Skip to main content

Ένας επίδοξος Ευρωπαίος ηγέτης μεταξύ δύο πυρών

Από την έντυπη έκδοση

Του Ιωάννη Παπαδόπουλου*
Αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών 

Ύστερα από μια ιδιαίτερα φορτισμένη συζήτηση την προηγούμενη ημέρα, η Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ενέκρινε την Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου με 448 ψήφους υπέρ, 197 κατά και 48 αποχές την έκθεση Sargentini για την ενεργοποίηση της διαδικασίας του άρθρου 7 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ε.Ε. κατά της Ουγγαρίας, καθώς η κυβέρνηση του Βίκτορ Όρμπαν κατηγορείται για περιορισμό των ελευθεριών και παραβίαση του κράτους δικαίου.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απεφάνθη ότι όντως υπάρχει κίνδυνος παραβίασης των θεμελιωδών αξιών της Ένωσης από την Ουγγαρία και κάλεσε τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. να κινήσουν τη διαδικασία για την αντιμετώπιση απειλής κατά των ιδρυτικών αξιών της Ε.Ε., οι οποίες περιλαμβάνουν τον σεβασμό στη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η απαιτούμενη εκ της Συνθήκης πλειοψηφία των 2/3 των ευρωβουλευτών επετεύχθη. Τώρα το Συμβούλιο μπορεί να ανοίξει τον δρόμο για σοβαρές κυρώσεις κατά της Ουγγαρίας με πλειοψηφία 3/4 και όχι με ομοφωνία των κρατών-μελών (πλην της κατηγορούμενης Ουγγαρίας), πράγμα που αφαιρεί τη δυνατότητα από τη φίλα προσκείμενη προς τον Όρμπαν κυβέρνηση της Πολωνίας να μπλοκάρει τη διαδικασία.

Ο Βίκτορ Όρμπαν έχει πολώσει όσο κανένας άλλος την πολιτική τάξη και τους ίδιους τους πολίτες της Ε.Ε., ιδίως λόγω της άκαμπτα ξενόφοβης και ισλαμοφοβικής στάσης του στην ευρωπαϊκή προσφυγική-μεταναστευτική κρίση. Ωστόσο, είναι φανερό πως ο Όρμπαν εργαλειοποιεί πολιτικά αυτό το καυτό ζήτημα, επικαλούμενός το ως πρόσχημα για να περάσει τη δική του ευρύτερα αντιφιλελεύθερη ατζέντα. Από το 2010, οπότε και εξελέγη πρωθυπουργός της Ουγγαρίας για πρώτη φορά, ο Βίκτορ Όρμπαν επιχειρεί με επιμονή και μεθοδικότητα να εδραιωθεί ως «ισόβιος ηγέτης» του κεντροευρωπαϊκού έθνους, ρυμουλκώντας σταδιακά προς τις δικές του ακραίες απόψεις την παραδοσιακή ευρωπαϊκή Δεξιά.

Πράγματι, με μια σειρά από ανοιχτά αυταρχικές συνταγματικές και νομοθετικές μεταρρυθμίσεις, η ουγγρική κυβέρνηση παρεμβαίνει πλέον στο έργο της Δικαιοσύνης και της Κεντρικής Τράπεζας, ψαλίδισε τις αρμοδιότητες του θεσμικού αντίβαρου που αντιπροσωπεύει το Συνταγματικό Δικαστήριο, ασκεί έλεγχο όλων των μέσων ενημέρωσης στη χώρα με οικονομικά μέσα και διά του εκφοβισμού, απαγορεύει συλλήβδην τη δράση μη κυβερνητικών οργανώσεων, ακόμα και όσων διαχειρίζονται κονδύλια της Ε.Ε., ανάγοντας τον πολιτικό αντίπαλο, εβραϊκής καταγωγής Τζορτζ Σόρος, σε μισητό αποδιοπομπαίο τράγο, και βεβαίως γαλβανίζει περιοδικά την κοινή γνώμη κατά της «αντιχριστιανικής κουλτούρας των παγκοσμιοποιημένων ευρωπαϊκών ελίτ» και στοχοποιώντας πολιτικούς του αντιπάλους και ανεξάρτητους δημοσιογράφους ως «εχθρούς του έθνους».

