Από την έντυπη έκδοση
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Παρακολουθώντας, κατά ένα μέρος, το περίφημο debate Τραμπ – Μπάιντεν, το μυαλό μου πήγε στον Φρίντριχ Νίτσε (1844-1900), τον θεωρούμενο προφήτη του μηδενισμού. Ο αμφιλεγόμενος Γερμανός φιλόσοφος, σε πολλά βιβλία και γραπτά του, παρουσίαζε τη σταδιακή, αλλά και επιταχυνόμενη παρακμή του Δυτικού ανθρώπου, που σε μια κατάσταση όπου δεν τον εντυπωσιάζουν πλέον οι αξίες, τις εκστομίζει χωρίς να έχουν ουσία γι’ αυτόν.
Μια δεύτερη σκέψη που έκανα αφορούσε το βιβλίο της Ιταλίδας καθηγήτριας Μόνικα Σιμεόνι, που φέρει τον τίτλο «Μια νοσηρή δημοκρατία: παλαιοί και νέοι λαϊκισμοί». Κατά την άποψη της Μόνικα Σιμεόνι, «η εποχή μας χαρακτηρίζεται από μια σοβαρή κρίση της δημοκρατίας, που είναι το αποτέλεσμα της φθοράς των πολιτικών κομμάτων εξουσίας». Τα τελευταία στην ουσία διαχειρίζονται καταστάσεις που δεν τις πολυκαταλαβαίνουν, δεν έχουν οράματα και σε μεγάλο βαθμό άγονται και φέρονται από συντεχνιακές ελίτ.
«Κατά συνέπεια, ανοίγει δρόμος για καιροσκοπικούς και ανήθικους πολιτικούς σχηματισμούς, οι οποίοι καταγγέλλουν και ξορκίζουν χωρίς να προτείνουν. Έτσι, η σημερινή κρίση της δημοκρατίας απογειώνεται και η Δύση αποσταθεροποιείται, χωρίς να προσφέρονται φερέγγυες απαντήσεις στα σοβαρά προβλήματά της».
Στην παρούσα δε φάση της παγκοσμιοποίησης και των ανακατατάξεων που προκαλούνται στο διεθνές τοπίο, ένα από τα προβλήματα είναι αυτό της αποδυνάμωσης της ευρωπαϊκής και αμερικανικής μεσαίας τάξης, η οποία -πέρα από τα υλικά και ψυχολογικά της προβλήματα- αντιμετωπίζει και σοβαρή δημογραφική πτώση. Με αποτέλεσμα, σταδιακά να ενισχύεται η αδυναμία της να αντιδράσει θετικά σε αλλαγές και αναπροσαρμογές που οι σύγχρονες τεχνολογικές και οικονομικές εξελίξεις συνεπάγονται. Την ίδια στιγμή, όπως επισημαίνει και ο Γάλλος καθηγητής Πιερ Ροζανβαλόν, η καθίζηση των ιδεολογιών δημιουργεί ένα πρόσθετο κενό, που βοηθάει την ανάδυση της «δημοκρατίας της ακροαματικότητας» – που εμείς θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «πολιτική – θέαμα».
Πρόκειται για μία βαθμιαία θεαματοποίηση της πολιτικής ζωής, στο πλαίσιο της οποίας το θέαμα και ο στιγμιαίος χαρακτήρας του συσκοτίζουν πλήρως τα όσα συμβαίνουν πίσω από τη σκηνή. Το ευρύ κοινό απομακρύνεται έτσι από την προϊούσα πολυπλοκότητα της πραγματικότητας και, στην αδυναμία του να μπορεί να την ερμηνεύσει, στρέφεται προς την αναζήτηση μίας ταυτότητας η οποία έχει ναρκισσιστικό χαρακτήρα και ενισχύει το ατομικό έναντι του συλλογικού. Την τάση αυτή περιγράφει πολύ αδρά ο Ρόμπερτ Ντ. Πούτμαν σε μελέτη του για την αμερικανική κοινωνία, στην οποία η παρακμή της συλλογικότητας υποβαθμίζει τις κοινωνικές δραστηριότητες και άρα συμβάλλει στην απαξίωση της κοινωνικής συνοχής και της κριτικής σκέψης. Αποτελεί δώρο έτσι στις δυνάμεις του ανορθολογισμού, οι οποίες με τη βοήθεια του Διαδικτύου διαθέτουν πρόσφορο έδαφος ανάπτυξής τους. Πολλά τελευταία γεγονότα επιβεβαιώνουν του λόγου μας το αληθές.
Στην απαξίωση αυτή -η οποία, βεβαίως, στην περίπτωση της Ευρώπης δεν είναι ίδια με την αντίστοιχη των ΗΠΑ- ο Βρετανός κοινωνιολόγος Φρανκ Φιουρέντι προσθέτει και τον ρόλο που παίζει στις «μετα-ιδεολογικές», όπως λέει, κοινωνίες η καλλιέργεια του φόβου. «Ο φόβος», επισημαίνει ο πρώην τροτσκιστής ακτιβιστής συγγραφέας, «έρχεται να ενισχύσει το ναρκισσιστικό εγώ, παράλληλα όμως δημιουργεί σχέσεις εξάρτησης από διάφορους “μάγους”, που ξέρουν να γκρεμίζουν, αλλά είναι ανίκανοι να χτίσουν». Ο Φρανκ Φιουρέντι επισημαίνει επίσης σε ποιον βαθμό ο φόβος επιδρά παραλυτικά και στο επίπεδο της δημιουργικής προσπάθειας, με αποτέλεσμα οι κοινωνίες του φόβου να είναι αρνητικές απέναντι στο επιχειρείν και στην ανάληψη κινδύνων. Ακόμα χειρότερα, η ενσωμάτωση στις κοινωνίες του φόβου σπρώχνει τον πολίτη προς την αναζήτηση μίας υποθετικής ασφάλειας εις βάρος άλλων αναζητήσεων, συναφών με τη δημοκρατία και τους θεσμούς της.
Περιττόν να τονιστεί ότι η πανδημία του κορονοϊού αποτελεί πολύτιμο εργαλείο στην εμβάθυνση των «κοινωνιών του φόβου», οι οποίες πλέον γίνονται παγκόσμιες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δημοκρατία και την απαξίωσή της προς όφελος του λαϊκισμού.
Όπως τονίζει η καθηγήτρια Ν. Ουρμπινάτι στο βιβλίο της «Κοινή Γνώμη και Δημοκρατική Νομιμότητα», ο σημερινός λαϊκισμός είναι καταστροφέας πολιτών και δεν αντιμετωπίζεται παρά μόνον με γενναίες εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε περισσότερο κριτικό πνεύμα, σε σοβαρότητα και σε υπεύθυνη συμμετοχή στα κοινά. Απέναντι στους εχθρούς της δημοκρατίας και στην προσπάθειά τους να την απονομιμοποιήσουν, η κριτική γνώση και η πνευματική διαύγεια είναι σανίδες σωτηρίας – υπό τον όρο, όμως, ότι σε μία τέτοια προσπάθεια θα συμμετείχαν και υπεύθυνα μέσα μαζικής επικοινωνίας, ικανά να αντισταθούν στην πολιτική-θέαμα και στον λαϊκισμό-μαγική λύση. Αυτό όμως είναι ένα άλλο μεγάλο θέμα, στο οποίο θα χρειαστεί να επανέλθουμε…