Skip to main content

Ο ευρωπαϊκός ψηφιακός φόρος ως απάντηση στην απαίτηση δίκαιης φορολόγησης

Της Βασιλικής Αθανασάκη, Δικηγόρου-Φορολογικού Συμβούλου, Διδάκτορος Δημοσίου-Φορολογικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών  

Στις 21 Μαρτίου 2018, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε την υιοθέτηση νέων κανόνων με σκοπό να διασφαλισθεί ότι η ψηφιακή επιχειρηματική δραστηριότητα φορολογείται με ένα δίκαιο τρόπο, χωρίς όμως να τίθενται εμπόδια στην ανάπτυξη των επιχειρήσεων.

Το ισχύον πλαίσιο 
Οι κανόνες εταιρικού φορολογικού δικαίου που ισχύουν σήμερα δεν ανταποκρίνονται στο σύνολό τους στις ανάγκες και απαιτήσεις της σύγχρονης παγκόσμιας οικονομίας και δεν προσαρμόζονται με ακρίβεια στα σύγχρονα επιχειρηματικά μοντέλα που βασίζονται, μεταξύ άλλων, στη χρήση προηγμένων τεχνολογιών και στην παροχή ψηφιακών υπηρεσιών σε χώρες, όπου δεν διατηρούν οι αντίστοιχες επιχειρήσεις φυσική παρουσία. Παράλληλα, το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο αδυνατεί να συνεισφέρει στην αναγνώριση όλων των δυνατών τρόπων με τους οποίους δημιουργούνται κέρδη στον ψηφιακό κόσμο. Βασική συνέπεια είναι ότι υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ του τόπου στον οποίο δημιουργείται αξία και του τόπου φορολόγησης. Το ζήτημα αυτό έχει απασχολήσει και τον ΟΟΣΑ, στο πλαίσιο των σχετικών εργασιών που κατέληξαν στο Σχέδιο Δράσης για τη Διάβρωση Φορολογικής Βάσης και τη Μεταφορά Κερδών (“BEPS Action Plan”). Ειδικότερα, το Φεβρουάριο του 2013 εκδόθηκε η Έκθεση του ΟΟΣΑ σχετικά με την αντιμετώπιση της διάβρωσης της φορολογικής βάσης και της μεταφοράς κερδών, η οποία οδήγησε στη δημοσίευση του Σχεδίου Δράσης, τον Ιούλιο του 2013 και στη δημοσίευση των τελικών εκθέσεων επί των δεκαπέντε προτεινόμενων δράσεων τον Οκτώβριο του 2015.

Στην ψηφιακή οικονομία, συνήθως η αξία δημιουργείται από ένα συνδυασμό αλγορίθμων, δεδομένων χρηστών οι οποίοι πολλές φορές καλούνται να απαντήσουν για τις προτιμήσεις τους σε σχετικά διαδικτυακά ερωτηματολόγια, λειτουργιών πώλησης και γνώσης. Τα προκύπτοντα κέρδη δεν φορολογούνται απαραιτήτως στη χώρα του εκάστοτε χρήστη ή δέκτη της ενδεχόμενης διαφήμισης αλλά συνήθως στη χώρα, για παράδειγμα, όπου έχουν αναπτυχθεί οι σχετικοί αλγόριθμοι. Άρα η συνεισφορά του χρήστη κατά κανόνα μέχρι σήμερα δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τη φορολόγηση της επιχείρησης.

Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής 
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκανε δύο προτάσεις: Η πρώτη μακροπρόθεσμη πρωτοβουλία της Επιτροπής στοχεύει στην αναμόρφωση των φορολογικών κανόνων, προκειμένου τα κέρδη να δηλώνονται και να φορολογούνται εκεί όπου οι επιχειρήσεις αναπτύσσουν σημαντική αλληλεπίδραση με τους χρήστες μέσω ψηφιακών καναλιών. Η δεύτερη βραχυπρόθεσμη πρόταση άπτεται, κατόπιν σχετικής απαίτησης από κάποια κράτη μέλη, της επιβολής ενός προσωρινού φόρου, ο οποίος θα καλύπτει τις βασικές ψηφιακές δραστηριότητες που τώρα μένουν αφορολόγητες σε επίπεδο ΕΕ.

