Του Στράτου Στρατηγάκη
Μαθηματικού – Ερευνητή
[email protected]
Εντυπωσιακά είναι τα στοιχεία της Eurostat, που περιλαμβάνει η ετήσια έκθεση της Αρχής Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση, σχετικά με την αναλογία φοιτητών/ακαδημαϊκού προσωπικού στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Τη χειρότερη αναλογία έχει η Κροατία με 1 διδάσκοντα για 76,9 φοιτητές και αμέσως μετά έρχεται η Ελλάδα με 1 διδάσκοντα για 44,1 φοιτητές. Στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης η αναλογία είναι η μισή, όπως βλέπουμε στον πίνακα. Στην Τουρκία σε κάθε διδάσκοντα αναλογούν 23,1 φοιτητές, στη Βουλγαρία 12,4 στην ΠΓΔΜ 17 και στην Πορτογαλία 14,4.
Η διαφορά μας από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης είναι τόσο μεγάλη που δεν υπάρχει καμία δυνατότητα σύγκρισης. Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι στη Μέση Εκπαίδευση είχαμε το ακριβώς αντίστροφο πρόβλημα: Η αναλογία μαθητών/καθηγητών ήταν τόσο μικρή, που έκαναν τους θεσμούς να ζητούν τμήματα με περισσότερους μαθητές. Δεν ήταν μόνο η μορφολογία του εδάφους που δημιουργούσε την ανάγκη μικρών τμημάτων, ήταν οι πολιτικές αποφάσεις που πάρθηκαν τα τελευταία 20 χρόνια, που δημιούργησαν αυτή την κατάσταση στη δευτεροβάθμια και την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Η αναλογία 1 διδάσκων ανά 44,1 φοιτητές είναι απλά ο μέσος όρος. Αυτό σημαίνει ότι σε κάποιες σχολές η κατάσταση είναι καλή, όπως στην Ιατρική Αθήνας που έχει 553 μέλη ΔΕΠ, ενώ υποδέχεται 165 φοιτητές το χρόνο, που μαζί με τις μετεγγραφές και τους καθ’ υπέρβαση εισακτέους γίνονται 200. Στα έξι έτη σπουδών σημαίνει περίπου 1200 φοιτητές, δηλαδή αναλογία 1 προς 2. Για να γίνει αυτή η αναλογία 1 προς 44 φανταζόμαστε τι γίνεται στα τμήματα των ΤΕΙ της περιφέρειας.
Είναι προφανές ότι για να έρθουμε κοντά στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης πρέπει να έχουμε τους μισούς φοιτητές. Και πάλι θα είμαστε στο πάνω όριο στην αναλογία. Το Υπουργείο Παιδείας αποφασίζει τον αριθμό των εισακτέων σε κάθε τμήμα. Οι σχολές και τα τμήματα προτείνουν τον αριθμό των φοιτητών που μπορούν να εκπαιδεύσουν και το Υπουργείο Παιδείας αποφασίζει να εισάγει στα πανεπιστήμια τους… διπλάσιους φοιτητές από όσους μπορούν να εκπαιδεύσουν. Οι υποψήφιοι, που εξετάστηκαν στις πανελλήνιες το 2018, ήταν 90.200 και οι επιτυχόντες όλων των κατηγοριών εκτός από την κατηγορία του 10%, εκτός και από τις στρατιωτικές σχολές ήταν 68.260, δηλαδή το 75,67%. Έχουμε πολύ μεγάλο ποσοστό εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Το Υπουργείο Παιδείας, εδώ και είκοσι χρόνια, υποκύπτει στην πίεση των οικογενειών να σπουδάσουν τα παιδιά τους και βάζει στα Πανεπιστήμια πολύ περισσότερους από όσους χωράνε.
Τα αποτελέσματα στην εκπαίδευση των φοιτητών είναι προφανή. Τα Πανεπιστήμιά μας δεν μπορούν να είναι τίποτε άλλο παρά μόνο εξεταστικά κέντρα. Τα αμφιθέατρα των 200 ατόμων θα είναι ο κανόνας. Καμία σύγχρονη εκπαιδευτική μέθοδος δεν μπορεί να εφαρμοστεί με τόσους λίγους διδάσκοντες.
Δεν είναι, όμως, μόνο κακή η εκπαίδευση όλων. Είναι και το μεγάλο ποσοστό εγκατάλειψης των σπουδών, η δημιουργία των λεγόμενων αιώνιων φοιτητών, ο αριθμός των οποίων μεγαλώνει χρόνο με το χρόνο. Πρόκειται για όσους έκαναν λάθος επιλογές ή διαπίστωσαν ότι δεν έχουν τις απαιτούμενες γνώσεις να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους. Αυτοί δεν έχουν καμία υποστήριξη από τους διδάσκοντες, που δεν έχουν χρόνο να ασχολούνται προσωπικά με τον κάθε φοιτητή που έχει προβλήματα, αλλά δεν έχουν υποστήριξη ούτε από το Υπουργείο Παιδείας που δεν τους επιτρέπει την οριζόντια μετακίνηση σε άλλα τμήματα. Μόνη διέξοδος η κατηγορία του 10%.
Η συνταγή είναι, λοιπόν, απλή: Βάζεις πολλούς, πολύ περισσότερους από όσους χωράνε και ικανοποιείς το αίτημα της κοινωνίας. Θα βγουν πολύ λιγότεροι, αλλά όσο λίγοι και να βγουν και πάλι πολλοί θα είναι, αφού έχεις βάλει τόσους πολλούς. Αποτυπώνεται αυτό και στα ποσοστά ανεργίας των πτυχιούχων μας. Όσο για την εκπαίδευσή τους; Επαφίεται στο φιλότιμο διδασκόντων και διδασκομένων.