Skip to main content

Πικρές αλήθειες και βολικά ψέματα για το χρέος

Από την έντυπη έκδοση

Του Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]

Ενώ η «διαπραγμάτευση» για την τωρινή αξιολόγηση / review του μνημονίου 3 επανήλθε στη γνώριμη πια ρουτίνα -δηλώσεις της ελληνικής πλευράς και των «εταίρων» για το επείγον της κατάληξης· διάχυση αισιοδοξίας και θετικών προθέσεων για κλείσιμο της αξιολόγησης· συσσώρευση κόκκινων γραμμών από την ελληνική πλευρά· σκλήρυνση των θέσεων των δανειστών, αξιοποίηση των διαφορών μεταξύ ΔΝΤ και ΕΕ· επιστράτευση του διεθνούς Τύπου ώστε να διαμορφωθεί μέτωπο πιέσεων-, έμεινε ξέμπαρκα η συζήτηση για αναδιάρθρωση / ελάφρυνση / απομείωση / αναδιάταξη (διαλέχτε!) του χρόνου.

Τον στερεοτυπικό ρόλο του «κακού» ανέλαβε και αυτήν τη φορά να παίξει ο γνώριμός μας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ευθύς ως από τον πρόεδρο του Eurogroup Γερούν Ντέισελμπλουμ (αλλά και το ΔΝΤ…) είχε αναφερθεί προοπτική έναρξης της συζήτησης, για το χρέος μέσα στην άνοιξη.

Ο Σόιμπλε επανήλθε στο βολικό ψέμα: δεν υπάρχει άμεσα ανάγκη για αντιμετώπιση του αδιεξόδου του ελληνικού χρέους, καθώς η διαρρύθμιση που έγινε μετά το δίδυμο haircut – συν buy-back του 2012 επιτρέπει ομαλή εξυπηρέτηση («εφόσον τηρούνται τα συμφωνημένα») μέχρι το 2025, πάντως μέχρι το 2021-22. Βέβαια ο Σόιμπλε είπε αυτό το ψέμα -θα επανέλθουμε σ’ αυτό σε λίγο- συνδυάζοντάς το με μια πικρή αλήθεια: εξήγησε ότι δεν θα μπορούσε να εισηγηθεί στο γερμανικό κοινοβούλιο -όπου εκείνος κουβαλάει τον ελληνικό φάκελο, παραδοσιακά, κάθε φορά που «κολλάει» η ελληνική υπόθεση!- προς την κατεύθυνση ελάφρυνσης. Τώρα. (Σε μετάφραση: με τις γερμανικές εκλογές, τις κανονικές, στον ορίζοντα -2017- το κύμα ευρωδιστακτικότητας, αν μη αντιευρωπαϊσμού, να ανεβαίνει στη Γερμανία. Με το δικό του κόμμα να πληρώνει σε δημοφιλία την ελληνική στήριξη – τα γνωστά).

Το ανερυθρίαστο ψέμα που εκφωνεί με κάθε σοβαρότητα και λουθηριανή σεμνοπρέπεια ο Σόιμπλε, είναι ότι η διατήρηση της εκκρεμότητας του χρέους δεν παίζει άμεσο ρόλο. Παίζει και παραπαίζει! Και το γνωρίζει άριστα. Και -πιο σημαντικό αυτό- το γνωρίζουν οι αγορές. Η Ελλάδα έχει δεχθεί, αλλά και οι «εταίροι» έχουν προσυπογράψει, ότι από το 2018 και μετά η οικονομία θα βγάζει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 3,5% του ΑΕΠ τον χρόνο. Σε βάθος δεκαετίας. (Τον ίδιο άπιαστο στόχο είχε θέσει και το διαβόητο μνημόνιο 2, μετά τη διαπραγμάτευση Σαμαρά / Βενιζέλου / Στουρνάρα το φθινόπωρο του 2012. Ο στόχος δεν έβγαινε -αυτή είναι η αλήθεια- ακόμη και προτού η «διαπραγμάτευση» Τσίπρα / Βαρουφάκη φέρει την αυτάρεσκη καταστροφή του καλοκαιριού 2012. «Απλώς» ο άπιαστος στόχος μετακινήθηκε για το 2018 και βλέπουμε νωρίτερα το αδιέξοδο να ‘ρχεται.).

Αν, πάντως, δεχόταν κανείς ότι η χώρα μπορεί να τα βγάζει αυτά τα πλεονάσματα από το 2018 και μετά, χρειάζεται αναπτυξιακούς ρυθμούς που απαιτούν επενδύσεις χθες. Χθες, όχι αύριο ή του χρόνου. Αλλά χθες!

Εδώ βέβαια, θα πει κανείς -και σίγουρα το λέει ο καλός μας ο Βόλφι, το τονίζει και η κυρία Λαγκάρντ με όλο το χούι του ΔΝΤ, ακόμη ακόμη και ο Ανχελ Γκουρία με την προσέγγιση ΟΟΣΑ- μπαίνουν στη μέση οι προϋποθέσεις μεταρρυθμίσεων. Και το συνολικό φιλοεπενδυτικό κλίμα που λείπει: πάντα έλλειπε, τώρα με τη λογική Λαφαζάνη και Σκουρλέτη και Δρίτσα παρα-λείπει. Και ο εφιάλτης του φορολογικού και η Ιαβερική λογική της καχυποψίας έναντι των πάντων. Γνωστά αυτά. Αλλά… ειλικρίνεια!

Ποιοι επενδυτές θα πήγαιναν σε ποια χώρα να πακτώσουν στο έδαφος και την οικονομία της κεφάλαια, όταν πάνω από τη χώρα κρέμεται ετούτου του είδους μη βιώσιμο / μη εξυπηρετήσιμο χρέος; Μπορεί ο μέσος άνθρωπος, δε, να πιστεύει ότι «ο επενδυτής» -η TVX, ή η Fraport, ή η Cosco, ή η Jermyn Street ή όποιος αύριο- έρχεται στην ωραία μας χώρα με ένα σακούλι λεφτά, δικά του λεφτά, να αρχίσει να χτίζει και να στήνει δουλειές και να αναπτύσσει.

Ομως ο Σόιμπλε και ο κάθε Σόιμπλε γνωρίζει άριστα ότι το πράγμα δεν πάει έτσι! Ο επενδυτής έρχεται με βάση ένα χρηματοδοτικό σχήμα. Σηκώνει κεφάλαια από τις αγορές, δανείζεται. (Ρωτήστε εκείνους που πάνε να στήσουν στα πόδια τους το αεροδρόμιο του Καστελλίου, τη μόνη greenfield επένδυση που πάει να προχωρήσει, άμα δεν στραγγαλιστεί). Και όσο οι όροι δανεισμού ενσωματώνουν το βάρος χρέους σαν το ελληνικό, καληνύχτα!