Skip to main content

Κηδεύοντας ένα Πολίτευμα

ΑΓΓΕΛΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ / ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: DAVID TETT

Ο τρόπος με τον οποίο επιλέγει να χειριστεί ένα πολιτικό σύστημα δύσκολους πολιτικούς γρίφους λέει πολλά για την ωριμότητά του

Του Άγγελου Χρυσόγελου
Αναπληρωτή καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο London Metropolitan University

Πώς αποφασίζει ένα πολιτικό καθεστώς να κηδεύσει έναν ανώτατο άρχοντα ο οποίος κατείχε το αξίωμα μέσα σε ένα συνταγματικό πλαίσιο που πλέον έχει ανατραπεί; Η ιστορική ανάλυση δείχνει ότι τέτοιες περιπτώσεις είναι συχνά δύσκολοι πολιτικοί γρίφοι, ωστόσο ο τρόπος με τον οποίο επιλέγει να τις χειριστεί ένα πολιτικό σύστημα λέει πολλά για την ωριμότητά του.

Το ελληνικό κράτος έχει βρεθεί στο παρελθόν σε κατάσταση ανάλογη με την σημερινή, αν και με αντιστραμμένους τους όρους. Ενώ δηλαδή η σημερινή αβασίλευτη δημοκρατία κηδεύει έναν τέως βασιλιά, η βασιλευομένη δημοκρατία κλήθηκε άλλοτε να κηδεύσει πρώην προέδρους της μεσοπολεμικής αβασίλευτης δημοκρατίας. Και η αλήθεια είναι ότι τους συμπεριφέρθηκε γενναιόδωρα. Το 1952 και επί βασιλείας Παύλου, η κηδεία του πρώην δικτάτορα Πάγκαλου, βενιζελικού και φανατικά αντιβασιλικού πραξικοπηματία, που μεταξύ άλλων κατέλαβε για μερικούς μήνες το αξίωμα του προέδρου της δημοκρατίας το 1926, έγινε δημοσία δαπάνη.

Νωρίτερα, τον Σεπτέμβριο του 1936, ο δις συνταγματικά εκλεγμένος πρόεδρος της δημοκρατίας Αλέξανδρος Ζαΐμης, ο οποίος παύθηκε το 1935 για να επανέλθει η μοναρχία, τάφηκε επίσημα, παρουσία μάλιστα του Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος μόλις τον προηγούμενο μήνα είχε επιβάλει δικτατορία στη χώρα. Η περίπτωση Ζαΐμη είναι το κοντινότερο ιστορικό ανάλογο στην σημερινή περίπτωση του τέως βασιλέως Κωνσταντίνου, καθώς και οι δυο είχαν καταλάβει το αξίωμά τους με βάση την αντίστοιχη συνταγματική τάξη της εποχής.

Στο εξωτερικό οι περιπτώσεις κατά τις οποίες πρώην βασιλείς κηδεύονται με τιμές είναι αρκετά συχνές. Χαρακτηριστικότερο και κοντινότερο σε εμάς παράδειγμα ο Μιχαήλ της Ρουμανίας, μια εξαιρετικά δημοφιλής προσωπικότητα στην χώρα του, ο οποίος κηδεύτηκε το 2017 με κάθε επισημότητα. Ανάλογη περίπτωση εκείνη του επίσης δημοφιλούς τέως βασιλιά του Αφγανιστάν Ζαχίρ Σαχ, ο οποίος επέστρεψε στην χώρα μετά την πτώση των Ταλιμπάν το 2001 και κηδεύτηκε επίσημα το 2007 παρουσία του προέδρου της χώρας και σύσσωμης της κυβέρνησης.

Ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον όμως παρουσιάζουν περιπτώσεις όπου πρώην αρχηγοί κρατών αποβιώνουν ενώ έχει επέλθει συνταγματική αλλαγή, αλλά παραμένουν έντονες ιστορικές μνήμες και το νέο καθεστώτος θα είχε κάθε δικαιολογία να αποφύγει επίσημες τελετές. Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί ο διαβόητος στρατηγός Γιαρουζέλσκι στην Πολωνία, ο οποίος πέθανε το 2014. Ο Γιαρουζέλσκι δεν κηδεύτηκε ως πρώην αρχηγός κράτους, καίτοι είχε διατελέσει πρόεδρος της Πολωνίας, καθώς το 1981 είχε καταλύσει το (κομμουνιστικό) σύνταγμα επιβάλλοντας στρατιωτικό νόμο.

