Από την έντυπη έκδοση
Του Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Μιλούσαμε στο σημείωμα της περασμένης Δευτέρας, 2 Απριλίου, για δυο -αναπόδραστες – παράλληλες πορείες που ανοίγονται μπροστά μας.
Η πρώτη είναι το πλαίσιο το οποίο, ενσωματωμένο στο Μεσοπρόθεσμο που θα κληθεί να μας πάει μέχρι και το 2022, θα έρθει να κουμπώσει στους σχεδιασμούς της «μετά τα Μνημόνια» πορείας. Είτε «καθαρή/αυτοδύναμη έξοδος», είτε με κάτι σαν «προληπτικό Πρόγραμμα/προληπτική πιστοληπτική γραμμή» (και στις δυο περιπτώσεις, υπάρχει η δυνατότητα να μπει η θεωρούμενη ως κατάλληλη ταμπελίτσα: σ’ αυτά η νομενκλατούρα των Βρυξελλών ιδίως είναι ασυναγώνιστη: ήδη οι αναφορές σε «υβριδικό σχήμα επιτήρησης» θα ‘πρεπε να έχουν προϊδεάσει σχετικώς).
Η δεύτερη είναι η συνεχιζόμενη ανηφόρα αντιμετώπισης των «κόκκινων» δανείων με υπόκρουση τα stress tests των συστημικών τραπεζών, που μάλιστα συνειδητοποιείται ότι εντάσσονται σε κάτι ευρύτερο: την αντιμετώπιση, συνολικά, του ιδιωτικού χρέους.
Και στις δυο αυτές πορείες θα ήταν λογική – ψέματα, ακόμη περισσότερο: θα ήταν πολύτιμη! – η επαναφορά του σπάνιου εκείνου στοιχείου που είναι στην ωραία μας χώρα οι συναινέσεις. Μάλιστα, παρ’ ολίγον οι συναινέσεις αυτές να μας είχαν «φορεθεί» από έξω, από τους «εταίρους» της Ελλάδας που λειτούργησαν τα χρόνια αυτά ως Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος νέας εποχής (που όμως σε κάθε στροφή φέρνει μνήμες πρώτου ημίσεος 20ού αιώνα, μετά το 1897 και διά του Μεσοπολέμου και της Δημοσιονομικής Επιτροπής της Κοινωνίας των Εθνών μέχρι τη Νομισματική Επιτροπή και τους επιτηρητές του Σχεδίου Μάρσαλ). Ήδη όμως τα πράγματα πάνε αλλιώς. Όταν, μέχρι το γύρισμα του χρόνου, φαινόταν ότι η «μετά τα μνημόνια» πορεία της Ελληνικής οικονομίας θα χρειαζόταν πλαισίωση και ότι -ταυτόχρονα- η με κλιμάκωση προαπαιτούμενων/ conditionality χορήγηση της ελάφρυνσης χρέους, το ενδεχόμενο να ζητηθεί/υποδειχθεί στην Ελλάδα να συγκεντρώσει ευρύτερη πολιτική στήριξη στο εσωτερικό, ώστε να μπορέσει ένα τέτοιο σχήμα να περάσει στα Κοινοβούλια των κρατών-μελών ήταν ενεργό. Και μάλιστα όταν -όπως τώρα-τώρα- βρισκόμαστε στην τελευταία ευθεία με την πρόταση ESM-Γαλλίας για οροφή αποπληρωμών των δανείων της Ελλάδας στο 1,5% του ΑΕΠ άμα η ανάπτυξη δεν «τραβάει» πάνω από το 3-3,5%, ή για πλαφόν 2% στο ύψος των επιτοκίων που κουβαλάει ο δανεισμός μας.
Όπως όμως ήρθε σταδιακά το πράγμα, μετά π.χ. και την ναφθαλινοποίηση Σόιμπλε, μετά και το ακατεύθυντο των ιταλικών εκλογών, μετά και τον αποσυντονισμό της συζήτησης για «Το Μέλλον της Ευρώπης», από την τάση εκείνη για πλαισίωση της Ελλάδας περνάμε ταχύτατα σε μια λογική «άντε με το καλό να φύγετε από την Ευρωπαϊκή στήριξη, να πορευθείτε τα επόμενα χρόνια [με το cash buffer να πηγαίνει μέχρι το 2020] και βλέπετε/και βλέπουμε τη συνέχεια!». Καθώς, λοιπόν, το κλίμα στην ωραία μας χώρα μόνον προς συναίνεση δεν πήγε – το αντίθετο: ακόμη και σε σημεία όπου υπήρχε σύγκλιση όπως το Μακεδονικό ή η συνταγματική αναθεώρηση άνοιξε νέο χάσμα – βολεύτηκαν και οι «εταίροι». Κατευθυνόμαστε συναινετικά στην ανάληψη του μέγιστου ρίσκου (πώς θα πάνε οι αγορές -πώς θα αποτιμηθεί η πορεία διακυβέρνησης μέσα σε διαδοχή εκλογικών αναμετρήσεων- πώς θα διαμορφωθεί τελικά ο αριθμός ανάπτυξης της οικονομίας) με την ελάχιστη δυνατή κάλυψη /προληπτική στήριξη… Με κάποια conditionality, βέβαια, συν κάποια ενδεχόμενη ρήτρα μη-αναστρεψιμότητας των μεταρρυθμίσεων των έως τώρα μνημονίων. Που θα σημάνουν «υποχρεωτική συναίνεση» από μέρους όποιας κυβέρνησης κρατήσει τα αναμμένα κάρβουνα της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα 4-5 χρόνια. Βέβαια, αν ήταν να προχωρήσει η συζήτηση για προσγείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων μέχρι το 2022 σε κάτι λογικότερο από το συμφωνημένο αλλά και τραυματιστικό 3,5%, κάποια εσωτερική συναίνεση θα χρειαζόταν για να στηθεί μέτωπο προς τους έξω: άλλωστε ήδη Μητσοτάκης και Στουρνάρας και π.χ. Χριστοδουλάκης έχουν βρεθεί σ’ αυτήν τη γραμμή…
Αν όμως πάμε για μια στιγμή και στην άλλη πλευρά του ελληνικού προβλήματος, εκείνη των «κόκκινων» δανείων/του ιδιωτικού χρέους, αν εξασφαλιζόταν μια ευρύτερη συναίνεση θα ήταν λυσιτελέστερη η διεκδίκηση καλύτερης πορείας. Πριν από λίγες μόνο ημέρες (στις «Ν» της 28ης Μαρτίου) ο υποδιοικητής της ΤτΕ Θόδωρος Μητράκος επεσήμαινε στους Πλ. Τσούλο/Π. Κακούρη τη σημασία του να κοιταχτεί «αλλιώς» το θέμα της αναδιάρθρωσης βιώσιμων επιχειρήσεων από τις τράπεζες -με τα μάτια στραμμένα στη διατήρηση της οικονομικής λειτουργίας και της απασχόλησης- παράλληλα με την αντιμετώπιση των στρατηγικών κακοπληρωτών.
Και μια τέτοια προσέγγιση, κι ακόμη περισσότερο με επαναφορά της ιδέας bad bank για τα «κόκκινα» δάνεια, θα είχε περισσότερες προοπτικές αν υπήρχε κάποια συναίνεση. τόσο προς τα έξω, όσο και κοινωνική άλλωστε.