Το περιβάλλον στην Ουγγαρία είναι πια τόσο τοξικό, που για πρώτη φορά στην Ενωμένη Ευρώπη μια εκλεγμένη κυβέρνηση προσπαθεί να κλείσει ένα πανεπιστήμιο με την αδιαφανή κατηγορία της «χρήσης άδηλων πόρων» (και που προέρχονται, κατά σύμπτωση, από τον δαιμονοποιημένο δισεκατομμυριούχο Σόρος). Από πολλές απόψεις, αυτή η κουλτούρα μίσους, ξενοφοβίας, συνωμοσιολογίας και εθνικιστικής αναδίπλωσης θυμίζει τις μαύρες μέρες της δεκαετίας του 1930, όταν ανέβαιναν ο φασισμός και ο ναζισμός. Επιπλέον, συγγενείς και φίλοι του Όρμπαν ερευνώνται για διασπάθιση ευρωπαϊκών κονδυλίων από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF). Την ίδια στιγμή, το σύστημα υγείας της χώρας βρίσκεται σε παρακμή, ιδίως στην ουγγρική επαρχία, με τη χώρα να έχει προσδόκιμο ζωής 72,6 χρόνια, κατώτερο ακόμα και από την εκτός της Ε.Ε. φτωχή Αλβανία.

Όλα αυτά συμβαίνουν υπό τη σκέπη του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ), στο οποίο ανήκει, ακόμα, το ουγγρικό κυβερνών κόμμα Fidesz. Ο συνδυασμός της ανάδειξης του Μάνφρεντ Βέμπερ ως επίδοξου κύριου υποψηφίου του ΕΛΚ στις ευρωεκλογές του 2019 υποστηριζόμενου από την Καγκελάριο Μέρκελ, της σύμπλευσης στη προσφυγική-μεταναστευτική ατζέντα του κόμματος του Βέμπερ CSU με τον Όρμπαν, και της ευρείας υπερψήφισης της έκθεσης Sargentini στο Στρασβούργο, προμηνύουν ενδιαφέρουσες εξελίξεις το επόμενο διάστημα στα ανώτατα κλιμάκια της ευρωπαϊκής πολιτικής τάξης. Πράγματι, η πόλωση των εθνικιστικών δυνάμεων υπό τους Όρμπαν, Ματέο Σαλβίνι που συγκυβερνά στην Ιταλία και Χάιντς-Κρίστιαν Στράχε που συγκυβερνά στην Αυστρία, με κύριο αντίπαλο τους φιλελεύθερους ευρωπαϊστές Εμανουέλ Μακρόν και Γκι Φερχόφσταντ, ηγέτη της πολιτικής ομάδας ALDE στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με τον οποίο συντάχθηκε ο Μακρόν, δεν αφήνει μεγάλο περιθώριο για μια επαμφοτερίζουσα πολιτική εκ μέρους της Κεντροδεξιάς.

Στην παρούσα ιδιαίτερα φορτισμένη πολιτική ατμόσφαιρα, η θέση του Βέμπερ να υπερψηφίζει (όπως και η ομάδα ευρωβουλευτών της Ν.Δ., προς τιμήν τους) την έκθεση Sargentini αλλά και να αλιεύει στα θολά νερά των Πολωνών ακροδεξιών, οι οποίοι θα βρεθούν χωρίς πολιτική ομάδα μετά την αποχώρηση των Βρετανών Συντηρητικών, προσομοιάζει με σημείο πολιτικού βρασμού. Δεν μπορεί εύκολα να πείσει η «κεντρώα» στροφή ενός πολιτικού της CSU όσο δεν αποκηρύσσει ανοιχτά τον Όρμπαν από το ΕΛΚ. Στο κεντρομόλο, συναινετικό πολιτικό σύστημα της Ε.Ε., δεν υπάρχει περίπτωση να εκλεγεί κάποιος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αν δεν συνενώσει σε μια πολιτική πλατφόρμα τουλάχιστον τρία μεγάλα κόμματα, κάτι που ο Μάνφρεντ Βέμπερ δεν φαίνεται επί του παρόντος ικανός να επιτύχει λόγω της πολιτικής αποξένωσης των Σοσιαλδημοκρατών, των Φιλελεύθερων και των Πρασίνων. Ένας πιο παραδοσιακά μετριοπαθής κεντροδεξιός πολιτικός με κοινωνικό προφίλ θα μπορούσε να διεκδικήσει με καλύτερους όρους εκ μέρους του ΕΛΚ την πιο σημαντική θέση στην Ε.Ε.