Από την έντυπη έκδοση
Του Στέλιου Παπαπέτρου
[email protected]
Η ανειλημμένη διά νόμου δέσμευση της κυβέρνησης για περικοπές στις συντάξεις έως και 18% που θα πρέπει να εφαρμοστούν από την 1η/1/2019 προβληματίζει έντονα το κυβερνητικό επιτελείο, επειδή μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί εναλλακτική λύση για να αντιμετωπιστεί το κοινωνικό, αλλά και το πολιτικό κόστος από μια τέτοια εξέλιξη. Ο σχετικός νόμος ορίζει ανώτατο πλαφόν μειώσεων στο άθροισμα κύριας και επικουρικής σύνταξης στο 18%, συνυπολογίζοντας μάλιστα και τις μειώσεις των επικουρικών που έγιναν το καλοκαίρι του 2016. Στελέχη της κοινωνικής ασφάλισης εκτιμούν ότι από αυτές τις προγραμματισμένες περικοπές ενδέχεται να θιγούν έως και 600.000 συνταξιούχοι.
Επισημαίνεται ότι η δέσμευση αυτή προκύπτει ρητά από το πρώτο άρθρο του νόμου 4472/2017, σύμφωνα με τον οποίο από την 1η/1/2019 οι συντάξεις στις οποίες διαπιστωθεί μετά τον επανυπολογισμό τους ότι υπάρχει η λεγόμενη «προσωπική διαφορά» ανάμεσα στον παλαιό τρόπο υπολογισμού (ν.3863, Λοβέρδου – Κουτρουμάνη) και στον νέο τρόπο υπολογισμού (ν.4387/2016 – Κατρούγκαλος), τότε σε όσες το καταβαλλόμενο ποσό είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύψει από τον επανυπολογισμό, θα υποστούν μειώσεις που θα φτάσουν έως και στο 18% του συνολικού ποσού των συντάξεων.
Ποιοι κινδυνεύουν
Η διαδικασία αναπροσαρμογής, άρα και των νέων περικοπών, αφορά τις κύριες και επικουρικές συντάξεις (γήρατος, αναπηρίας, θανάτου) όλων των φορέων αρμοδιότητας του υπουργείου Εργασίας, οι οποίοι εντάχθηκαν στον ΕΦΚΑ από 1/1/2017, εκτός από τον ΟΓΑ. Συγκεκριμένα, αναπροσαρμόζονται οι ήδη καταβαλλόμενες ή καταβλητέες κατά τις 12.05.2016 συντάξεις. Συνεπώς, συντάξεις για τις οποίες η συνταξιοδοτική απόφαση εκδόθηκε μετά τις 12/5/2016, όμως η έναρξη συνταξιοδότησης ανατρέχει σε προγενέστερη ημερομηνία και υπολογίζονται με βάση το προγενέστερο νομοθετικό πλαίσιο, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κοινοποιούμενων διατάξεων. Οι προβλεπόμενες περικοπές αφορούν το τ. ΙΚΑ, τ. ΕΤΑΑ, τ. ΟΑΕΕ και τ. ΕΤΑΠ-ΜΜΕ, ενώ από τη διαδικασία αναπροσαρμογής εξαιρούνται και οι συντάξεις που χορηγούνται από το Ταμείο Σύνταξης της Τράπεζας της Ελλάδος.
Οι μεγάλοι χαμένοι από τον επανυπολογισμό των συντάξεων και από τις νέες περικοπές, που θα έχουν ως ανώτατο πλαφόν το 18%, εκτιμάται ότι θα είναι οι ασφαλισμένοι στον πρώην ΟΑΕΕ. Για παράδειγμα, ασφαλισμένος του πρώην ΤΕΒΕ με το παλιό σύστημα λάμβανε 1.400 ευρώ, ενώ ο νέος τρόπος υπολογισμού του βγάζει 1.100 ευρώ, άρα έχει διαφορά 300 ευρώ, η οποία είναι μεγαλύτερη από 18%. Αυτός με το ανώτατο πλαφόν της μείωσης θα χάσει 252 ευρώ.
Επίσης, με αντίστοιχες σοβαρές απώλειες κινδυνεύουν συνταξιούχοι του ΙΚΑ με πολλά έτη ασφάλισης και υψηλό συντάξιμο μισθό, δημόσιοι υπάλληλοι πανεπιστημιακής εκπαίδευσης με περισσότερα από 30 έτη ασφάλισης και υψηλό συντάξιμο μισθό, ενώ με σημαντικές απώλειες κινδυνεύουν και οι ψηλές συντάξεις γιατρών, δικηγόρων, πανεπιστημιακών, συνταξιούχων ΔΕΚΟ και τραπεζών που εμφανίζουν μεγάλες προσωπικές διαφορές. Με σημαντικές περικοπές στις επικουρικές συντάξεις κινδυνεύουν οι συνταξιούχοι του ΤΑΝΠΥ, το Ταμείο της πρώην Αγροτικής Τράπεζας, το Ταμείο των Βενζινοπωλών.
