Από την έντυπη έκδοση
Του Στέλιου Παπαπέτρου
[email protected]
Το πιο ανησυχητικό από όλα τα στοιχεία της πρόσφατης έκθεσης του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ είναι η εντυπωσιακή αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού το οποίο διαβιοί σε συνθήκες φτώχειας και αντιμετωπίζει τον κίνδυνο του κοινωνικού αποκλεισμού.
Οι «στατιστικές της απόγνωσης» δείχνουν ότι το ποσοστό αυτό για το έτος 2016 ανέρχεται στο 35,7% του συνόλου του πληθυσμού, ενώ το 2009 ήταν στο 28,1%.
Για να υπάρχει ένα μέτρο σύγκρισης με βάση τα δεδομένα της Eurostat για το σύνολο των 28 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επισημαίνουμε ότι οι μόνες χώρες που έχουν υψηλότερα ποσοστά ανθρώπων που βρίσκονται στο κατώφλι της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού είναι οι γειτονικές μας στα Βαλκάνια, δηλαδή η Βουλγαρία με ποσοστό 41,3% και η Ρουμανία με 37,4%.
Όλες ανεξαιρέτως οι υπόλοιπες χώρες έχουν ποσοστά πολύ χαμηλότερα του 30% (Eurostat Δεκέμβριος 2016). Υποσύνολο του προηγούμενου ευρήματος της έκθεσης του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ είναι η δραματική καθίζηση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας (στον δημόσιο τομέα η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική).
Σχεδόν 4 στους 10 μισθωτούς (ποσοστό 38,8%) αμείβονται με καθαρούς μισθούς χαμηλότερους των 700 ευρώ τον μήνα, χωρίς να υπάρχει η διάκριση εάν πρόκειται για εργαζόμενους – μέλη μονομελών νοικοκυριών ή για νοικοκυριά με παιδιά.
Υπενθυμίζουμε ότι το κατώφλι της φτώχειας για οικογένεια με 2 παιδιά ανέρχεται στα 9.475 ευρώ ετησίως, δηλαδή ποσό οριακά χαμηλότερο των 9.800 ευρώ (14 μισθοί Χ 700 ευρώ).
Συνεπώς, ακόμη και όσοι αμείβονται με 700 ευρώ καθαρά τον μήνα είναι αντιμέτωποι με το φάσμα της φτώχειας.
Από αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα της συνύπαρξης με τα όρια της φτώχειας φαίνεται ότι διασώζεται η συντριπτική πλειονότητα των εργαζόμενων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, καθώς σύμφωνα με το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ το 54,2% λαμβάνει καθαρό μισθό πάνω από 1.000 ευρώ τον μήνα και μόνο ένα μικρό ποσοστό 6,6% λαμβάνει μισθούς κάτω από 700 ευρώ τον μήνα.