Skip to main content

Το βιώσιμο χρέος και οι αγορές

Από την έντυπη έκδοση

Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]

Γιατί είναι σημαντική η έξοδος της χώρας στις αγορές; Γιατί αυτή είναι η μόνη πραγματική μέθοδος προκειμένου η Ελλάδα να αποκτήσει ουσιαστική αυτονομία. Όλα τα υπόλοιπα παρέλκουν. Οι αγορές ήταν αυτές που 8 χρόνια νωρίτερα όρισαν πως η Ελλάδα παύει να είναι αυτόνομη και οι ίδιες είναι πάλι που στην παρούσα φάση «ψηφίζουν» υπέρ της αυτονομίας αυτής.

Οι επενδυτές μπορούν να κρίνουν καλύτερα από τον καθένα ποιες είναι οι νέες προϋποθέσεις και ποια τα καινούργια διαβατήρια για το εγχείρημα. Ο ένας οίκος μετά τον άλλον αναβαθμίζουν το rating της χώρας, διατυπώνοντας συμπίπτουσες απόψεις πως τελικώς το χρέος της χώρας κατέστη βιώσιμο, όπως αναφέρει άλλωστε και στην ενδιάμεση έκθεσή του o διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας.

«Η βιώσιμη επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές κρατικών ομολόγων θα είναι η ύστατη και καθοριστική ένδειξη ότι η οικονομία έχει υπερβεί την κρίση» τονίζει η ΤτΕ. Ασφαλώς για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους απαιτείται η συνέχιση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας όπως διατυπώνεται στην ίδια έκθεση και τότε το Eurogroup θα επανεξετάσει μέτρα ελάφρυνσης.

Πού όμως μπορεί να βασιστεί μια βιώσιμη ανάπτυξη αν όχι σε υγιείς τράπεζες;

Οι τραπεζικές καταθέσεις τού μη χρηματοπιστωτικού ιδιωτικού τομέα αυξάνονται, σημειώνει η έκθεση του διοικητή και αυτό είναι ένας μεγάλος βαθμός επιτυχίας για τις ελληνικές τράπεζες. Από τον Ιούνιο του 2015, οπότε εισήχθησαν οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, οι συνολικές καταθέσεις στις τράπεζες έχουν αυξηθεί κατά 14,6 δισ. ευρώ (ή κατά περίπου 9%). Συγχρόνως ο ELA μειώνεται και σταθεροποιούνται οι πιστώσεις. Το α’ τρίμηνο του 2018 οι τράπεζες επανήλθαν σε κερδοφορία. Η κεφαλαιακή επάρκεια διατηρείται σε υψηλό επίπεδο, ενώ μειώνονται τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.

Και πράγματι τα «κόκκινα» δάνεια αποτελούν για τις τράπεζες μια σημαντική πρόκληση, αφού τα πιστωτικά ιδρύματα καλούνται να ισορροπήσουν μεταξύ των τεθέντων στόχων αλλά και της ανάγκης να μη δημιουργήσουν νέες κεφαλαιακές απαιτήσεις από το πλήθος των διαγραφών.

Η έκθεση αναθεωρεί τους στόχους για τα Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα στο 35,2% στο τέλος του 2019 από 33,9% που αρχικώς υπολογιζόταν.

Όλα όμως τα παραπάνω κατατείνουν στο ίδιο συμπέρασμα: η ελληνική οικονομία χρειάζεται χώρο για να αναπνεύσει, χρειάζεται ελεύθερο δανεισμό και τότε και μόνον τότε θα μπορέσουν να επανέλθουν οι υψηλού επιπέδου επενδυτές, να ανοίξουν νέες δουλειές μειώνοντας την ανεργία, να αναζωογονηθούν εργασίες που λειτουργούν πολύ καιρό τώρα με τρόπο περίπου θνησιγενή.

Η Ελλάδα χρειάζεται το άρωμα αγορών.