Skip to main content

Περί αφέλειας και επικοινωνίας

Από την έντυπη έκδοση 

Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]

Η αλήθεια είναι ότι τα σημαντικά σημεία της τελευταίας προεκλογικής εβδομάδας για την ελληνική οικονομία της αρχής του β’ 6μήνου του 2019 -με προγραμματισμένη (μέχρι στιγμής) την «ελληνική υπόθεση» στο Eurogroup της 8ης Ιουλίου, ενώ στην Αθήνα θα μετριούνται ακόμη ψηφοδέλτια…- υπήρξαν δύο.

Η έναρξη λειτουργίας της πλατφόρμας για τα κόκκινα δάνεια/την προστασία της πρώτης κατοικίας, όπως την παρουσίασε ο πιο παραγωγικός στο συγκεκριμένο όλης της περιόδου (μάλλον δίπλα στον Γιώργο Πιτσιλή της ΑΑΔΕ) Φώτης Κουρμούσης, μετά τους μηχανισμούς των 120+120 δόσεων καθώς και τον εξωδικαστικό που διαμορφώθηκαν με δική του τεχνική ευθύνη. Συν, οι επισημάνσεις Γιάννη Στουρνάρα, στην Έκθεση ΤτΕ για τη νομισματική πολιτική – όχι τόσο οι επιφυλάξεις που διετύπωσε για τον ρυθμό ανάπτυξης ή το πρωτογενές πλεόνασμα 2019, όσο η στήριξη για την επανασυζήτηση των πλεονασμάτων με τους «εταίρους» και η αποκήρυξη του «γνωστού μότο περί καμένης γης».

Υπό κάποια έννοια, στο Eurogroup που θα καταπιαστεί με την 3η Έκθεση της (ενισχυμένης) μεταμνημονιακής παρακολούθησης, αυτά τα δύο σημεία θα παίξουν τον καθοριστικό ρόλο. Μπορεί από κεκτημένη ταχύτητα στην ελληνική δημόσια συζήτηση να λειτουργεί η μνήμη του «το Eurogroup δέχθηκε» / «το Eurogroup έσφιξε τα λουριά», όμως στην πραγματικότητα η Ελληνική Δημοκρατία -και όχι η κυβέρνηση της ώρας- είναι εκείνη που θα βρεθεί υπό συζήτηση. Και τα περιθώρια στα οποία θα μπορέσει να κινηθεί είναι εκείνα που θα ξανακοιταχτούν από τους «εταίρους».

Αυτά, όμως, για την 8η Ιουλίου. Η οποία -δεν είναι πολιτικό σχόλιο, είναι ημερολογιακά νομοτελειακό!- ακολουθεί την 7η και τις κάλπες της. Έως τότε, θα προτείνουμε στον αναγνώστη να μας ακολουθήσει πάλι στη δυσάρεστη ξενάγηση στην απουσία ανοιχτών αυτιών και αξιόπιστων διαύλων επικοινωνίας που αναφέραμε στο προηγούμενο σημείωμα, της 1ης Ιουλίου. Ασφαλώς η κορύφωση της μη επικοινωνίας για την Ελλάδα της δεκαετίας της κρίσης απετέλεσε το πρώτο 7μηνο του 2015. Αποτυπώθηκε αυτό στην τελική στροφή πριν από τις κάλπες από την αφοπλιστική -σ’ αυτό τουλάχιστον- συνέντευξη Τσίπρα στον (εκτός εμπάργκο…) ΣΚΑΪ, στο δίδυμο Παπαχελά-Κοσιώνη, με την αναφορά σε αφέλεια. Αφέλεια μπορεί, όμως κυρίως υπήρξε έλλειψη επικοινωνίας. Άρνηση επικοινωνίας. Άρνηση των μηνυμάτων από Βρυξέλλες, Βερολίνο, Παρίσι, ακόμη και Ουάσιγκτον.

