροί Βρετανοί (Γερμανοί στο πρωτότυπο), να βρουν ένα νόημα στο μέλλον του έθνους τους, οφείλουν να θυσιάσουν σ’ αυτό τα πάντα”».

Και θα συνέχιζε, ίσως, ο Καμί: «…θα ήθελα να μπορώ να αγαπώ τη χώρα μου αγαπώντας παράλληλα και τη δικαιοσύνη. Δεν επιζητώ γι’ αυτήν ένα οποιοδήποτε μεγαλείο και μάλιστα αν αυτό προέρχεται από το χυμένο αίμα και την ψευτιά».

Και ως Γάλλος διανοούμενος, διαποτισμένος από τα μαθήματα του Καρτέσιου, θα αναγνώριζε πως «για πολύ καιρό είχαμε πιστέψει και οι δυο μας ότι αυτός ο κόσμος δεν έχει ανώτερο λόγο ύπαρξης και πως ήμασταν αδικημένοι. Κατά κάποιο τρόπο, συνεχίζω να το πιστεύω. Αλλά έβγαλα άλλα συμπεράσματα από εκείνα για τα οποία μου μιλούσατε τότε και που εδώ και τόσα χρόνια πασχίζετε να εισαγάγετε στην Ιστορία».

Και ίσως να κατέληγε το γράμμα του: «Και ψηφίσατε (πολεμάτε στο πρωτότυπο) τώρα, παίρνοντας δύναμη από την τυφλή οργή, προσηλωμένοι μάλλον… στις εντυπωσιακές ενέργειες παρά στην τάξη των ιδεών… Εμείς είχαμε ως αφετηρία τη διανόηση και τους ενδοιασμούς της. Απέναντι στην οργή ήμασταν αδύναμοι. Όμως, να που τώρα η παρέκκλιση έφθασε στο τέλος της».

Μοιάζουν τόσο σημερινά όλα αυτά, κι ας έχουν γραφεί πριν από 71 χρόνια, γεγονός που αναδεικνύει τη βαθιά αξία αυτών των γραμμών, τη διαχρονική ισχύ τους και αποκτούν μεγαλύτερη σημασία τώρα που η βρετανική παρέκκλιση φαίνεται ότι έφθασε στο τέλος της.

Η 23η Ιουνίου είναι μια ημέρα ιστορική για την Ευρώπη, η οποία για πρώτη φορά μετά τις Συνθήκες της Ρώμης του 1957 βρίσκεται αντιμέτωπη με την προοπτική της σμίκρυνσής της, καθώς η ενοποιητική διαδικασία, μέσω της ενσωμάτωσης στον κεντρικό κορμό της κρατών και λαών, δέχτηκε ένα σοβαρό πλήγμα με την απόφαση των Βρετανών πολιτών να ζητήσουν να αποχωρήσουν από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Για πρώτη φορά, οι «από κάτω», ο λαός, οι πολίτες, φαίνεται να αμφισβητούν με τέτοια σφοδρότητα τις επιλογές των «από πάνω», των ελίτ που φιλοδόξησαν να δημιουργήσουν μιαν Ευρώπη απαλλαγμένη, οριστικά, από τους εφιάλτες που τη στοιχειώνουν.

Και δεν είναι μόνον οι Βρετανοί που κοινωνούν σε αυτό το κλίμα δυσανεξίας, το οποίο καθημερινά διευρύνεται αγκαλιάζοντας χώρες και λαούς που αποδεδειγμένα κέρδισαν πολλά από τη συμμετοχή τους στο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος απλώς επιβεβαίωσε ότι αυτοί οι δύο κόσμοι δεν συμμερίζονται το ίδιο όραμα.

Η ταυτόχρονη εκδήλωση της οικονομικής και μεταναστευτικής κρίσης, σε συνδυασμό με την ήκιστα επιτυχή αντιμετώπισή τους από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, επέτρεψε να αναπτυχθούν οι εθνικοί εγωισμοί, με φιλοδοξίες υποκατάστασης των κοινών ευρωπαϊκών πολιτικών και παράλληλα να μεγεθυνθούν τα κόμματα των άκρων, που έχουν πολλά εύκολα, μεγάλα λόγια κι εξηγήσεις, οι οποίες ικανοποιούν το θυμικό των πολιτών, αλλά καμία πραγματικά καλή και τελεσφόρα ιδέα για την αντιμετώπιση πολύπλοκων και σύνθετων προβλημάτων. Εδώ και πολλά χρόνια τα καλά νέα, από τις Βρυξέλλες και τις άλλες μεγάλες πρωτεύουσες, σπανίζουν και η είδηση που τα χαράματα ήλθε από το Λονδίνο κάνει τον ευρωπαϊκό ορίζοντα σκοτεινότερο.

Η ευθύνη των ποικιλώνυμων ελίτ είναι αυταπόδεικτη και τεράστια, καθώς στο γκροτέσκο της αναζήτησης της καμπυλότητας των… αγγουριών (κανονισμός 1677/1988), προστέθηκε η βεβαιωμένη ανικανότητα των πολιτικών της Ε.Ε. να απαντήσουν αποτελεσματικά στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης, διασώζοντας το ευρωπαϊκό κεκτημένο, δικαιώνοντας τον Χανς Μάγκνους Έντσενσπεργκερ, που αφόρισε «τους ανήμπορους πολιτικούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης σαν ένα τσούρμο αλαφιασμένες κότες».

Μένει να φανεί, τις επόμενες εβδομάδες και τους επόμενους μήνες, αν μπορούν να ανατάξουν την κατάσταση ή νομοτελειακά η Ευρώπη θα παραδοθεί στα φαντάσματά της.