Αυτό το «δεν πάει άλλο» πάει τόσο καιρό……
Άλλη μια ευκαιρία, σήμερα, για να θυμηθούμε πως οι πολιτικοί μετέτρεψαν τα σχολεία σε πολιτικό θέμα επειδή απουσιάζει ένα πραγματικό εθνικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Άλλη μια κινητοποίηση, σήμερα, μαθητών και φοιτητών, η οποία, με αφορμή τις αποβολές και τις διαγραφές, καταγγέλλει ξανά την “πολιτική του χείριστου” που διέπει τις εκπαιδευτικές πολιτικές όλων σχεδόν των κυβερνήσεων των τελευταίων δεκαετιών, την πολιτική, δηλαδή, η οποία συνίσταται, πέρα από τις εικονικές αλλαγές που απεργάζεται, στο να αφήνει το εκπαιδευτικό σύστημα να αγωνίζεται μόνο του με τις δυσκολίες και τα δεινά που το κατατρέχουν.
Είναι δύσκολα να συνοψίσεις την κατάσταση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος σήμερα χωρίς να διακινδυνεύσεις, μέσα στο διάχυτο κλίμα κυνισμού, αφασίας και φρονηματισμού που χαρακτηρίζει μεγάλα τμήματα των κοινωνικών ομάδων της ελληνικής κοινωνίας, να χαρακτηριστείς ότι καταστροφολογείς. Και δεν είναι εύκολο πια σε όσους κατοικούν και αναλύουν το εκπαιδευτικό σύστημα να συνεχίσουν να παρεμβαίνουν δημόσια όταν με απογοήτευση διαπιστώνουν πως ενώ έχουν τόσες φορές αναλυθεί και καταδειχθεί από τους πιο ειδικούς επιστήμονες τα δομικά και άλυτα προβλήματα του ελληνικού σχολείου το εκπαιδευτικό μας σύστημα περνά συνεχώς από μια ανορθολογική σε μια πιο ανορθολογική κατάσταση.
Ωστόσο, επειδή η συνήθεια του κακού έχει χειρότερα αποτελέσματα από το ίδιο το κακό οφείλουμε, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο να συμβάλλουμε, ο καθένας με τις δυνάμεις που διαθέτει, στο να προσδώσουμε κοινωνική δύναμη και αναγνώριση σε τέτοιες κινητοποιήσεις.
Υπό αυτή την έννοια, θα ήθελα να προσθέσω τη φωνή μου στη σημερινή πορεία. Γιατί εκτιμώ πως πίσω τόσο από τις αφορμές που έδωσαν οι τελευταίες, πάλι, επικοινωνιακού χαρακτήρα, αποφάσεις του Υπουργείου, οι οποίες τρέφουν άλλη μια φορά τον κάθε είδος συντηρητισμό, όσο και τα γενικότερα θεμιτά επιχειρήματα που δομούν την αγωνιστική ρητορική της σημερινής κινητοποίησης, κρύβεται μια πραγματική οδύνη της νέας γενιάς της χώρας μας.
Μια οδύνη θέσης, όπως την ονομάζω, που χαρακτηρίζει εκατοντάδες χιλιάδες νέους σήμερα στην χώρα μας, μια οδύνη στην οποία τους οδηγεί η συνειδητοποίηση πως τους αρνιόμαστε την ελεύθερη και ισότιμη εκπαίδευση που ευαγγελιζόμασταν. Αυτή ακριβώς την άρνηση της μεγαλοψυχίας αρνούνται με τη σειρά τους τα παιδιά μας, τα παιδιά μιας μεγαλόψυχης εποχής· την άρνηση της γενικευμένης κανονικότητας του “γήρατος” ως εγκατάλειψη των απατηλών ελπίδων για ισότητα και αλληλεγγύη, ως καρτερική παραίτηση στην τάξη των πραγμάτων, ως αποδοχή της «σύνεσης», με άλλα λόγια, ως συνεχή μετατροπή της ανάγκης σε φιλοτιμία.
Σε μια στιγμή που οι νέοι που δεν πίστευαν πλέον σ’ αυτά που πρέσβευε η δεξιά, σταμάτησαν πλέον να πιστεύουν και στην αριστερά, όλο και περισσότεροι νέοι συνειδητοποιούν όλο και περισσότερο, και μάλιστα στο πετσί τους, ότι απουσιάζει ένα πραγματικό συλλογικό σχέδιο για την εκπαίδευση (και ως εκ τούτου για την κοινωνία), και πως απομένει χώρος μόνο για τις ατομικές στρατηγικές κοινωνικής αναπαραγωγής. Αισθάνονται ότι δεν έχουν καμία θέση μέσα στην κοινωνία που δεν είναι ικανή να κοιτάξει μπροστά και να σκεφτεί παραπέρα, Αισθάνονται πως τους ετοιμάζουμε για καταστάσεις που μοιάζουν με τις περιπτώσεις πανικού ή μαζικής φυγής, όπου ο καθένας προσπαθεί να σώσει τον εαυτούλη του μέσα σε έναν τελείως εγωκεντρικό αγώνα. Και το αρνούνται, αρνούνται να αφιερώσουν την ζωή τους σε μια μάχη για να σώσουν μόνο τον εαυτό τους και την πάρτη τους.
Μπροστά στην κινητοποίηση οι υπεύθυνοι του σημερινού χώρου των υπευθύνων των κυβερνητικών εκπαιδευτικών πολιτικών, άλλος ένας δοκιμαστικός χώρος επί του οποίου μια ακόμα κυβερνητική ομάδα, σε συνεργασία με τα διάφορα παιδαγωγικά λόμπυ και τις συντεχνιακές ομάδες πίεσης, αναπτύσσει τις φιλοδοξίες της για το μέλλον της κοινωνίας, είναι πιθανόν να επιχειρηματολογήσει πως σε αντίθεση με τα συνθήματα που θα ακουστούν αυτοί σκέφτονται “ρεαλιστικά”· πως τα ζητήματα της εκπαίδευσης είναι πολύ σημαντικά για να αφεθούν στον «ουτοπισμό» των νέων.
Όμως στην πραγματικότητα αυτοί οι νέοι άνθρωποι μας υπενθυμίζουν ότι δεν ξέρουμε τι θέλουμε να τους κάνουμε. Και φυσικά ένας από τους πλέον σκληρούς τρόπους με τον οποίο τους κάνουμε να αισθάνονται ανεπιθύμητοι είναι η ανεργία.
*Ο Ν. Παναγιωτόπουλος είναι Καθ. Κοινωνιολογίας, ΕΚΠΑ