Skip to main content

Η Πολιτική Συνοχής σε κίνδυνο

Από την έντυπη έκδοση 

Του Ιωάννη Παπαδόπουλου, αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας

Οι συζητήσεις για το επόμενο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο της Ε.Ε. μετά το 2020 («Δημοσιονομικές Προοπτικές 2021-2027») έχουν ήδη φουντώσει για τα καλά. Μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου στα τέλη του 2020 και τη συνεπακόλουθη «τρύπα» στα έσοδα του προϋπολογισμού της Ε.Ε., στο στόχαστρο για περικοπές έχουν τεθεί οι δύο κύριες πολιτικές της Ε.Ε.: η Κοινή Γεωργική Πολιτική και η Πολιτική Συνοχής.

Η Πολιτική Συνοχής απορροφά το 1/3 των δαπανών της Ε.Ε. και η Κοινή Γεωργική Πολιτική άλλο 1/3. Με δεδομένο ότι αυξάνεται η πολιτική πίεση για αναπροσανατολισμό των ευρωπαϊκών πολιτικών προς νέες προτεραιότητες, ιδίως σε άμυνα – ασφάλεια, μεταναστευτικό και διαρθρωτικές αλλαγές, δεν μένουν και πολλά περιθώρια για διατήρηση του status quo. Πράγματι, σε ένα πρόσφατο έγγραφο εργασίας εν όψει της συζήτησης του επόμενου πολυετούς προϋπολογισμού, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφέρει τρία πιθανά σενάρια για την Πολιτική Συνοχής, δύο εκ των οποίων περιέχουν περικοπές κατά 15% ή 30% και μόνο ένα τη διατήρησή της στα ίδια επίπεδα.

Κατά συνέπεια, οι προοπτικές για τα επιμέρους ΕΣΠΑ (το σύνολο των εθνικών και περιφερειακών επιχειρησιακών προγραμμάτων για συγχρηματοδότηση από τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά και Επενδυτικά Ταμεία) διαγράφονται σκοτεινές. Πίσω όμως από την καλόπιστη ρητορική πολλών εθνικών πολιτικών παραγόντων κρύβεται μια πιο κυνική αλήθεια: η αναδιαμόρφωση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού επ’ αφορμή του επικείμενου Brexit αντιμετωπίζεται σαν μοναδική ευκαιρία από τις καθαρά δότριες χώρες, δηλαδή τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. που εισφέρουν περισσότερα στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό απ’ όσα εισπράττουν απ’ αυτόν με τη μορφή επιχορηγήσεων. Ειδικότερα όσον αφορά την Πολιτική Συνοχής, αυτή η διακυβερνητική διαιρετική τομή «καθαρά δότριες» – «καθαρά λήπτριες» χώρες της Ε.Ε. είναι ανάγλυφη, καθώς πολλά από τα πλουσιότερα βόρεια κράτη-μέλη δεν επωφελούνται παρά ελάχιστα από τις πολιτικές αλληλεγγύης και οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής, ενώ πληρώνουν γι’ αυτά περίπου το 1% του ΑΕΠ τους ετησίως. Χρυσή ευκαιρία, λοιπόν, να απαλλαγούν από μια «παρωχημένη» -στην ουσία ενοχλητική- πολιτική.

Η αλήθεια όμως είναι πιο λεπτή απ’ αυτές τις χοντροκομμένες πολιτικές διαιρέσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι στο πολυσέλιδο κείμενο κυβερνητικής συμφωνίας CDU/CSU-SΡD, η Γερμανία φαίνεται να προκρίνει τη διατήρηση του ίδιου επιπέδου χρηματοδοτικής δέσμευσης για όλες τις περιφέρειες κατά την επόμενη προγραμματική περίοδο 2021-2027. Η Γαλλία, δεύτερη οικονομία της Ε.Ε., είναι επίσης ισχυρή υποστηρίκτρια της Πολιτικής Συνοχής. Ο λόγος για την πολιτική υποστήριξη του γαλλογερμανικού άξονα είναι ότι η Πολιτική Συνοχής δεν είναι πια η καθαρά κοινωνική πολιτική αναδιανομής εισοδήματος που ήταν παλαιότερα. Τώρα πια εκφράζει με σαφήνεια τις νέες στρατηγικές προτεραιότητες της Ένωσης υπέρ της οικονομικής ανταγωνιστικότητας, της κοινωνικής συνοχής και της βιώσιμης ανάπτυξης, καθώς οι περισσότερες από τις αναπτυξιακές δράσεις για υποδομές και οικοδόμηση ανθρώπινου κεφαλαίου χρηματοδοτούνται είτε με επιχορηγήσεις από τα Διαρθρωτικά Ταμεία είτε με χρηματοδοτικά εργαλεία της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων για την επίτευξη των στρατηγικών στόχων της Ένωσης. Επιπλέον, οι περιφερειακές πολιτικές αναχαιτίζουν τις διαρκώς αυξανόμενες, λόγω προγραμμάτων δημοσιονομικής λιτότητας, ενδοπεριφερειακές ανισότητες και καταπολεμούν στην πρώτη γραμμή του μετώπου την ανεργία, τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό, φαινόμενα που απαντώνται ακόμα και στις ανατολικές περιφέρειες της οικονομικά πανίσχυρης Γερμανίας.

Η Πολιτική Συνοχής της Ε.Ε. αντιπροσωπεύει αυτήν τη στιγμή τη μεγαλύτερη πηγή δημοσίων επενδύσεων πανευρωπαϊκά, μετά τις συνεχείς περικοπές των πόρων τόσο των εθνικών προϋπολογισμών όσο και των περιφερειακών και τοπικών αρχών. Αν δεν υπήρχε το ΕΣΠΑ μέσα στα πιο μαύρα χρόνια της ελληνικής κρίσης, το αντικυκλικό μέτωπο απέναντι στην οικονομική σύνθλιψη θα ήταν μηδαμινό και η ύφεση και η ανεργία θα είχαν γιγαντωθεί πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τελικά συνέβη. Ένα επιπλέον σημαντικό πλεονέκτημα της Πολιτικής Συνοχής είναι η μορφή διακυβέρνησής της, καθώς ο σχεδιασμός της είναι ακόμα σε μεγάλο βαθμό αποκεντρωμένος από κάτω προς τα πάνω (bottom-up) και αντανακλά στον βέλτιστο βαθμό μέσω διαρκών διαβουλεύσεων τις αναπτυξιακές ανάγκες των τοπικών κοινωνιών και της κοινωνίας των πολιτών. Εξ αυτού του γεγονότος είναι και η πιο πολιτικά ορατή πολιτική της Ε.Ε.: ο μέσος πολίτης είναι ικανός να γνωρίζει κάποια από τις πολλές χρηματοδοτικές στηρίξεις για τοπικά, περιφερειακά ή διαπεριφερειακά έργα πολύ περισσότερο από την «υψηλή πολιτική» της Ε.Ε., που είναι πολύ απομακρυσμένη από αυτόν.

Γι’ αυτούς τους λόγους θα δοθεί πολύ σκληρή πολιτική μάχη το επόμενο διάστημα προκειμένου να διατηρηθεί ζωντανό το πνεύμα αλληλεγγύης της Ε.Ε. ενάντια στην άνοδο των εθνικιστικών και λαϊκιστικών τάσεων που σαρώνουν τα εκλογικά σώματα της γηραιάς ηπείρου. Αυτή η μάχη περνάει και από τα χρήματα και είναι ζωτικής σημασίας να κερδηθεί.