Skip to main content

Τραπεζικά δάνεια, υπό όρους τα περισσότερα

Από την έντυπη έκδοση

Του Δημήτρη Τζάνα, οικονομολόγου

Προβληματισμός αναπτύσσεται το τελευταίο διάστημα σε σχέση με τη δυνατότητα των τραπεζών να επεκτείνουν τις χρηματοδοτήσεις τους σε όλες τις κατηγορίες των δανειοληπτών, φέτος και τα επόμενα έτη. Διαδικασία απολύτως αναγκαία για να συντελεστεί η επίτευξη ικανοποιητικών ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας, σε συνέχεια της υπέρβασης της υγειονομικής κρίσης λόγω της πανδημίας από τον κορονοϊό. Ας δούμε τα σημερινά δεδομένα.

Έπειτα από πολλά έτη κατά τα οποία τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (εφεξής ΜΕΔ) ήταν περί το 50% των συνολικών δανείων, επιβάλλοντας στις διοικήσεις να μεταθέτουν ακόμη και τις σκέψεις πιστωτικής επέκτασης, το 2020 ξεκίνησε η δραστική μείωσή τους. Οιισολογισμοί για το 2020 που θα ανακοινωθούν τον Μάρτιο θα δείξουν αν οι επιδόσεις είναι κάτω από το 30% (επιδόσεις ομίλων στο 9μηνο, Πειραιώς: 46,8%, Alpha: 42,8%, Εθνική: 29,3% και Eurobank: 14,8%), με τις διοικήσεις να συνεχίζουν εντατικά τη σχετική προσπάθεια μέσω των τιτλοποιήσεων. Με την ΤτΕ ωστόσο να επανέρχεται μέσω της Έκθεσης Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και να επισημαίνει ότι απαιτείται η εφαρμογή ενός ακόμη εργαλείου, μιας bad bank, αφού μόνο με τις τιτλοποιήσεις τα ΜΕΔ θα φτάσουν στο 25% του συνόλου, όταν στην Ε.Ε. ο μέσος όρος είναι πολύ χαμηλότερα, στο 3%. Την ίδια ώρα, τα εκτεταμένα μορατόριουμ που προσφέρουν οι τράπεζες στους δανειολήπτες λόγω των συνθηκών της πανδημίας θα οδηγήσουν σε επόμενο χρόνο σε νέα ΜΕΔ, με την ΤτΕ να εκτιμά ότι θα φτάσουν τα 8-10 δισ. ευρώ.

Όμως, δεν είναι μόνο τα νέα ΜΕΔ που καθιστούν επιβεβλημένη την εθνική bad bank. Είναι και η χαμηλή ποιότητα των ιδίων κεφαλαίων καθώς το 54,4% σχετίζεται με τη διαδικασία του αναβαλλόμενου φόρου, σύμφωνα με την οποία ακυρώνονται αν τα αποτελέσματα δεν είναι κερδοφόρα. Ήδη, οι τράπεζες υλοποιούν σύνθετους εταιρικούς μετασχηματισμούς αφού με την εφάπαξ διαδικασία καταγραφής ζημιών από τα παλαιά ΜΕΔ μέσω των τιτλοποιήσεων καταγράφουν ζημιές. Στον αντίποδα, η μεταβίβαση νέων ΜΕΔ στην bad bank που προτείνεται θα συνεπάγεται απόσβεση της καταγραφόμενης λογιστικής ζημιάς σε βάθος χρόνου, μην προκαλώντας έτσι αφαίμαξη κεφαλαίων.

Με αυτά τα δεδομένα, γίνεται φανερό ότι η πιστωτική επέκταση δεν μπορεί παρά να είναι ιδιαίτερα προσεκτική. Όταν μάλιστα έχουν συντελεστεί δραστικές μειώσεις στο λειτουργικό κόστος, με το τραπεζικό σύστημα να απασχολεί το 2020 λιγότερους από 35 χιλ. υπαλλήλους από 66 χιλ. το 2008 και να διαθέτει 1.750 καταστήματα από 4.100 το 2008. Εξελίξεις που υπαγορεύθηκαν από την παρατεταμένη ύφεση, τα ζημιογόνα λειτουργικά αποτελέσματα αλλά και τις καταιγιστικές τεχνολογικές αλλαγές που είναι σε εξέλιξη. Επιπλέον, εδώ και 6 χρόνια η εποπτεία του τραπεζικού συστήματος διενεργείται από την ΕΚΤ και ειδικότερα τον SSM, διαμορφώνοντας ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον διοίκησης σε σχέση με εκείνο της δεκαετίας 2000- 2010, οπότε κατεγράφησαν τα ιστορικά ρεκόρ στις χρηματοδοτήσεις. Η εποχή της έγκρισης δανείων προς ιδιώτες, επιχειρήσεις, κρατικούς φορείς ή άλλους τρίτους με χαλαρά κριτήρια έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί!

