Skip to main content

Γιατί ανεβαίνει ο λαϊκισμός στην Ευρώπη

Από την έντυπη έκδοση

Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Έφυγε νέος από τη ζωή, αλλά ήταν ένα ανήσυχο και γόνιμο μυαλό. Διαφημιστής, συγγραφέας, κινηματογραφιστής και επιχειρηματίας, ο Κριστόφ Λαμπέρ, από το 2005 όταν πρωτογνωριστήκαμε, είχε επισημάνει σε ένα βιβλίο του πώς και γιατί οι κοινωνίες της αναπτυγμένης Ευρώπης, ιδιαίτερα δε της Γαλλίας, όλο και περισσότερο ολισθαίνουν προς τον φόβο, αφήνοντας πίσω τους την ελπίδα.

Θυμάμαι έτσι τα λόγια του από μία πολύωρη συζήτησή μας: «Όταν μία κοινωνία αρνείται πεισματικά να προσαρμοστεί σε εποχές που αλλάζουν, αυτοϋποβάλλεται στην αντίληψη ότι η πρόοδος έχει πεθάνει και αγωνίζεται να διατηρήσει τα κεκτημένα της, με αποτέλεσμα κάθε αλλαγή να φαντάζει στα μάτια της ως ύποπτη και άρα να απορρίπτεται. Στις κοινωνίες αυτές, ο φόβος εξοντώνει την ελπίδα, το όχι διαλύει κάθε δυνατότητα να αναλάβει τον κίνδυνο του ναι και ανοίγουν οι πόρτες του άκρατου λαϊκισμού. Έχοντας παραλύσει από τις αγωνίες της, η κοινωνία αυτή θεωρεί τον εαυτό της θύμα, γίνεται ανίκανη να αναλάβει τις υπαρξιακές της ευθύνες και περιμένει κάποιους “σωτήρες” που θα τη βγάλουν από τα δήθεν αδιέξοδά της. Περιττό να τονίσω ότι αυτοί που καλλιεργούν τον φόβο, ύπουλα αλλά σταθερά, ενδυναμώνουν καταστροφικά μίση μέσα στο κοινωνικό σώμα, με σαφή επιδίωξη την περαιτέρω ακινησία του». 

Επτά με οκτώ χρόνια πριν από τα παραπάνω λόγια του Κριστόφ Λαμπέρ, ένας Βρετανός, ουγγρικής καταγωγής, κοινωνιολόγος που δίδασκε στο Πανεπιστήμιο του Κεντ στο Καντέρμπουρι, ο Φρανκ Φουρέντι (Frank Furedi), γνωστός για τις αριστερές του ευαισθησίες, στο βιβλίο του, υπό τον τίτλο «Η Κουλτούρα του Φόβου» (εκδόσεις Cassell), τόνιζε ότι ο καλύτερος τρόπος για να αδρανοποιηθεί μία κοινωνία και να πάψει να αναλαμβάνει κινδύνους, ήταν αυτός του εμβολισμού της με φόβους και σύνδρομα. «Μία κοινωνία φόβου, όχι μόνον αρνείται αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, όχι μόνον δεν θέλει και φοβάται να αναλάβει κινδύνους, αλλά στιγματίζει και αυτούς που θα ήθελαν να ξεφύγουν από την αδράνεια και την ψυχολογική ακινησία» έγραφε ο συγγραφέας.

Ακόμα χειρότερα, μέσω του φόβου οι κοινωνίες μας ρέπουν και προς τις απαγορεύσεις, επεσήμαινε ο γνωστός καθηγητής και κοινωνιολόγος, γεγονός που έχει ιδιαίτερη πολιτική βαρύτητα γιατί ενδυναμώνει κρατικές εξουσίες.

Εξάλλου, μέσω των απαγορεύσεων, εύκολα δημιουργούνται πραγματικοί και φανταστικοί εχθροί, με αποτέλεσμα να μεγαλώνει και ο βαθμός «ανευθυνοποίησης» μιας κοινωνίας. Όμως, στο μέτρο που μία κοινωνία «ανευθυνοποιείται» και άρα αναζητεί εχθρούς για τα υποθετικά δεινά της, εκχωρεί ελευθερίες της χωρίς να το καταλαβαίνει -και έτσι, όπως θα έλεγε και ο μεγάλος Εντγκάρ Μορέν, «ανοίγει την πόρτα σε νέες βαρβαρότητες».

Υπό αυτή την έννοια, αν θέλουμε να πάμε σε περισσότερο βάθος, η «κουλτούρα του φόβου» έχει σοβαρότατες ψυχολογικές και συμπεριφορικές προεκτάσεις, που σε βάθος χρόνου αποκτούν και ιδιαίτερο πολιτικό βάρος. Κατά κύριο λόγο, όπως θα έγραφαν οι Καρλ Πόπερ και Λούντβιχ φον Μίζες, αυτή η διαβρωτική κουλτούρα ακυρώνει κάθε προδιάθεση για ανθρώπινη δράση. Τελικά, δε, αν θεωρήσουμε, όπως ο Καρλ Πόπερ, ότι «η ζωή είναι επίλυση προβλημάτων», τότε η καλλιέργεια του φόβου δεν είναι τίποτε περισσότερο από δραματικός ψυχολογικός αφανισμός, που προετοιμάζει το άτομο για τη χειρότερη υποδούλωση, σε αυτή της απύθμενης και εγκληματικής βλακείας του καιροσκοπικού λαϊκισμού.

