Skip to main content

Ανάπτυξη με χαρακτηριστικά ύφεσης στο πρώτο τρίμηνο

Από την έντυπη έκδοση

Του Νίκου Ζόνζηλου *
* Ο Νίκος Ζόνζηλος είναι πρώην στέλεχος της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος και πρώην επιστημονικός συνεργάτης του ΙΟΒΕ.  

Σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες εκτιμήσεις που κοινοποίησε η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) στις 4/5/2018, η οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα μετρούμενη με τον πιο περιεκτικό δείκτη δραστηριότητας το ΑΕΠ, σημείωσε σε ετήσια βάση ρυθμό ανόδου 2,3%, επίδοση που αποτελεί την υψηλότερη άνοδο που έχει καταγραφεί από τα μέσα του 2007. Σε τριμηνιαία βάση το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,8% καταγράφοντας το πέμπτο συνεχόμενο τρίμηνο διαρκούς ανόδου. Η εξέλιξη είναι οπωσδήποτε αξιοσημείωτη και χαιρετίστηκε θετικά στον εγχώριο δημόσιο διάλογο. Ο διεθνής Τύπος ήταν γενικά θετικός, παράλληλα όμως εκφράστηκαν και κάποιες επιφυλάξεις.

Τίθεται το ερώτημα: Αποτελεί πράγματι, η σχετικά ισχυρή άνοδος του πρώτου τριμήνου, ένδειξη ότι η ελληνική οικονομία δρομολογήθηκε σε τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης ή είναι απλώς αποτέλεσμα συγκυριακών καταστάσεων που με την πάροδο των ευνοϊκών τους επιδράσεων η οικονομία θα επιστρέψει σε αναιμικούς ρυθμούς. Η απάντηση απαιτεί μια περισσότερο λεπτομερή εξέταση των στατιστικών στοιχείων.

Η κατά 2,3% άνοδος του ΑΕΠ προήλθε από την συμβολή κατά 3,4% του εξωτερικού τομέα και κατά 0,5% της μεταβολής των αποθεμάτων, αντίθετα η εγχώρια ζήτηση (κατανάλωση και επένδυση) συνέβαλε αρνητικά κατά 1,55% (αριθμητικά 2,3= 3,4+0,5-1,55).

Οι εξαγωγές παίξανε καθοριστικό ρόλο στη θετική συμβολή του εξωτερικού τομέα. Κάποιες επιχειρήσεις εκμεταλλευτήκαν το ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον και μπορούν και εξάγουν επιτυχώς. Η εξέλιξη αυτή είναι ιδιαίτερα θετική και πρέπει να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο. Τα πρόσφατα στοιχεία εξαγωγών του Απριλίου δείχνουν ότι προς το παρόν κρατούν καλά. Όμως, η θετική συμβολή του εξωτερικού τομέα οφείλεται και στη μείωση κατά 2,8 των εισαγωγών. Σε αυτή τη μείωση, οι μειωμένες κατά 75% εισαγωγές πλοίων ήταν καθοριστικές. Ωστόσο, το κονδύλι αυτό, είναι εξαιρετικά ευμετάβλητο και εντελώς ανεξάρτητο από την οικονομική πολιτική. Τυχόν μεταβολή του προς άλλη κατεύθυνση, μπορεί να αλλάξει αρκετά την εικόνα. Σημειώνεται ότι οι εισαγωγές εξαιρουμένων των πετρελαίων και πλοίων αυξάνονται κατά 8% (το πρώτο τρίμηνο και τετράμηνο του 2018) παρά την αρνητική εξέλιξη στη εγχώρια ζήτηση ενώ, το εμπορικό ισοζύγιο εκτός πετρελαίων και πλοίων διαρκώς επιδεινώνεται τα τελευταία χρόνια. Και επιπλέον, εξακολουθεί να επιδεινώνεται και τους πρώτους μήνες του 2018. Αυτό πρέπει να μας ανησυχεί ιδιαίτερα.

Είναι φανερό ότι παρά τις προσπάθειες και θυσίες μιας δεκαετίας η στροφή της οικονομίας στα διεθνώς εμπορεύσιμα δεν έγινε, τουλάχιστον σε επαρκή βαθμό. Υποκατάσταση εισαγωγών από εγχωρίως παραγόμενα δεν έχουμε. 

Στέφομαι τώρα στην εγχώρια ζήτηση. Η κατανάλωση υποχώρησε ελαφρά καθοριζόμενη από τη συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος. Η περιορισμένη αύξηση της απασχόλησης δεν μπόρεσε να αντισταθμίσει τη φορολογική πίεση και την επίδραση της αυξημένης μερικής απασχόλησης. 

