Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ.Παπαγιαννίδη
[email protected]
Φίλος της στήλης, κινούμενος στον μαγεμένο κύκλο της εξουσίας, δε, μας επεσήμαινε ότι τα δύο τελευταία σημειώματα περιέλαβαν μια υπόρρητη αισιοδοξία – ότι δηλαδή η οριστικοποίηση/παρουσίαση/κατάθεση στο Eurogroup κάποιου είδους Αναπτυξιακού Προγράμματος από την ελληνική πλευρά θα συσχετίζεται άμεσα, πειστικά με την επίτευξη εκείνων των στόχων ανάπτυξης για το 2018-22 που θα επιτρέπουν στο Μεσοπρόθεσμο (με τους στόχους πλεονασμάτων και όλα τα σχετικά…) «να βγαίνει». Και ναι μεν ένα τέτοιο πρόγραμμα καλόν και ωραίον είναι να υπάρχει. Όμως… τα προγράμματα είναι πάντα απλώς δέσμες προθέσεων. Οι δε στόχοι ανάπτυξης είναι αυτό και μόνον: στόχοι. Ενώ οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Είναι αποτελέσματα. Είναι εισόδημα. Είναι θέσεις εργασίας. Είναι οικονομική ζωή, εντέλει.
Ενώ, λοιπόν, τα μάτια είναι στραμμένα τώρα στο τι θα δώσουν οι επίσημοι/EUROSTAT χρησμοί για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2017 (όπου φαίνεται ότι -αν συμπεριληφθεί και το διαβόητο «κοινωνικό μέρισμα» που δόθηκε στο κλείσιμο της χρονιάς- ξεπερνιέται και το 4% του ΑΕΠ έναντι συμφωνημένου 1,75% για πέρσι, 3,5% για φέτος), ώστε να δούμε τι θα συμπεριλάβει τελικώς το μίγμα «συμφωνημένης αποθέρμανσης» 1% του ΑΕΠ από τις συντάξεις το 2019 και 1% από τους φόρους το 2020… Ενώ, αν κάτι άλλο, οι εκτιμήσεις και οι συζητήσεις για τα stress tests των συστημικών τραπεζών όχι απλώς ωριμάζουν προς μια κατεύθυνση μεταφοράς των αδυναμιών «για αργότερα» αλλά και επανεξέτασης εκδοχών δημιουργίας bad bank και ενεργητικής διαχείρισης των κόκκινων δανείων…
…Ενώ κάπως έτσι είναι στημένο το άμεσο μετα-πασχαλινό σκηνικό, η κυρίως συζήτηση για το πού πάει να ισορροπήσει η ανάπτυξη μένει πίσω. Βέβαια, η περσινή εμπειρία διαδοχικών υποχωρήσεων της πρόβλεψης λειτούργησε ως ψυχρολουσία. Δεν χρειάζεται να ξαναδούμε πώς από προβλέψεις 2-2,5% (όχι μόνον ελληνικές, αλλά και των Βρυξελλών, και του ΔΝΤ, εντάξει;) και από την ευχάριστη έκπληξη του α’ 3μήνου του 2017 (αντί για -0,5% είχαμε καταγράψει +0,4%, θυμηθείτε), η χρονιά έγραψε 1,4%.
«Χρειάστηκε» ένα 1,9% αύξηση (έναντι του αντίστοιχου του 2017) στο κλείσιμο της περσινής χρονιάς, αν και σχεδόν στασιμότητα έναντι του προηγούμενου 3μήνου του 2018, για να μείνουμε στο 1,4% για το σύνολο χρονιάς. Όμως τώρα έρχονται αμφίθυμα πρόδρομα σημάδια από τον επιχειρηματικό τομέα των χωρών της Ευρωζώνης – και, όσο κι αν έχουμε μάθει ότι σ’ εμάς ρόλο «οδηγού» έπαιξε τα τελευταία χρόνια ο τουρισμός, η διασύνδεση με την Ευρώπη πάει βαθύτερα. (Επειδή, δε, αγγίξαμε την τουριστική διάσταση, όλη αυτή η βουή στο Αιγαίο μπορεί προσώρας να μη μας δημιούργησε πρόβλημα τουριστικών προοπτικών, αλλά… μόνο καλό δεν κάνει.)
Καθώς, λοιπόν, τώρα μένουμε με τις προβλέψεις για +2,5% του ΑΕΠ για φέτος και για το 2019, αρχίζει (;) να συνειδητοποιείται ότι το 2018 δεν θα είναι μόνον/δεν θα είναι κυρίως η χρονιά «εξόδου από τα μνημόνια». Θα είναι μια χρονιά που, αν δεν ριζώσει αναπτυξιακή επανεκκίνηση, η «συμφωνημένη αποθέρμανση» του 1% +1% της ερχόμενης διετίας (άμα ΔΕΝ προκύψει κάποιου είδους δημιουργία δημοσιονομικού χώρου με την επαναδιαπραγμάτευση αυτών των εβδομάδων) θα ξαναφέρει το πειραματόζωον Ελλάς σε νέες περιπέτειες. Πρόσφατα, έκθεση της Πειραιώς επιχειρούσε να στρέψει το ενδιαφέρον προς το β’ 6μηνο της χρονιάς, ακριβώς με τη λογική της δημιουργίας αναπτυξιακού buffer πριν από το (συμφωνημένο) σοκ της μείωσης συντάξεων κατά 1% του ΑΕΠ. Μήπως αντί να έρθει στο 2019 και η αύξηση φόρων/μείωση αφορολόγητου του άλλου 1%, υπάρξει αντικατάσταση του ενός μέτρου με το άλλο; Θα ‘χε ένα ενδιαφέρον.
Η ψυχολογική ώθηση που θα δώσει η ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης του τρέχοντος Προγράμματος και η αίσθηση της «εξόδου» (ανεξαρτήτως ονοματολογίας) είναι ένα το κρατούμενο. Η δυνατότητα οριστικής αναστροφής του άγους των arrears του Δημοσίου, και μάλιστα με την εκταμίευση των προσδοκώμενων 11+ δισ. ευρώ που συνδέονται με την τέταρτη αξιολόγηση (κι ας στοχεύουν κυρίως σε ενίσχυση του cash buffer «εξόδου») είναι ένα ακόμη. Άμα όντως εκκαθαριστούν 3,5 δισ. σε arrears στο δεύτερο και τρίτο 3μηνο της χρονιάς, είναι μια ένεση κάπου 2% στην οικονομία…
Όλη αυτή η συζήτηση, όμως, θα έχει νόημα και προοπτικό ενδιαφέρον στο μέτρο που τώρα -αυτούς τους μήνες, της άνοιξης, των διαπραγματεύσεων, της πολιτικής βαβούρας- θα έχουμε μια καταγραφή αναπτυξιακής βελτίωσης. Τα μουρμουριζόμενα για ενδείξεις του α’ 3μήνου του 2018 κάτω του 1% (προσέξτε την περσινή αντίστοιχη εξέλιξη) αν δεν αντιστραφούν, θα ανοίξουν νέο κύκλο δυσθυμίας. Προσδεθείτε και αναμείνατε.