Με βάση το πρώτο προτεινόμενο μέτρο, τα κράτη μέλη θα φορολογούν τα κέρδη που παράγονται στο έδαφός τους, ακόμα και εάν η φορολογούμενη εταιρεία δεν έχει σε αυτό φυσική παρουσία. Με τον τρόπο αυτό θα διασφαλίζεται ότι οι επιχειρήσεις που λειτουργούν online συνεισφέρουν στα δημόσια έσοδα με τον ίδιο τρόπο και στα ίδια επίπεδα, όπως και οι παραδοσιακές επιχειρήσεις. Για παράδειγμα, μία φορολογική πλατφόρμα θα θεωρείται ότι έχει «ψηφιακή παρουσία» ή εικονική μόνιμη εγκατάσταση σε ένα κράτος μέλος, εάν πληροί ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:  

  • Αν υπερβαίνει το όριο των 7 εκ. ευρώ ετήσιων εσόδων σε ένα κράτος μέλος
  • Αν έχει πάνω από 100.000 χρήστες σε ένα κράτος μέλος στη διάρκεια ενός φορολογικού έτους
  • Αν διατηρεί πάνω από 3.000 επιχειρηματικές συμβάσεις με χρήστες για παροχή ψηφιακών υπηρεσιών στη διάρκεια ενός φορολογικού έτους. 

Οι νέοι κανόνες επιφέρουν αλλαγές και στον τρόπο με τον οποίο τα κέρδη κατανέμονται μεταξύ των κρατών μελών, ούτως ώστε ο επιμερισμός αυτός να αντανακλά καλύτερα τη δημιουργία αξίας online από τις επιχειρήσεις. Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα είναι ο τόπος εγκατάστασης του εκάστοτε χρήστη κατά την κατανάλωση. Το νέο αυτό σύστημα διασφαλίζει την ύπαρξη ενός πραγματικού συνδέσμου μεταξύ του τόπου δημιουργίας ψηφιακού κέρδους και του τόπου φορολόγησής του, ευθυγραμμίζοντας το φορολογικό αποτέλεσμα με τη δημιουργία αξίας. Τα προτεινόμενα μέτρα θα μπορούσαν να ενταχθούν στην προτεινόμενη οδηγία για την Κοινή Ενοποιημένη Εταιρική Βάση Φορολογίας Εισοδήματος (Common Consolidated Corporate Tax Base ή εν συντομία «CCCTB»).

Ως προς το δεύτερο προτεινόμενο μέτρο της υιοθέτησης και επιβολής ενός προσωρινού φόρου σε συγκεκριμένα έσοδα από ψηφιακές δραστηριότητες, κομβικό σημείο αποτελεί το κίνητρο ότι πλέον θα φορολογούνται δραστηριότητες που έμεναν μέχρι τώρα αφορολόγητες, ενισχύοντας με τον τρόπο αυτό άμεσα και αποτελεσματικά τα δημόσια ταμεία. Παράλληλα, με την εισαγωγή του μέτρου αυτού θα αποφευχθεί η αποσπασματική φορολόγηση των ψηφιακών υπηρεσιών μονομερώς από κάποια κράτη μέλη, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε στρέβλωση της ενιαίας αγοράς και σε ενδεχόμενα φαινόμενα επιζήμιου φορολογικού ανταγωνισμού.

Η πρόταση έγκειται στη θέσπιση ενός έμμεσου φόρου που θα επιβάλλεται στα έσοδα που δημιουργούνται από συγκεκριμένες ψηφιακές υπηρεσίες και εν γένει δραστηριότητες, οι οποίες υπό το ισχύον φορολογικό πλαίσιο δεν υπόκεινται σε κανενός είδους φόρο. Ειδικότερα, ο «ψηφιακός» φόρος θα επιβάλλεται στα έσοδα που δημιουργούνται από δραστηριότητες, στις οποίες οι χρήστες διαδραματίζουν ένα σημαντικό ρόλο στη δημιουργία αξίας. Τέτοιο παράδειγμα είναι τα έσοδα από την πώληση online διαφημιστικού χώρου, οι ψηφιακές εργασίες διαμεσολάβησης που επιτρέπουν στους χρήστες να αλληλοεπιδρούν με άλλους χρήστες και παράλληλα διευκολύνουν την πώληση αγαθών και υπηρεσιών μεταξύ τους αλλά και τα έσοδα που προκύπτουν από την πώληση δεδομένων που προέρχονται από πληροφορίες που παρέχουν ηλεκτρονικά οι χρήστες. Είναι σαφές ότι υπό τους υπάρχοντες κανόνες, τα έσοδα αυτά είναι ιδιαίτερα δύσκολο να φορολογηθούν.

