Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Δύο φιλικές -ας πούμε- παρατηρήσεις μάς έγιναν για τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίσαμε τις προωθούμενες αλλαγές στα εργασιακά (στο εδώ σημείωμα της 2ας Σεπτεμβρίου), αναλύοντας δηλαδή τα αδύνατα σημεία της θέσπισης υποχρεωτικής τηλεργασίας χωρίς να έχει προηγηθεί διαμόρφωση θεσμικού πλαισίου αλλά και εκείνα του προγράμματος επιδότησης για τη δημιουργία 100.000 νέων θέσεων εργασίας.
Η πρώτη παρατήρηση αφορούσε προτεραιότητες: σε σύγκριση με αυτά, μας επισημάνθηκε ότι πολύ μεγαλύτερη σημασία έχει/θα έχει η προωθούμενη μεγαλύτερη ευελιξία στην κατανομή του χρόνου εργασίας ή πάλι η ριζικότερη τροποποίηση του τρόπου ανάδειξης των συνδικαλιστικών εκπροσώπων. Η δεύτερη παρατήρηση είχε να κάνει με την επισήμανση ότι η άποψη πως η όποια αντιπολιτευτική προσέγγιση στα θέματα αυτά δεν κατόρθωσε να ανοίξει δημόσια συζήτηση: εδώ κατηγορηθήκαμε για πρόωρη απογοήτευση.
Η θεματική αυτή των εργασιακών έχει μεγαλύτερη σημασία από τα περισσότερα που θα αποτελέσουν το αύριο αυτής της βαριάς εμπειρίας της πανδημίας του κορονοϊού, όσο κι αν σήμερα η υγειονομική διάσταση ή πάλι τα σχήματα άμεσης επιδότησης κλέβουν ως τώρα τις εντυπώσεις. Θα επιχειρήσουμε λοιπόν να δώσουμε κάποιες διευκρινίσεις/επεξηγήσεις – και θα ξεκινήσουμε με εκείνο που είναι πολιτικά πιθανότερο να αποτελέσει αιχμή: τη σύγκλιση των μεταβολών στην ανάδειξη των συνδικαλιστικών εκπροσώπων με τη συν-λειτουργία των συνδικάτων με τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Οτιδήποτε αγγίζει τον συνδικαλιστικό νόμο 1264/82 παγίως δημιουργεί κραδασμούς. Ενώ και το συνδικαλιστικό κίνημα -δηλαδή… ό,τι απομένει απ’ αυτό- θεωρείται ότι συνδέεται στενότερα με ΚΚΕ, παλαιό ΠΑΣΟΚ (όσο επεβίωσε με τη μετενσάρκωση σε ΚΙΝΑΛ), ΣΥΡΙΖΑ ή και επέκεινα Αριστερά. Οπότε, λένε, η απόπειρα να περάσουμε σε ηλεκτρονική ψηφοφορία για την ανάδειξη των οργάνων και -ακόμη περισσότερο- για την κήρυξη απεργίας υπόσχεται/απειλεί να φέρει έντονους κραδασμούς.
Ήδη το θέμα έχει τεθεί από τη συνολική αντιπολίτευση. Η άποψή μας: η σταδιακή υποχώρηση της πειστικότητας του ίδιου του συνδικαλιστικού κινήματος, αλλά και των δεσμών με τα σημερινά κόμματα δεν αφήνει να πιθανολογηθεί ισχυρή αντίδραση. Περισσότερο από το εσωτερικό της κυβέρνησης -που έχει προσεταιριστεί ουκ ολίγους των προστατευμένων συνδικαλιστικών χώρων- θα μπορούσε να πατηθεί φρένο. Κατά τα άλλα, τα πνεύματα έχουν εξοικειωθεί -θαρρούμε- με τις ηλεκτρονικές διεργασίες και ψηφοφορίες, Covid βοηθούντος. Οπότε γενική αντίδραση, εδώ, δεν βλέπουμε. Ούτε άξια λόγου δημόσια συζήτηση.
Πιο ουσιαστική η υπόθεση της ευελιξίας στο ωράριο εργασίας, με την υπέρβαση των ορίων υπερωριών, που από 48 ώρες ανά 6μηνο που ισχύει για τη βιομηχανία και τις βιοτεχνίες, θα επιχειρηθεί να πάει στις 120 ώρες ανά έτος, όπως για τις υπηρεσίες κ.ο.κ. Αιχμηρότερη η ενδεχόμενη ρύθμιση για να δοθεί η δυνατότητα (με επιχειρησιακή συμφωνία) η τυχόν υπέρβαση του ορίου εργασίας σε μια ημέρα να γίνεται με μείωση ωραρίου σε κάποιαν επόμενη (όχι δε μόνον εντός της ίδιας εβδομάδας, φτάνει ο μέσος όρος να μείνει στις 40 ώρες/εβδομάδα). Εδώ, τα πράγματα είναι όντως πιο δύσκολα, καθώς -ειδικά μετά τη λειτουργία «υπό συνθήκες Covid», μετά και τη 10ετία των μνημονίων- οι εργασιακές σχέσεις έχουν τραυματιστεί. Η δε πρόταση να υπάρξει έλεγχος (η ύπαρξη του ΣΕΠΕ μάλλον δεν πείθει υπό τις σημερινές συνθήκες) μέσω ψηφιακών συστημάτων/ «ψηφιακής κάρτας εργαζόμενου» περισσότερη θυμηδία παρά καθησυχασμό φέρνει.
Ενώ, λοιπόν, αυτή η θεματική όντως «υπόσχεται» σημαντικές τριβές -τις οποίες προκαταβολικά επιχείρησε να προλάβει η κυβέρνηση, υποσχόμενη δημόσιο διάλογο/συνεννόηση με τους κοινωνικούς εταίρους, αλλά και (άμεσα από Κ. Μητσοτάκη) όρκους ότι επ’ ουδενί «θα θιγεί το 8ωρο»- φοβούμεθα ότι στην αγορά εργασίας είναι τέτοιο το κλίμα ανησυχίας και πίεσης, που μάλλον πολιτική και μόνο θα είναι η οποιαδήποτε αντίδραση. Να το πούμε κι αλλιώς. Μπορεί η Φώφη Γεννηματά να έχει μιλήσει και να έχει επανέλθει για «συνθήκες εργασιακής ζούγκλας» με αναφορές σε «μισό μισθό/μισή εργασία» με αφορμή το πρόγραμμα «Συν-Εργασία». Μπορεί Έφη Αχτσιόγλου και Νάσος Ηλιόπουλος να έχουν κάνει λόγο για «κυνισμό και αναλγησία» στα αντανακλαστικά της κυβέρνησης, με αφορμή τις αναφορές σε «έλλειψη ατομικής πρωτοβουλίας των νέων» στην αναζήτηση εργασίας (ο Ευκλείδης Τσακαλώτος πήγε παραπέρα, θεωρώντας ότι και η Έκθεση Πισσαρίδη -που θεωρείται η βάση των σχεδιασμών στα εργασιακά- επαναφέρει σήμερα, υπό τις ακραίες συνθήκες της πανδημίας, τη λογική της Search Theory για τη μη συνάντηση προσφοράς και ζήτησης θέσεων εργασίας).
Όμως… δημόσια συζήτηση δεν έχει ανοίξει. Μήπως ο λόγος θα ‘πρεπε να αναζητηθεί ότι σε πλείστες επιχειρήσεις -όχι τις μεγαλύτερες/οργανωμένες δε- οι πραγματικές συνθήκες ωραρίου ήταν και παραμένουν χωρίς καμιά σχέση με τις εκάστοτε νομοθετημένες;