Από την έντυπη έκδοση
Τα ποσά που χορηγήθηκαν κατά τα έτη 2013 και 2014 στους εν ενεργεία και συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς ως δόσεις της έκτακτης παροχής της παραγράφου 9 του άρθρου 5 του ν. 3620/2007 αφορούν χρονική περίοδο πριν από το έτος έναρξης επιβολής της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης (αφορούν τα έτη 2003 – 2007).
Συνεπώς δεν υπάγονται σε ειδική εισφορά αλληλεγγύης, ακόμη κι αν περιελήφθησαν σε φορολογικές δηλώσεις μεταγενέστερων ετών, στα εισοδήματα των οποίων είχε αρχίσει να επιβάλλεται η συγκεκριμένη εισφορά.
Την απόφαση αυτή εξέδωσε το Συμβούλιο της Επικρατείας το 2017 και υποχρεούται πλέον να εφαρμόσει η ΑΑΔΕ, εκδίδοντας εγκύκλιο με οδηγίες συμμόρφωσης προς τις αρμόδιες ΔΟΥ.
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην εγκύκλιο (υπ’ αριθμόν ΠΟΛ. 1175/17-9-2018):
Με τις διατάξεις της παραγράφου 9 του άρθρου 5 του ν. 3620/2007 είχε προβλεφθεί ότι με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης καθορίζεται το ύψος, ο χρόνος, ο τρόπος και οι όροι καταβολής έκτακτης παροχής προς τους δικαστικούς λειτουργούς, καθώς και τα μέλη του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, εν ενεργεία και συνταξιούχους, όλων των βαθμίδων. Η έκτακτη αυτή παροχή ορίστηκε να καταβληθεί τμηματικά σε μια πενταετία. Η παροχή αυτή φορολογήθηκε αυτοτελώς με συντελεστή φόρου 25%.
Κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 9 του άρθρου 5 του ν. 3620/ 2007, εκδόθηκαν κατά τα έτη 2008 – 2013 διάφορες υπουργικές αποφάσεις για τον τρόπο τμηματικής καταβολής της έκτακτης παροχής στους εν ενεργεία και συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς.
Βάσει των αποφάσεων αυτών, η έκτακτη παροχή καταβλήθηκε τελικά σε 5 δόσεις κατά τα έτη 2008, 2009, 2013 και 2014. Οι δόσεις αυτές περιελήφθησαν από τους δικαιούχους στις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων που υποβλήθηκαν τα έτη 2009, 2010, 2014 και 2015.
Οι δικαιούχοι των ποσών αυτών δήλωσαν, ως όφειλαν, τα ποσά των εισπραχθεισών δόσεων, αναγράφοντάς τα ως αυτοτελώς φορολογούμενα εισοδήματα, στις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων των ετών που εισπράχθηκαν, παρ’ όλο ότι επρόκειτο για εισόδημα που προέκυψε τα έτη 2003 – 2007.
Αυτό όμως είχε ως συνέπεια κατά την εκκαθάριση των φορολογικών τους δηλώσεων του οικονομικού έτους 2014 (χρήση 2013) και του φορολογικού έτους 2014 (χρήση 2014), να υπολογιστεί αυτόματα και γι’ αυτά τα ποσά η ειδική εισφορά αλληλεγγύης, όπως εξάλλου ήταν ρυθμισμένο κατά κανόνα να συμβαίνει στην εφαρμογή εκκαθάρισης των φορολογικών δηλώσεων των ετών εκείνων, χωρίς να έχουν ληφθεί υπόψη οι ειδικές διατάξεις της παραγράφου 9 του άρθρου 5 του ν. 3620/2007.
Ως εκ τούτου, τα ποσά που χορηγήθηκαν κατά τα έτη 2013 και 2014 στους δικαστικούς λειτουργούς ως δόσεις της έκτακτης παροχής της παραγράφου 9 του άρθρου 5 του ν. 3620/2007, επειδή αφορούν έτη πριν από το έτος έναρξης επιβολής της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης του άρθρου 29 του ν.3986/2011 (έτη 2003 – 2007), δεν υπάγονται στην εισφορά αυτήν, ακόμη κι αν εισπράχθηκαν και περιλήφθηκαν σε φορολογικές δηλώσεις μεταγενέστερων ετών, στων οποίων τα εισοδήματα είχε αρχίσει να επιβάλλεται η ειδική εισφορά αλληλεγγύης.
Στο πλαίσιο αυτό, οι φορολογούμενοι που εμπίπτουν στην πιο πάνω περίπτωση, δύνανται να προσέλθουν στις ΔΟΥ, το αργότερο μέχρι την 31η-12-2018 και με έγγραφο αίτημά τους να ζητήσουν τη διαγραφή της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης που υπολογίστηκε πάνω στην πιο πάνω έκτακτη παροχή για τα έτη 2013 και 2014. Η ικανοποίηση του εγγράφου αιτήματος των δικαστικών λειτουργών θα πραγματοποιηθεί από τις ΔΟΥ, με την υποβολή τροποποιητικών δηλώσεων, με τις οποίες θα διαγράφονται από τους κωδικούς 659-660 του εντύπου Ε1 τα συμπληρωμένα ποσά που αφορούν τα συγκεκριμένα εισοδήματα και θα μεταφέρονται στους κωδικούς 657-658, τα ποσά των οποίων δεν προσμετρούνται στον υπολογισμό της εισφοράς.
Στη συνέχεια, θα εκδίδονται από τις ΔΟΥ νέες πράξεις διοικητικού προσδιορισμού φόρου (εκκαθαριστικά σημειώματα), που δεν θα περιλαμβάνουν εισφορά για τα εισοδήματα της παραγράφου 9 του άρθρου 5 του ν. 3620/2007. Η διαδικασία αυτή θα διεκπεραιώνεται χωρίς την επιβολή κυρώσεων, εφόσον τα αιτήματα υποβληθούν μέχρι 31-12-2018.