Όπως προκύπτει και από τα ως άνω, ο φόρος αυτός θα αποτελεί ένα προσωρινό μέτρο, μέχρι την ολοκλήρωση και εφαρμογή μίας πιο εκτεταμένης μεταρρύθμισης. Το προτεινόμενο μάλιστα αυτό μέτρο θα ενσωματώσει μηχανισμούς για την άμβλυνση της δυνατότητας διπλής φορολόγησης. Τα φορολογητέα έσοδα θα εισπράττονται από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στα οποία βρίσκονται οι χρήστες, ενώ τα μέτρα θα επιβάλλονται μόνο σε εταιρείες με συνολικά ετήσια παγκόσμια έσοδα της τάξης των 750 εκ. ευρώ και ευρωπαϊκά έσοδα της τάξης των 50 εκ. ευρώ. Τα όρια αυτά διασφαλίζουν ότι οι μικρότερες, νεοσύστατες κυρίως επιχειρήσεις (start ups) δεν θα επιβαρυνθούν από τον επιβληθέντα ψηφιακό φόρο. Υπολογίζεται, μάλιστα, ενδεικτικά ότι με συντελεστή ψηφιακού φόρου 3% τα εκτιμώμενα έσοδα αναμένεται να φθάσουν τα 5 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως για τα κράτη μέλη. Άρα, γίνεται αντιληπτό ότι τα φορολογητέα έσοδα μπορεί να είναι ιδιαίτερα σημαντικά και, μάλιστα, σε μία περίοδο κατά την οποία πολλά κράτη μέλη αντιμετωπίζουν μικρή ή μεγαλύτερη οικονομική κρίση. 

Επόμενα Βήματα
Οι νομοθετικές προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα υποβληθούν στο Συμβούλιο για υιοθέτηση και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για διαβούλευση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα συνεχίσει, ωστόσο, να συνεισφέρει στις διεθνείς συζητήσεις για την ψηφιακή φορολόγηση στο πλαίσιο της G20 και του ΟΟΣΑ αλλά και να ασκεί πίεση για φιλόδοξες διεθνείς λύσεις. 

Κριτική των προτάσεων
Οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις έχουν δώσει νέα ώθηση στα λεγόμενα ψηφιακά προϊόντα (“digital products”). Τα ψηφιακά προϊόντα δίνουν για πρώτη φορά, μέσω και της ευρείας χρήσης του διαδικτύου (“internet”) τη δυνατότητα εγκατάστασης εκ μέρους των επιχειρήσεων πολλών και σημαντικών παραγωγικών τους δραστηριοτήτων σε τοποθεσίες οι οποίες δεν ταυτίζονται με τις τοποθεσίες, όπου είναι εγκατεστημένοι οι εκάστοτε πελάτες τους.

Στο πλαίσιο και της αντίστοιχης πρώτης δράσης του BEPS Action Plan του ΟΟΣΑ για την αντιμετώπιση των φορολογικών προκλήσεων της ψηφιακής οικονομίας, οι συνέπειες της ραγδαίας ανάπτυξης της ψηφιακής οικονομίας θα πρέπει να εξετασθούν σε επίπεδο τόσο άμεσης όσο και έμμεσης φορολογίας, μέσω μιας ολιστικής, κατά τον ΟΟΣΑ, προσέγγισης και με ιδιαίτερη έμφαση σε ζητήματα μόνιμης εγκατάστασης, χαρακτηρισμού και φορολόγησης εισοδημάτων που προκύπτουν από νέα επιχειρηματικά μοντέλα αλλά και αποτελεσματικής είσπραξης έμμεσων φόρων (π.χ. Φ.Π.Α.) σε περιπτώσεις διασυνοριακών συναλλαγών πώλησης ψηφιακών αγαθών ή παροχής υπηρεσιών. Η συγκεκριμένη δράση απαιτεί εις βάθος ανάλυση των επιχειρηματικών μοντέλων του συγκεκριμένου κλάδου. 