Εν όψει των παραπάνω, οι καταγραφόμενες επιδόσεις δανειοδοτήσεων (Νοέμβριος 2020) ανέρχονται στα 148,3 δισ. ευρώ και ο ετήσιος ρυθμός πιστωτικής επέκτασης στον ιδιωτικό τομέα ανέρχεται στο 2,6%. Πρόκειται για το αποτέλεσμα που προκύπτει από τον συνδυασμό νέων δανειοδοτήσεων και απομείωση των παλαιών λόγω της διαδικασίας της μεταφοράς των ΜΕΔ στους φορείς ειδικού σκοπού. Με ανώτατα τραπεζικά στελέχη να βεβαιώνουν ότι τα νέα δάνεια που έχουν δοθεί ανέρχονται σε 12 δισ. ευρώ για το 2020 και ότι η ανταπόκριση των τραπεζών σε αιτήματα νέων δανείων είναι συνεχής εφόσον εκπληρώνονται τα προβλεπόμενα πιστωτικά κριτήρια. Σε μια χρονιά ωστόσο που η χορηγούμενη ρευστότητα από την ΕΚΤ ξεπέρασε τα 40 δισ. ευρώ και ξεκίνησαν οι κρατικές εγγυήσεις (ΤΕΠΙΧ Ι και ΙΙ, Ταμείο Εγγυοδοσίας). Η απροθυμία επομένως των τραπεζών για αύξηση των χρηματοδοτήσεων δεν είναι γενικευμένη και ασφαλώς δεν αφορά τις υγιείς αναπτυσσόμενες επιχειρήσεις.

Αφορά ωστόσο μεγάλο μέρος της οικονομίας και ιδιαίτερα τις πάνω από 800 χιλ. μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τους αναρίθμητους πληττόμενους ιδιώτες. Και ναι μεν «λεφτά υπάρχουν», αλλά δεν είναι πολλές ούτε οι αξιόχρεες επιχειρήσεις ούτε τα αξιόχρεα φυσικά πρόσωπα-δανειολήπτες για να δοθούν σαν κεφάλαιο κίνησης ή στεγαστικά δάνεια. Με τους ελεγκτικούς μηχανισμούς να έχουν μεταλλάξει επί το συντηρητικότερο την τραπεζική κουλτούρα, αποφεύγοντας τους αυξημένους κινδύνους, ακόμη και των ελπιδοφόρων αιτημάτων, που είναι όμως δραστηριότητα χρηματοδοτικών φορέων ειδικού σκοπού. Είναι επομένως αναγκαίο να κλιμακωθεί ένα πρόγραμμα αυξημένων κρατικών εγγυήσεων (ισχυρών όμως για να ληφθούν υπόψη από τις τράπεζες) για να κλιμακωθεί η επέκταση των χρηματοδοτήσεων σε κατηγορίες δανειοληπτών (επιχειρήσεων ιδιαίτερα) που δεν είναι σήμερα αξιόχρεες, αλλά πρέπει να βοηθηθούν να ανακάμψουν σε συνέχεια των συνθηκών lockdown της πανδημίας. Διαδικασία που μπορεί να υποβοηθηθεί από αυξημένες χρηματοδοτήσεις επενδυτικού χαρακτήρα της Αναπτυξιακής Τράπεζας αλλά και άλλων χρηματοδοτικών εργαλείων (π.χ. project bonds για έργα υποδομών και δράσεις των ΟΤΑ). Θετικά, τέλος, θα λειτουργήσουν και οι μη δανειακού χαρακτήρα καταβολές (επιχορηγήσεις ύψους 16,2 δισ. ευρώ) από το Ταμείο Εγγυήσεων προς τις επιχειρήσεις ενθαρρύνοντας τις τράπεζες να ανταποκριθούν σε αιτήματα χρηματοδοτήσεων προς αυτές.