«Στη Δύση», έγραφε πριν από είκοσι έξι χρόνια ο Καρλ Πόπερ, «ίσως τίποτε να μην είναι καλό. Όμως, αυτό που έχουμε στην εποχή μας είναι το καλύτερο. Η ελευθερία και η δημοκρατία που έχουμε επιλέξει σίγουρα δεν εγγυώνται την ουτοπία. Όμως, τις επιλέξαμε γιατί κάνουν δυνατή τη μοναδική αξιοπρεπή μορφή ανθρώπινης συμβίωσης, τη μοναδική μορφή στην οποία μπορούμε να είμαστε απολύτως υπεύθυνοι. Αν καταφέρνουμε να πραγματοποιούμε τις δυνατότητές της, αυτό εξαρτάται από πολλούς παράγοντες -και πάνω απ’ όλα από εμάς».

Αυτό ακριβώς είναι το σημείο που θέλει να υπονομεύσει και να διαλύσει ο έρπων ολοκληρωτικός λαϊκισμός. Μέσα από τον φόβο, υπονομεύει την ελευθερία, όχι γιατί η τελευταία μάς υπόσχεται μία ανετότερη ζωή, αλλά γιατί αναπαριστά μία αξία που ανθίσταται στη δουλεία.

Υποβοηθητικό μέσο για την καλλιέργεια και τη διάδοση του φόβου, σε όλα τα επίπεδα, είναι κατά κύριο λόγο τα ραδιοτηλεοπτικά και διαδικτυακά μέσα επικοινωνίας. Συστηματικά και σχολαστικά, θα λέγαμε, τα τελευταία έχουν την τάση, αφενός, να μυθοποιούν τον φόβο και αφετέρου να τον μετατρέπουν και σε εμπορεύσιμη ιδέα.

Ως γνωστόν, ο μύθος αποτελεί έναν κλειστό κόσμο παραστάσεων και αντιλήψεων, με αναγκαστικό κύρος ένα ολικό σύστημα γνώσης που απαιτεί καθολική συμμόρφωση και υποταγή. Μπορεί έτσι να προβάλλεται σαν τρόπος έκφρασης της αντιπαράθεσης του ανθρώπου προς μία πρωταρχική πηγή ή αρχή. Με αυτό το νόημα, ο μύθος παριστάνει συχνά ένα πρόπλασμα της αλήθειας, που έχει μεταφυσικό χαρακτήρα και λειτουργεί σαν σχήμα επεξηγηματικό των συμβάντων της φύσης, της ιστορίας, της κοινωνίας, της οικονομίας. Έχουμε έτσι να κάνουμε με ένα μυθικά σκηνοθετημένο δράμα το οποίο, καταλλήλως προβαλλόμενο, αποκτά τεράστια πολιτική σημασία -και όχι μόνον.

Σήμερα, λοιπόν, στους κόλπους μίας Ευρώπης που όντως αντιμετωπίζει σημαντικά θέματα δομικού και θεσμικού μετασχηματισμού, συγκεκριμένες πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις βρίσκουν μια καλή ευκαιρία για να κλονίσουν τα θεμέλια ενός οικοδομήματος που έχει βασικές ελλείψεις.

Αναπτύσσεται έτσι μία παραπλανητική και βαθιά αντιδημοκρατική αντιευρωπαϊκή ρητορική, η οποία όχι μόνον δεν προσφέρει λύσεις σε υπαρκτά προβλήματα, αλλά θέλει να δημιουργήσει και τις συνθήκες για τη μη επίλυσή τους.

Ακόμα χειρότερα, η ρητορική αυτή, που αξιοποιεί ανορθόλογες αβεβαιότητες απέναντι στο αύριο, υψώνει φράγματα και απέναντι στις πιθανές λύσεις. Περιττό δε να τονιστεί ότι οι πρακτικές αυτές είναι το καλύτερο δώρο στους εξωτερικούς εχθρούς της Ευρώπης, που λίγο-πολύ αναγνωρίζουμε ποιοι είναι και τι επιδιώκουν.

Υπό αυτές τις συνθήκες, ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση για το σήμερα και το αύριο της γηραιάς ηπείρου να είναι η απελευθέρωσή της από παραλυτικά φοβικά σύνδρομα και η επανανακάλυψη λέξεων όπως η φιλοδοξία, η προσπάθεια, η δημιουργία και η επιχειρηματικότητα ως μέσο αυτοολοκλήρωσης.