Βασικός άξονας προβληματισμών στους κόλπους της G20 ήταν η δυσαρμονία των προτύπων διεθνούς φορολόγησης με το τρέχον παγκόσμιο επιχειρηματικό περιβάλλον, με βασικούς πυλώνες την ψηφιακή οικονομία και την πνευματική ιδιοκτησία. Κεντρικό σημείο γύρω από το οποίο περιστρέφονταν οι προβληματισμοί αυτοί ήταν η δυνατότητα των πολυεθνικών επιχειρήσεων να ελαχιστοποιούν σε σημαντικό βαθμό τη φορολογική τους επιβάρυνση. Η δυνατότητα αυτή, εάν συνεκτιμηθεί με τη διάσταση που παρατηρείται μεταξύ των χωρών, όπου δηλώνονται τα κέρδη για φορολογικούς σκοπούς και των χωρών, στις οποίες πράγματι διεξάγονται οι σχετικές επιχειρηματικές δραστηριότητες και λαμβάνουν χώρα οι αντίστοιχες επενδύσεις, επιβεβαιώνει την επιτακτική ανάγκη να ληφθούν μέτρα με κατεύθυνση την κάλυψη των υπαρχόντων κενών στις συμβάσεις αποφυγής διπλής φορολογίας και την υιοθέτηση κανόνων σε διεθνές επίπεδο για την αποφυγή της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής. 

Το να καταστεί η εταιρική φορολογία δίκαιη και αποδοτική είναι σίγουρα επιδίωξη όλων των ενδιαφερομένων μερών. Ωστόσο, η μονομερής προσέγγιση της ΕΕ ως προς την επιβολή ψηφιακού φόρου έχει επικριθεί από τη διεθνή πρακτική ως αλυσιτελής. Ο προτεινόμενος από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή φόρος στις ψηφιακές υπηρεσίες προτίθεται να αναγκάσει εταιρείες-κολοσσούς που δραστηριοποιούνται σε ψηφιακό περιβάλλον, όπως εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης, διαδικτυακών υπηρεσιών (π.χ. εφαρμογών μηχανών αναζήτησης και σχετικών διαδραστικών πλατφορμών) κλπ. να πληρώνουν περισσότερους φόρους. Βέβαια και στο πλαίσιο του Σχεδίου Δράσης του ΟΟΣΑ είχε επίσης προταθεί η επιβολή ειδικών φόρων, όπως ειδικού παρακρατούμενου φόρου στις πληρωμές για ψηφιακά αγαθά και υπηρεσίες ή και φόρου ευρυζωνικότητας (“bandwidth tax”) ή bit tax, με βάση τα bytes που χρησιμοποιούνται από τα εκάστοτε websites. Ωστόσο, τουλάχιστον επί του παρόντος οι προτάσεις αυτές δεν προκρίθηκαν στους κόλπους του ΟΟΣΑ.

Το σίγουρο είναι ότι θα πρέπει να γίνουν προσπάθειες, ώστε να υπάρξει μία αποτελεσματική λύση σε διεθνές επίπεδο για την εξασφάλιση ενός δίκαιου φορολογικού πλαισίου με έμφαση στην αναγνώριση της πολυπλοκότητας της νέας ψηφιακής εποχής με παράλληλο σεβασμό της εθνικής κυριαρχίας των κρατών, τα οποία νομιμοποιούνται να εφαρμόζουν τη φορολογική πολιτική που επιθυμούν.  Πρόκειται για μία πρόκληση που αποζητά μία διεθνή λύση, η οποία θα ανταποκρίνεται τόσο στην ανάγκη δίκαιης φορολόγησης με κριτήριο τον τόπο δημιουργίας αξίας όσο και στην ανάγκη αποτροπής της υπερφορολόγησης που θα λειτουργούσε ανασταλτικά για την επιχειρηματική ανάπτυξη.