Skip to main content

Ας πρόσεχαν!

Shutterstock

Η τελευταία ηχηρή υπενθύμιση ήρθε με τη νομοθετική διάταξη με την οποία διαγράφονται τα πρόστιμα στους ανεμβολίαστους για τον Covid-19

Κανείς και ουδέποτε έχασε στην Ελλάδα, από όσους ΔΕΝ πληρώνουν έγκαιρα ή και καθόλου τους φόρους που τους βεβαιώνει το κράτος.

Πρόκειται για ένα αξίωμα, την ισχύ του οποίου φροντίζει να επιβεβαιώνει συχνά η εκάστοτε πολιτική ηγεσία, ειδικά μάλιστα όταν φαίνονται στον ορίζοντα εκλογές.

Η τελευταία ηχηρή υπενθύμιση ήρθε με τη νομοθετική διάταξη με την οποία διαγράφονται τα πρόστιμα στους ανεμβολίαστους για τον Covid-19, μετά των αναλογούντων τόκων εκπρόθεσμης καταβολής, εφόσον δεν έχουν εισπραχθεί έως την έναρξη ισχύος της παρούσας. Προσοχή όμως. Δεν διαγράφονται όλα τα πρόστιμα, αλλά μόνο εκείνα που βεβαιώθηκαν μεν, δεν πληρώθηκαν δε.

Για τους ανεμβολίαστους που πλήρωσαν τα εν λόγω πρόστιμα, εκούσια ή αναγκαστικά, μέσω κατασχέσεων τραπεζικών λογαριασμών ή συμψηφισμών επιστροφών φόρου από την ΑΑΔΕ, η σχετική διάταξη λέει με απλά λόγια «κακό του κεφαλιού τους».

Όπως αναφέρει ρητώς και η σχετική διευκρινιστική εγκύκλιος, ποσά που έχουν καταβληθεί δεν επιστρέφονται.
Θα μπορούσε η κυβέρνηση να αποφασίσει τη διαγραφή του συνόλου των προστίμων και να επιστρέψει τα ποσά και σε όσους τα πλήρωσαν εκόντες – άκοντες, αναγνωρίζοντας είτε πως ήταν λάθος η επιβολή τους είτε ότι το πρόστιμο είχε σκοπό να λειτουργήσει ως φόβητρο για να αναχαιτιστεί η πανδημία και τώρα που δεν υπάρχει κίνδυνος ακυρώνεται.

Όμως, η διαγραφή της υποχρέωσης μόνο για όσους δεν το πλήρωσαν ενισχύει την αναξιοπιστία της επιβολής φόρων, τελών και προστίμων και δίνει την ελπίδα στους ασυνεπείς οφειλέτες ότι στο τέλος «κάτι θα γίνει», με μια ρύθμιση, μια διαγραφή.

Συγχρόνως, στέλνει το μήνυμα στους έως τώρα συνεπείς ότι κινούνται σε λάθος κατεύθυνση και θα πρέπει να επανεξετάσουν τη στάση τους.

Με παρόμοιες κρατικές τακτικές τις τελευταίες δεκαετίες έχουν φτάσει τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς την εφορία σε επίπεδα άνω των 107 δισ. ευρώ και προς τον ΕΦΚΑ άνω των 47 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα δυνητικά εισπράξιμα ανέρχονται μόλις στο 10%-15%. Τα υπόλοιπα, αρχικά χαρακτηρίζονται «μη εισπράξιμα» και κατόπιν διαγράφονται.