Skip to main content

Handelsblatt: Ελάφρυνση χρέους για την έξοδο από την κρίση

Στην ανάγκη ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, προκειμένου η χώρα να αφήσει πίσω της την κρίση και κάποια στιγμή στο μέλλον να ξανασταθεί οικονομικά στα πόδια της, στέκεται με δημοσίευμά της, η γερμανική εφημερίδα Handelsblatt.

Η γερμανική εφημερίδα τονίζει πως «οι διεθνείς πιστωτές έχουν βάσιμους λόγους προσέγγισης με την Αθήνα» και αναφέρει ότι ​το ύψος του ελληνικού δημοσίου χρέους σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία το Δεκέμβριο του 2017 διαμορφώθηκε στα 328,7 δισ. ευρώ, ενώ έως τα τέλη του 2018 εκτιμάται από το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών ότι θα ανέλθει στα 332 δισ.

Όπως επισημαίνεται στο δημοσίευμα πρόκειται για ένα τεράστιο βάρος δημοσίου χρέους που αγγίζει σχεδόν το 180% του ΑΕΠ της χώρας, ύψος που το κάνει να θεωρείται μη βιώσιμο.

«Η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους έρχεται τώρα στην ημερήσια διάταξη των ευρωπαίων ΥΠΟΙΚ, και ενώ η τεχνική προπαρασκευαστική διαδικασία σε επίπεδο ειδικών βρίσκεται σε εξέλιξη ήδη από το Μάρτιο εν όψει της συνάντησης των αρμόδιων υπουργών της Ευρωζώνης στις 27 Απριλίου στη Σόφια. Στο πλαίσιό της  θα τεθεί το ζήτημα σχετικά με τη μετέπειτα πορεία για το θέμα της Ελλάδας, αλλά μία απόφαση δεν πρέπει να αναμένεται πριν η χώρα ολοκληρώσει επιτυχώς το τρέχον πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής».

Σύμφωνα με την Handelsblatt, η προοπτική παροχής ελαφρύνσεων για το ελληνικό χρέος έχει ήδη τεθεί από το Νοέμβριο του 2012, με ανανέωση των σχετικών δεσμεύσεων από καιρού εις καιρόν στο διάστημα που έχει μεσολαβήσει έως σήμερα. Το γεγονός ότι το θέμα παραμένει σε επίπεδο εξαγγελιών οφείλεται κατά το ρεπορτάζ κατά κύριο λόγο στον πρώην ομοσπονδιακό ΥΠΟΙΚ, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε , o οποίος, θέλοντας να διατηρήσει αμείωτη την πίεση προς την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, επέβαλε την άποψη οι σχετικές αποφάσεις να ληφθούν με το πέρας του προγράμματος το 2018, και αυτό μόνον ‘εάν είναι απαραίτητο.

Η εφημερίδα επισημαίνει, δε, ότι από το Μάιο του 2010 στη χώρα έχουν εισρεύσει περίπου 263 δισ. οικονομικής βοήθειας που προορίζονται κατά κύριο λόγο για την εξόφληση ληξιπρόθεσμών χρεών.

​Το ερώτημα που τίθεται στη συνέχεια είναι εάν η Ελλάδα θα καταφέρει να αποπληρώσει κάποια στιγμή τα χρέη της προς τους δημόσιους, διεθνείς πιστωτές της – ESM, EFSF, ΔΝΤ, ΕΚΤ και κράτη – μέλη της Ευρωζώνης.

«Προς το παρόν η Αθήνα δεν αντιμετωπίζει ακόμη δυσκολίες να εξυπηρετήσει τις οφειλές της, ενώ η περίοδος εξόφλησης των δανείων από το ΔΝΤ ξεκινά το 2023. Ωστόσο, μετά η κατάσταση μπορεί να καταστεί κρίσιμη, καθώς με βάση τον έως τώρα σχεδιασμό, η αποπληρωμή των δανείων εκτίνεται ως το 2059» τονίζεται στο δημοσίευμα.​

Παράλληλα τονίζεται ότι το πώς θα διαμορφωθεί το δημόσιο χρέος της Ελλάδας ως ποσοστό του ΑΕΠ της έως εκείνη τη χρονική περίοδο, εξαρτάται κυρίως από τον παράγοντα της οικονομικής ανάπτυξης, το δημοσιονομικό ισοζύγιο και από τους όρους υπό τους οποίους η χώρα θα μπορεί να αντλήσει χρηματοδότηση από τις διεθνείς χρηματαγορές. ​Εκείνο όμως που θεωρείται σίγουρο είναι ότι δεν μπορεί να γίνει κάτι χωρίς την παροχή ελαφρύνσεων, τονίζει.

Οι ειδικοί του Euro Working Group εξετάζουν τώρα μία δέσμη μέτρων προς αυτήν την κατεύθυνση, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι μεγαλύτεροι χρόνοι αποπληρωμής, τα χαμηλά επιτόκια σε βάθος χρόνο και επιπρόσθετα έτη χωρίς υποχρέωση αποπληρωμής των χρεών. Στο πλαίσιο της συζήτησης τίθεται και η πρόταση της Γαλλίας περί συνάρτησης της εξυπηρέτησης του χρέους με την αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας. Ένα επιπλέον μέτρο είναι και αυτό της αντικατάστασης των ακριβών δανείων του ΔΝΤ από φθηνότερα του ESM, δεδομένου ότι υπάρχουν διαθέσιμοι πόροι καθώς η Ελλάδα έκανε χρήση μόνον των 59 δισ. από τα προβλεπόμενα 86 του τρέχοντος προγράμματος βοήθειας.

«Oι διεθνείς πιστωτές προβάλλουν εύλογα επιχειρήματα για την παραχώρηση ελαφρύνσεων, επισημαίνοντας ότι αυτές δεν θα ενισχύσουν μόνον την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας έναντι των χρηματαγορών, αλλά θα εξασφαλίσουν ότι η Ελλάδα δεν θα παρεκκλίνει της πολιτικής δημοσιονομικής εξοικονόμησης και μεταρρυθμίσεων μετά την εκπνοή του προγράμματος οικονομικής βοήθειας στα τέλη Αυγούστου», σημειώνει η γερμανική εφημερίδα