Skip to main content

Μια «άλλη» συζήτηση για start-ups

Από την έντυπη έκδοση 

Του Α.Δ.Παπαγιαννίδη
[email protected]

Οταν κανείς προσκαλείται να μετάσχει σε μια διοργάνωση-συζήτηση για τη διαδικασία ενσωμάτωσης στις σύγχρονες πόλεις ΚΑΙ την κινητοποίηση/στράτευση των πολιτών (πήγαμε να μεταφέρουμε στα ελληνικά το «Inclusive Cities & Engaged Citizens»), όπως εκείνη που πρότεινε το Ελληνοαμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο, και η CSR/Ελλάς ετοιμάζεται για «κάτι από εταιρική κοινωνική ευθύνη», άντε και με ένα συμπλήρωμα από διαδικασία συμβίωσης στη σύγχρονη πόλη.

Εκείνο που τελικά προσφέρθηκε στην εκδήλωση της περασμένης Δευτέρας αποδείχθηκε πως ήταν πολύ πιο πολύπλοκο και -ας μας επιτραπεί- ως εκ τούτου σαφώς πιο ενδιαφέρον. Ήδη ο κεντρικός ομιλητής δήμαρχος της Βέρνης -ο ελβετικότατος Alec von Graffenried- στην εισαγωγική του τοποθέτηση το πήγε παραπέρα: Μίλησε μεν για τα περί πόλεως και δημοκρατίας με αναγωγή στην ελληνική παράδοση, πλην ΟΧΙ με την κοινότοπη λογική αρχαιολατρίας, αλλά ενσωματώνοντας με στοργή (ίσως και θαυμασμό) στον λόγο του την κατάθεση κοινωνικής συμβίωσης που αποτελεί το ελληνικό καφενείο. Και μάλιστα στη σύγχρονη δικτυωμένη/διασυνδεδεμένη ψηφιακά πόλη. Και μάλιστα σε αναζήτηση διάθεσης ενεργού και όχι παθητικής συμβίωσης: όχι ακριβώς εκείνο που θα περίμενες από Ελβετό!

Πάμε όμως στον πυρήνα. Ένα πάνελ έδωσε τον λόγο σε εμπνευστές start-ups που πέτυχαν/που πετυχαίνουν, υπό τις συνθήκες της ελληνικής κρίσης – όχι όμως μόνον με τη λογική της επιτυχίας/επιβίωσης/ανάπτυξης, αλλά και με εκείνην της διάχυσης διαφορετικών προτύπων στην κοινωνία. Ήδη παρεμβαίνοντας «απέξω» η Sabina Dzikrman, επικεφαλής για την Ελλάδα της EBRD (που ακριβώς ήρθε σ’ εμάς λόγω κρίσης, ενώ η καταστατική της λειτουργία ήταν να βοηθήσει χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης να «ανακαλύψουν» την οικονομία της αγοράς) κατέθεσε ένα πολύτιμο συγκριτικό στοιχείο: σε σχέση με άλλες στηριζόμενες χώρες η Ελλάδα δείχνει να πηγαίνει καλά, σε σχέση όμως γενικά με το ευρωπαϊκό περιβάλλον τα χρόνια της κρίσης «γράφει» μεν καλά όσον αφορά την ανθεκτικότητα/resilience και την επίτευξη ενσωμάτωσης/inclusiveness, όμως υστερεί σοβαρά σε ανταγωνιστικότητα, σε καλή διακυβέρνηση ή οικονομική ενσωμάτωση.

Περνώντας, τώρα, σε επιμέρους «παίκτες» του χώρου των start-ups, είχαμε τον Νίκο Δρανδάκη της τόσο πολυσυζητημένης Taxibeat. Αυτός απέφυγε στη δική του εισήγηση να μιλήσει για τις πρόσφατες περιπέτειες του εγχειρήματός του. Αντίθετα απέδωσε την επιτυχία της πλατφόρμας του στο ότι οι ιδρυτές της αντέστρεψαν την πυραμίδα ιεράρχησης στόχων: πρώτοι οι μέτοχοι, ύστερα οι πελάτες, τελευταίοι οι εργαζόμενοι, με προσπάθεια (ακολουθώντας τη λογική του «Drive» του Daniel Pink – Η παράξενη αλήθεια για το τι μας δίνει κίνητρο) να εξασφαλίσει σε όσους δούλεψαν στο Taxibeat όχι απλώς καλό χώρο δουλειάς και καλύτερες οικονομικές απολαβές από της αγοράς, αλλά και αίσθηση αυτονομίας, αντίληψη στόχου που συμμερίζονται. (Μόνον όταν τσιγκλίστηκε ο Δρανδάκης αναφέρθηκε στην τωρινή του περιπέτεια με Σπίρτζη κοκ. Για να τονίσει κυρίως το πόσο αποθαρρυντικά λειτουργεί η αλλαγή κανόνων μόλις φανεί ότι πέτυχες.)

Ο Νικόλαος Πίπας της Yoleni’s, που έχει τη λογική να γνωρίσει σε όσο ευρύτερο κοινό γίνεται ελληνικά προϊόντα διατροφής/ελληνικές γεύσεις, μίλησε για το portal προώθησης ιδιαίτερων διατροφικών προϊόντων, που ήδη κατόρθωσε -ακριβώς ξεκινώντας μέσα στην κρίση- να φιλοξενεί στα διαδικτυακά του ράφια πάνω από 2.000 προϊόντα κάπου 200 μικρών παραγωγών.

Ακολουθώντας όμως τη λογική της Amazon να «δένει» τη διαδικτυακή παρουσία με την υλική δημιούργησε ήδη από τον Νοέμβριο του 2016 τον ιδιότυπο πολυχώρο γεύσεων στη Σόλωνος, που ήδη κατόρθωσε να γίνει και τουριστικός προορισμός, προτείνον`τας και συνταγές προϊόντων, όπως οι παραδοσιακές πίτες. Αυτά όλα, συν τη διάταξη που θυμίζει παλιό εδωδιμοπωλείο, αλλά και διαθέτει μέχρι και παιδότοπο, προτίθεται τώρα να μεταφέρει στην Providence του Rhode Island, σε μικρή απόσταση από τη Βοστόνη, με μια franchise επένδυση άνω των 2 εκατομμυρίων δολαρίων. Και υπάρχει, ως φαίνεται, ευρύτερο ενδιαφέρον εξάπλωσης.

Τελευταίος, ο Σπύρος Τσομπανίδης της Phee. Που, διαπιστώνοντας ότι κάθε χρόνο δεκάδες παράκτιοι δήμοι στην Ελλάδα χρειάζεται να απομακρύνουν τόνους από φύκια (300 τόνους για κάθε δήμο κατά μέσον όρο, με κόστος γύρω στις 30.000 ευρώ τον χρόνο επίσης κατά μέσο όρο), λάνσαρε την ιδέα συλλογής και κατεργασίας των φυκιών, που εν συνεχεία γίνονται φυσικά χρηστικά προϊόντα με λογική μόδας – από κουτιά συσκευασίας και καλύμματα κινητών μέχρι ρακέτες θαλάσσης ή πλαίσια φωτογραφιών. Δίπλα στον καθαρισμό των παραλιών με εθελοντική κινητοποίηση, προέκυψε μια ακόμη εξαγωγική ευκαιρία…

Start-ups που, θαρρούμε, συνδυάζουν τη βιωσιμότητα/επιτυχία με άνοιγμα κοινωνικών οριζόντων.