Οι ειδικοί της κοινωνικής ασφάλισης επισημαίνουν ότι επειδή δεν υπάρχει καμία αναφορά στην προστασία των χαμηλοσυνταξιούχων, ενδέχεται η περικοπή της προσωπικής διαφοράς να αρχίζει από τις πολύ χαμηλές συντάξεις των 486 ευρώ, οι οποίες εμφανίζουν προσωπικές διαφορές της τάξης των 45 ευρώ.
Από την περσινή συμφωνία κυβέρνησης και εκπροσώπων των θεσμών, όταν ολοκληρώθηκε η τρίτη αξιολόγηση η οποία αποτυπώθηκε στον νόμο 4472/2017, προκύπτει ότι υπάρχει μια βασική ανατροπή στον νόμο Κατρούγκαλου 4387/16, ο οποίος προέβλεπε μετά τον επανυπολογισμό των κύριων συντάξεων τη διατήρηση του ποσού της «προσωπικής διαφοράς» που θα προέκυπτε. Συγκεκριμένα, ο νόμος Κατρούγκαλου προέβλεπε ότι «Εάν η προσωπική διαφορά είναι θετική, εξακολουθεί να καταβάλλεται στο συνταξιούχο και μετά την 1/1/2019, μέχρι την οριστική εξάλειψή της και τον συμψηφισμό της με μελλοντικές αυξήσεις των συντάξεων.
Εάν είναι αρνητική, δηλαδή το ποσό της σύνταξης με το νέο καθεστώς είναι υψηλότερο σε σχέση με εκείνο που έχει υπολογιστεί βάσει του προγενέστερου νομοθετικού πλαισίου, τότε, όπως προαναφέρθηκε, προσαυξάνεται το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης σταδιακά (εγκύκλιος Αρ. Πρωτ.: Φ80000 / οικ.60258 / 1471».
Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης έχει αφήσει ανοιχτό το «παράθυρο» βελτιωτικών παρεμβάσεων, υπό την προϋπόθεση ότι θα το επιτρέψουν τα δημοσιονομικά δεδομένα της χώρας σε συνδυασμό με τα οικονομικά αποτελέσματα του ΕΦΚΑ. Μόλις πρόσφατα η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου δήλωσε πως: «Σε κάθε περίπτωση θεωρούμε ότι με τα δημοσιονομικά δεδομένα που έχουμε θα εξετάσουμε και τις ελευθερίες που αυτά θα μας αφήσουν μετά την έξοδο από το πρόγραμμα. Δεν θα θέσουμε υπό αμφισβήτηση τους στόχους για τους οποίους έχουμε δεσμευτεί να τηρήσουμε, αλλά εφόσον αυτοί υπερβαίνονται διαρκώς νομίζω ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει και το δικαίωμα να εξετάζει τις πολιτικές της εκ νέου».
Το ενδεχόμενο διορθωτικών παρεμβάσεων στο ασφαλιστικό και στις προβλεπόμενες νέες περικοπές στις συντάξεις από το 2019 έχει αφήσει ανοιχτό με πρόσφατες δηλώσεις του στη Βουλή και ο υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης Αναστάσιος Πετρόπουλος, επισημαίνοντας χαρακτηριστικά πως όταν ολοκληρωθεί ο επανυπολογισμός των συντάξεων, «θα εξεταστούν τα περιθώρια που υπάρχουν», τα οποία, όπως ανέφερε, σε συνδυασμό με τη βελτίωση των οικονομικών του ΕΦΚΑ «μας δίνουν το περιθώριο να ασκήσουμε πολιτικές καλύτερες στην αντιμετώπιση των κοινωνικών αναγκών και των κοινωνικών δικαιωμάτων».
Αυξημένες επικουρικές
Οι αυξήσεις που θα δουν σήμερα περίπου 210.000 συνταξιούχοι στις επικουρικές τους συντάξεις προέρχονται από τις επιστροφές που δικαιούνται επειδή από το 2016 και μετά οι εισφορές για το ΑΚΑΓΕ παρακρατούνταν με βάση λάθος υπολογισμό στα ποσά. Έτσι, οι συνταξιούχοι κυρίως των ΔΕΚΟ και των τραπεζών, αλλά και του Δημοσίου θα δουν σήμερα με την πληρωμή των επικουρικών αυξήσεις οι οποίες κατά μέσο όρο θα κυμαίνονται από 10-30 ευρώ.
Επίσης, τα αναδρομικά ποσά για όσες περιπτώσεις συνταξιούχων προκύπτουν επιστροφές, θα πιστωθούν το επόμενο διάστημα απευθείας στους λογαριασμούς των δικαιούχων συνταξιούχων, χωρίς να χρειάζεται η υποβολή αιτήσεων ούτε άλλη ενέργεια εκ μέρους τους.