Εδώ, αξίζει αληθινά να στραφεί κανείς στο «Η τελευταία μπλόφα» της Ελένης Βαρβιτσιώτη και της Βικτώριας Δενδρινού. Πρόκειται για ένα μεθοδικό-μέχρις-αδυσώπητο χρονικό της φάσης διακινδύνευσης της πορείας της Ελλάδας στο χείλος του Grexit, το 2015.

Εκείνο που στον αναγνώστη τού σήμερα θα φανεί αφήγημα, στα όρια του θρίλερ, και που βασίζεται σε πολύωρες συνεντεύξεις/debriefing δεκάδων πρωταγωνιστών των γεγονότων του 2015, με ισχυρό τον ρόλο των προσώπων που όλοι γνωρίσαμε ή πάντως νομίσαμε ότι παρακολουθούσαμε -τον Γερούν Ντέισελμπλουμ στη θρυλική κόντρα του με τον Γιάνη (ένα «ν») Βαρουφάκη, τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε «που είχε ήδη κόψει τα φτερά έξι Ελλήνων υπουργών Οικονομικών», τον Αλέξη Τσίπρα που «μερικά 24ωρα πριν από το δημοψήφισμα φαινόταν παραπάνω από πρόθυμος να ακούσει επιχειρήματα της τελευταίας στιγμής», τον τραυματισμένο από τη διάψευση των προσπαθειών του Ζαν Κλοντ Γιούνκερ- είναι μια διεξοδική, στα όρια της εξουθενωτικής, χρονικογράφηση αυτής της μεγάλης, πεισματικής, αυτοτραυματιστικής έλλειψης επικοινωνίας.

Βαρβιτσιώτη και Δενδρινού δεν ισχυρίζονται ότι είχαν πρόσβαση σε βαθιά απόρρητα και καλά κρυμμένα μυστικά: ακόμη και το σχέδιο για το ενδεχόμενο Grexit, όσο κι αν ονοματίστηκε «Φάκελος Κροατία» κι αργότερα «Φάκελος Αλβανία» προκειμένου να μη διαρρεύσει ευρύτερα η ανησυχία για την ελληνική πρόσκρουση στα βράχια (δύο φορές, όχι μία…), ήταν γνωστό ότι υπήρχε. Όμως σταθερά και χωρίς δισταγμούς -ιδίως το υπέρθερμο καλοκαίρι του 2015- όλα τα μηνύματα και οι πληροφορίες και τα σημάδια αφήνονταν να περνούν χωρίς να τους δίνεται αληθινή σημασία. Και οι ψευδαισθήσεις να κυριαρχούν. Ανάλογα είχαν προηγηθεί και μετά τους πρώτους μήνες του 2014, όταν η κυβέρνηση Σαμαρά/Στουρνάρα νόμιζε ότι έχει την εμπιστοσύνη/στήριξη των «εταίρων», η οποία χανόταν μέρα τη μέρα. Και, όσο πικρό κι αν είναι, με αντίστοιχη απόσταση στην επικοινωνία είχε πορευθεί και το 2011 η Ελλάδα -η θρυλική «εκδίωξη» της τρόικας- αλλά και η ανηφορική διαπραγμάτευση Παπαδήμου και εν συνεχεία Στουρνάρα το 2012. Κι ας υπήρχε εδώ μεγαλύτερη αρχική εμπιστοσύνη των «εταίρων»: τα κανάλια επικοινωνίας δεν έμειναν πάντα ανοιχτά. Μετά τις κάλπες της 7ης Ιουλίου, ας μην επαναληφθεί ο αυτοτραυματισμός του «οι δικοί μας από Βρυξέλλες, μας έχουν πει ότι…». Ή το, βαρύτερο, «τους ξέρω εγώ τους Ευρωπαίους». Και το σπαρακτικό «θα καθαρίσει για μας ο Μάνφρεντ Βέμπερ» περασμένων εβδομάδων.