Παρόλα αυτά, στην κηδεία του, η οποία ήταν θρησκευτική σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία αν και ο ίδιος δήλωνε άθεος όσο ζούσε, παρευρέθησαν και οι τρεις εν ζωή πρόεδροι της δημοκρατικής Πολωνίας, ως ένδειξη καλής θέλησης, προκειμένου να επουλωθεί το τραύμα της μνήμης της κομμουνιστικής περιόδου. Ανάμεσα στους τρεις προέδρους ξεχώριζε ο Λεχ Βαλέσα, ο οποίος προσευχήθηκε για την ψυχή του μεγάλου αντιπάλου του. Η τέφρα του Γιαρουζέλσκι μεταφέρθηκε κατόπιν, με επίσημη στρατιωτική συνοδεία και με το τελετουργικό που προβλέπεται για πρώην αρχηγούς του στρατού, στο νεκροταφείο όπου ενταφιάζονται οι στρατηγοί και οι στρατιωτικοί ήρωες της χώρας – γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις από την πολωνική δεξιά.

Περίπτωση εγγύτερη σε αυτήν του Κωνσταντίνου, δεδομένου ότι είχε καταλάβει το αξίωμά του με βάση τις συνταγματικές διατάξεις της εποχής, ήταν εκείνη του προέδρου της Νοτίου Αφρικής κατά την δεκαετία του ’80 Πίτερ Μπόθα, ο οποίος απεβίωσε το 2006 σε μία χώρα που προσπαθούσε να αφήσει πίσω της το τρομακτικό καθεστώς του Απαρτχάιντ. Ο Μπόθα είχε γίνει παγκοσμίως γνωστός για τις σκληρότατες μεθόδους καταστολής τις οποίες εφάρμοζε σε όσους αγωνίζονταν ενάντια στις φυλετικές διακρίσεις, εξού το προσωνύμιο «ο μεγάλος κροκόδειλος» που του είχαν προσδώσει.

Αν και στο πρόσωπο του Μπόθα η μαύρη πλειοψηφία της χώρας έβλεπε την φρικτή ανάμνηση του Απαρτχάιντ, η πρόθεση της κυβέρνησης ήταν αυτός να ταφεί επίσημα ως πρώην αρχηγός του κράτους – μάλιστα είχε δοθεί εντολή οι σημαίες να κυματίζουν μεσίστιες στα κυβερνητικά κτήρια. Τελικά η ίδια η οικογένεια του Μπόθα ζήτησε η κηδεία του να έχει ιδιωτικό χαρακτήρα, έστω κι έτσι όμως σε αυτήν παρέστησαν όχι μόνο ο διάδοχός του (και τελευταίος λευκός πρόεδρος της Νοτίου Αφρικής) Φρέντερικ Ντε Κλερκ, αλλά και ο εν ενεργεία πρόεδρος Θάμπο Μπέκι, διάδοχος του Νέλσον Μαντέλα. Όπως και στην περίπτωση του Γιαρουζέλσκι, ο σκοπός ήταν η θεραπεία της ιστορικής μνήμης.

Με βάση όλα τα παραπάνω και ανεξάρτητα από τις προσωπικές πεποιθήσεις του καθενός και της καθεμιάς από εμάς σχετικά με την παρακαταθήκη που άφησε ο βασιλικός θεσμός στην Ελλάδα, παραμένει το ερώτημα αν το αποτέλεσμα των κυβερνητικών χειρισμών στο θέμα της ταφής του Κωνσταντίνου αποτελεί μία χαμένη ευκαιρία από την οποία η δημοκρατία μας δεν θα είχε να χάσει τίποτα, αλλά μάλλον να κερδίσει πολλά.