Το δεύτερο στοιχείο της εγχώριας ζήτησης οι επενδύσεις υποχώρησαν δραματικά πάνω από 10% το πρώτο τρίμηνο. Διατυπώθηκαν κάποια επιχειρήματα που δικαιολογούν εν μέρει την πτώση (αποτελέσματα βάσεως, ο ρόλος των μειωμένων εισαγωγών πλοίων κ.λπ.). Όμως ένα είναι γεγονός, το τρέχον επίπεδο των επενδύσεων είναι εξαιρετικά χαμηλό και ακατάλληλο για να οδηγήσει την οικονομία σε μια υψηλότερη σταθερή τροχιά ανόδου. Οι αβεβαιότητες που περιβάλλουν την ελληνική οικονομία (ολοκλήρωση αξιολογήσεων, μεταμνημονιακή περίοδος κ.λπ.) ασφαλώς είναι μεταξύ των κυρίως υπεύθυνων της επενδυτικής απραξίας. Οι επενδυτές αναβάλλουν τα σχέδια τους μέχρι να ξεκαθαρίσει το τοπίο. Η εθνική αποταμίευση είναι ανεπαρκής. Οι τράπεζες μάλλον αδύναμες δεν μπορούν να βοηθήσουν επαρκώς. Τα μεγάλα projects (πχ. Ελληνικό) που θα δίνανε μια ώθηση και θα βελτίωναν το κλίμα και την εμπιστοσύνη καθυστερούν για μάλλον α-νοητούς λόγους. Μεταρρυθμίσεις, που θα ενίσχυαν την επιχειρηματικότητα γίνονται, όμως η εφαρμογή τους καθυστερεί και γενικά γίνονται με κρύα καρδιά, με συνέπεια τη μειωμένη αποτελεσματικότητά τους. Και, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, περικόπτονται και οι δημόσιες επενδύσεις με σκοπό τη δημιουργία μαξιλαριών. 

Τέλος, η μεταβολή των αποθεμάτων συνέβαλε κατά 0,5% στην άνοδο του ΑΕΠ. Τα αποθέματα όμως είναι το κατ’ εξοχήν ευμετάβλητο στοιχείο του ΑΕΠ, δεν μπορούν να εξασφαλίσουν ανάπτυξη, έστω και αν αριθμητικά επηρεάζουν τους ρυθμούς και γενικότερα την κυκλική συμπεριφορά της οικονομίας. Για παράδειγμα το επόμενο τρίμηνο μπορεί να συμβάλλουν αρνητικά. Τα στοιχεία συγκυρίας του ΙΟΒΕ δείχνουν αποθεματοποίηση πάνω από το κανονικό, τουλάχιστον στη βιομηχανία που βέβαια κάποια στιγμή θα αναστραφεί. 

Η ελληνική οικονομία κατά τη διάρκεια της κρίσης απώλεσε ένα σημαντικό τμήμα του φυσικού κεφαλαιακού της αποθέματος, απόρροια της συνεχούς αποεπένδυσης ετών. Επιπλέον, απώλεσε και σημαντικό τμήμα του ανθρωπίνου κεφαλαίου και αυτό είναι ακόμη πιο ανησυχητικό. Η σταδιακή αποκατάστασή του κεφαλαίου φυσικού και ανθρωπίνου είναι αναγκαία συνθήκη για διατηρήσιμη ανάπτυξη και μείωση της ανεργίας. Όμως προς το παρόν η αποκατάσταση αργεί. Σημειώνεται, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΕΕ ο λόγος κεφαλαίου προϊόντος στην Ελλάδα είναι 4,1, ο υψηλότερος στην ευρωπαϊκή ένωση, έναντι 2,6 του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Με άλλα λόγια, η μέση παραγωγικότητα του κεφαλαίου (το αντίστροφο του λόγου κεφαλαίου προϊόντος) στην Ελλάδα είναι η χαμηλότερη στη Ευρώπη και μάλιστα αισθητά. 

Επομένως, δεν θα πρέπει να αναμένεται ότι οι μαζικές επενδύσεις που απαιτούνται θα πραγματοποιηθούν σε βραχυχρόνιο ορίζοντα. Γιατί να επενδύσει κανείς στην Ελλάδα και να μην πάει κάπου αλλού όπου οι συνθήκες είναι ευνοϊκότερες; Εκτός βέβαια αν στοχεύσει κανείς κάτι πολύ συγκεκριμένο που όμως από μόνο του δεν επαρκεί. Έτσι επανερχόμαστε στη βασική διαπίστωση, απαιτούνται μεταρρυθμίσεις ενίσχυσης της παραγωγικότητας. 

Για να απαντήσω στο ερώτημα που τέθηκε στην αρχή του κειμένου, πιστεύω ότι με βάση όσα αναφέρθηκαν βγαίνει το συμπέρασμα ότι η άνοδος της δραστηριότητας το πρώτο τρίμηνο του 2018 έχει μεν θετικά χαρακτηριστικά (εξαγωγές), αλλά και πολλά χαρακτηριστικά ύφεσης και αυτά μάλιστα υπερισχύουν. Δεν έχουμε μπει σε τροχιά σταθερής ανόδου. Αυτό δείχνουν τα στοιχεία.