Από την έντυπη έκδοση
Του Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Το μόνο που δεν σχολιάστηκε/αναλύθηκε όσο θα άξιζε με την ιδιότυπη κατάθεση του προσχεδίου Προϋπολογισμού 2019 την περασμένη Δευτέρα ήταν το στοίχημα για ανάπτυξη: 2,1% φέτος και 2,5% του χρόνου, και τούτο παρά τις αμφίσημες ενδείξεις του φετινού πρώτου 6μήνου. Μ’ αυτό το παίξιμο με τα spreasheets των μακροοικονομικών υπολογισμών του ΥΠΟΙΚ συμφώνησε π.χ. το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, με την παρατήρηση ότι «αναθεωρείται οριακά το βασικό σενάριο του μεσοπρόθεσμου». Εδώ/απ’ αυτό θα κριθούν πολλά.
Πάντως, η επιλογή της κυβέρνησης να καταθέσει Προϋπολογισμό 2019 σε προσχέδιο με δύο εκδοχές στο φλέγον ζήτημα της περικοπής των συντάξεων -«με ή χωρίς περικοπή», αυτή ήταν η ουσία όπως κι αν τεχνικά διατυπωθεί- μπορεί κανείς να πει ότι ευθέως ανταμείφθηκε σε επίπεδο Eurogroup, προτού καλά καλά το θέμα φτάσει εκεί. Όχι μόνον ο συνήθης ύποπτος Πιερ Μοσκοβισί, αλλά και ο ίδιος ο πρόεδρος του Eurogroup Μάριο Σεντένο άφησαν ορθάνοιχτη την προοπτική αναθεώρησης του μέτρου της περικοπής, που είχε επιβληθεί με επιμονή του ΔΝΤ. «Το μέτρο δεν ήταν μέτρο διαρθρωτικής πολιτικής, καθώς το συνταξιοδοτικό σύστημα είχε ήδη μεταρρυθμισθεί». Για να συμπληρώσει: «Στόχο είχε να είναι δημοσιονομικό μέτρο». Και ακόμη σαφέστερος έγινε λέγοντας: «Η δημοσιονομική κατάσταση της Ελλάδας είναι σήμερα πολύ καλύτερη απ’ ό,τι πριν από 18 μήνες, όταν είχε υιοθετηθεί η εν λόγω απόφαση». Συνεπώς, ο «προϋπολογισμός πολλαπλών επιλογών/multiple choise» με τον οποίο ξεκίνησε ως προσχέδιο-και-βλέπουμε η ελληνική κυβέρνηση, σαφώς και δεν δημιούργησε αρχικά τρικυμία στα θεσμικά όργανα – άλλη βέβαια υπόθεση «οι αγορές», οι οποίες παρεκλήθησαν να κρατήσουν λίγο πίσω τα σχόλιά τους.
Από την άλλη πλευρά, έχουμε τη δραματοποίηση του αδιεξόδου στο οποίο πάει να οδηγήσει το ίδιο το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο ως διαδικασία -δηλαδή τη συζήτηση των δημοσιονομικών στόχων όλων των κρατών μελών της Ε.Ε. «27» (ούτε καν μόνο της Ευρωζώνης…)- η προ ημερών ιταλική επιλογή ευθείας αντιπαράθεσης. Με τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλοντ Γιούνκερ να λέει: «Αν όλοι λάμβαναν ειδική μεταχείριση [όπως επιδιώκει, ευθέως και ανοιχτά η Ιταλία], αυτό θα σήμαινε το τέλος του ευρώ». Για να συμπληρώσει: «Δεν θα επιθυμούσα, αφού κατορθώσαμε όντως να αντεπεξέλθουμε στην ελληνική κρίση, να καταλήξουμε με την ίδια κρίση στην Ιταλία. Μια τέτοια κρίση ήταν ήδη αρκετή!»
Αν, τώρα, πάρει κανείς και συγκρίνει τη μαχητική διατύπωση των Ιταλών κατά την κατάθεση του δικού τους Προϋπολογισμού («επανάσταση της κοινής λογικής», «θα είναι αυτός ο Προϋπολογισμός του λαού, των πολιτών που στο παρελθόν υπέφεραν») με την αντίστοιχη του ελληνικού προσχεδίου («η ακριβής ποσοτικοποίηση των δημοσιονομικών παρεμβάσεων που προτίθεται να υλοποιήσει η κυβέρνηση θα οριστικοποιηθεί στο πλαίσιο της επεξεργασίας των προϋπολογισμών των κρατών μελών της Ε.Ε. κατά τη διαδικασία του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου»), βρίσκεται με αντίθεση δυο κόσμων. Όπου η εκμάθηση του ευρωπαϊκού παιχνιδιού δείχνει να έχει προχωρήσει ταχύτατα στη δική μας πλευρά, ενώ οι Ιταλοί ακόμη κινούνται με την προτεραιότητα στο εσωτερικό πολιτικό ακροατήριο.
Βέβαια, όπως σημειώσαμε ξεκινώντας, το πράγμα στο ευρωπαϊκό παιχνίδι θα κριθεί στο αν η οικονομία θα πείσει ότι θα βγάζει τους ρυθμούς ανάπτυξης – όχι δε αυτούς καθαυτούς, όσο κι αν το στοίχημα συμπίεσης της ανεργίας στο 18,2% λειτουργεί πολιτικά, αλλά τα διαβόητα πρωτογενή πλεονάσματα / υπερπλεονάσματα. Που θα επιτρέψουν να θεωρηθεί ότι δημοσιονομικά «το γύμνασμα βγαίνει», σύμφωνα με την προσέγγιση Σεντένο.
Όμως η ευθεία απόσυρση από το τραπέζι της συζήτησης για τη διαρθρωτική διάσταση του συνταξιοδοτικού συμβαίνει να συνέπεσε με μια άγαρμπη ανακοίνωση στοιχείων: κατά την ΕΛΣΤΑΤ, η τάση μείωσης του πληθυσμού της ωραίας μας χώρας επιτείνεται – κατά 4,7% μειώθηκαν οι γεννήσεις το 2017, σχεδόν ταυτόσημο το ποσοστό της αύξησης των θανάτων. Άμα εγκατασταθούμε σε επιταχυνόμενα φθίνουσα πληθυσμιακή εικόνα, περιγράφουμε ΤΟ διαρθρωτικό πρόβλημα!
«Μα καλά, θα μιλάμε για 20 και 30 χρόνια αργότερα;» θα ‘ναι το ερώτημα του ανθρώπου της καθημερινότητας (ή/και του Μάριο Σεντένο, προφανώς). Ακόμη κι αν το δεχτεί κανείς αυτό, υπάρχει και η άλλη διαρθρωτική αδυναμία που εγκαθίσταται στο συνταξιοδοτικό. Με δεδομένο ότι οι «παλιοί» συνταξιούχοι/οι προ νόμου Κατρούγκαλου θα ζουν και θα κινούνται ανάμεσά μας -καλά να ‘ναι!- με συντάξεις αισθητά έως πολύ ανώτερες των σημερινών και μελλοντικών, θα λειτουργήσει ως κίνητρο για όσους έχουν αμοιβές άνω των 1.000 – 1.200 ευρώ να μείνουν «εκτός». Εκτός ασφαλιστικού συστήματος, άρα και εκτός φορολογικής συμμόρφωσης. Αυτή κι αν είναι διαρθρωτική στρέβλωση!
Άλλο… θέμα υπομονής μέχρις ότου να αναδειχτεί η ζημιά.