Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν.Χ. Παπανδρόπουλου
Πριν από τρία χρόνια περίπου είχα παρακολουθήσει μία τηλεοπτική συνέντευξη του Γάλλου φιλόσοφου και πρώην υπουργού Παιδείας στην χώρα του, καθηγητή Ζαν-Λικ Φερί, στην οποία μιλούσε για το βιβλίο του «Η Καταστροφική Καινοτομία». Στη συζήτηση που είχε με άλλους συγγραφείς αναφέρθηκε στο θέμα της ευτυχίας και τη φιλοσοφική του διάσταση. Δύο χρόνια αργότερα κυκλοφορούσε το βιβλίο του «Τα 7 Βήματα Προς Την Ευτυχία», στο οποίο ο συγγραφέας ανιχνεύει ποιο είναι το νόημα των πραγμάτων και πώς, μέσα από την αναζήτηση αυτή, ένας άνθρωπος μπορεί να δώσει περιεχόμενο στη ζωή του – που αποτελεί και προϋπόθεση για είσοδο στην ευτυχία.
Σήμερα, δέκα χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης του 2008, τα φαινόμενα που προκλήθηκαν από το γεγονός αυτό έφεραν στο προσκήνιο τα αποκαλούμενα «οικονομικά της ευτυχίας» (Happinomics), τα οποία έχουν ήδη γίνει μια νέα μόδα. Από τις βρετανικές και γαλλικές κυβερνήσεις που εξετάζουν τρόπους για την παρακολούθηση των happinomics, έως τα Ηνωμένα Έθνη που δημοσίευσαν την πρώτη ετήσια Έκθεση Παγκόσμιας Ευτυχίας το 2012, η ευεξία έχει γίνει το δημοφιλέστερο αντικείμενο μέτρησης.
Δυστυχώς, όμως, όσοι αναζητούν έναν πιο ευχάριστο τρόπο να προσεγγίσουν τα τελευταία δέκα χρόνια, θα απογοητευθούν. Σύμφωνα με τον δείκτη αρνητικών συναισθημάτων (π.χ. θυμός, λύπη, πόνος) που συντάσσεται από την εταιρεία δημοσκοπήσεων Gallup, αν συνεχιστούν οι σημερινές τάσεις, ο κόσμος μας θα είναι φέτος πολύ πιο κατσουφιασμένος απ’ ό,τι ήταν πριν από μία δεκαετία. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν παγκόσμιες νησίδες ευτυχίας που, πιθανότατα, έως το τέλος του έτους να ανατρέψουν τη σημερινή κατάσταση.
Σύμφωνα με την Gallup, κατά την τελευταία δεκαετία οι περισσότερες χώρες έχουν δει βελτίωση κι όχι χειροτέρευση. Αλλά η πρόοδος είναι άνιση. Ενώ οι Κινέζοι γίνονται πιο χαρούμενοι, στην Αμερική, την Ιαπωνία και σε 11 χώρες της δυτικής Ευρώπης οι άνθρωποι είναι κατά μέσον όρο όλο και λιγότερο ικανοποιημένοι από τη ζωή τους – με την Ελλάδα να κατέχει τα πρωτεία στη Δύση και να εμφανίζεται ως η τρίτη πιο δυστυχισμένη χώρα στον κόσμο, μετά την Υεμένη και το Σουδάν. Και το ερώτημα που τίθεται είναι αυτό της σύνδεσης της ευτυχίας με την οικονομική μεγέθυνση και ανάπτυξη και υπό ποιους όρους.
Το θέμα της σχέσης οικονομίας και ευτυχίας έχει έλθει στο προσκήνιο από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν η κυβέρνηση του Μπουτάν το 2001 αντικατέστησε το ΑΕΠ με τον Δείκτη Ακαθάριστης Εθνικής Ευτυχίας (ΑΕΕ). Το 2008, επίσης, ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί δημιούργησε μία επιτροπή, υπό την προεδρία δύο κατόχων Νομπέλ Οικονομίας, η οποία κάλεσε σε παγκόσμια προσπάθεια για ανάπτυξη οικονομικών εργαλείων μέτρησης της ευτυχίας. Αν και η επιτροπή αυτή είχε κατηγορηθεί από τους Αμερικανούς συντηρητικούς ως μια «αριστερή προσπάθεια πλήρους εκσοσιαλισμού της ήδη άκαμπτης γαλλικής οικονομίας», εντούτοις τα πορίσματά της έλαβε σε κάποιον βαθμό υπ’ όψιν του ο Βρετανός συντηρητικός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον. Έτσι, η κυβέρνησή του είχε εισαγάγει στις βρετανικές στατιστικές «δείκτες καταμέτρησης της ευημερίας», οι οποίοι, όπως αναφέρει η μη κυβερνητική οργάνωση Ανοικτή Δημοκρατία (Open Democracy), λαμβάνονται όλο και σοβαρότερα υπ’ όψιν στις διάφορες οικονομικές και κοινωνικές αποφάσεις.
Από καιρό, λοιπόν, οι ασχολούμενοι επιστημονικά με το πεδίο αυτό έχουν κάθε λόγο να είναι ικανοποιημένοι, καθ’ όσον το ενδιαφέρον τους για το ζήτημα της ευτυχίας στην οικονομία και πέραν αυτής διαμορφώνει νέους, πολύ εκτενέστερους ορίζοντες στην επιστημονική έρευνα. Όχι, όμως, χωρίς να εγείρει και αναπάντητα για την ώρα ερωτήματα, με πολιτικό περιεχόμενο. Κατά τη γνώμη μας δε, το σημαντικότερο από αυτά έγκειται αφ’ ενός στον καταλληλότερο για την πολιτική ορισμό της ευτυχίας, και αφ’ ετέρου στο πώς ο ορισμός αυτός αλλάζει ανάλογα με τις διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες στις διάφορες χώρες του κόσμου.
Στις νέες συνθήκες, ορισμένες κοινωνίες μοιάζουν έτοιμες να εντάξουν την ευτυχία στους πολιτικούς τους στόχους με την έννοια της καθημερινής ικανοποίησης. Άλλες, όπως των ΗΠΑ (στη Διακήρυξη Ανεξαρτησίας των οποίων καταγράφεται το δικαίωμα στην «επιδίωξη της ευτυχίας»), που παραδοσιακά δίνουν έμφαση στην ύπαρξη ίσων ευκαιριών και όχι τόσο ίσων αποτελεσμάτων, μάλλον θα επέλεγαν μια πιο «αριστοτελική» αντίληψη για την ευτυχία. Αλλά η υπόσχεση προς τους πολίτες ότι θα είναι ευτυχείς υπό την έννοια της ικανότητας να ζουν μια ζωή με πληρότητα, προϋποθέτει να έχουν οι πολίτες τα εργαλεία και τις δομές που να τους το επιτρέπουν.
Τελικά, η ευτυχία είναι ένα πολύ πιο περίπλοκο μέγεθος από το εισόδημα. Αλλά είναι και το πιο φιλόδοξο πολιτικά. Το γεγονός και μόνον ότι έχει τεθεί στο τραπέζι των συζητήσεων, αποδεικνύει πόσο σημαντική αλλαγή υποδείγματος ζούμε.