Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Η Σαουδική Αραβία είναι και πάλι ο «κρυφός άγνωστος» που θα καθορίσει τις αγορές τους επόμενους μήνες. Οι Σαουδάραβες αναδείχθηκαν σε νικητές της πρόσφατης συνάντησης του Οργανισμού Πετρελαιοπαραγωγών Εξαγωγών Κρατών (ΟΠΕΚ) και των συμμάχων του.
Η απόφαση είναι αύξηση της προσφοράς αργού κατά 1 εκατ. βαρέλια ημερησίως, με βάση το σενάριο ότι το καρτέλ και οι σύμμαχοί του θα συμμορφωθούν 100% με τη συμφωνία του Νοεμβρίου του 2016 για μείωση της παραγωγής κατά 1,8 εκατ. βαρέλια ημερησίως. Η πραγματικότητα όμως είναι λίγο διαφορετική. Πολλές χώρες του ΟΠΕΚ στερούνται της ικανότητας να αυξήσουν την παραγωγή τους, με αποτέλεσμα η Σαουδική Αραβία να αποτελεί τη μοναδική χώρα που μπορεί να φθάσει σε πλήρη παραγωγική ικανότητα και φυσικά να αυξήσει και το μερίδιό της στην αγορά. Αυτό λοιπόν από μόνο του αναιρεί μία αύξηση του 1 εκατ. βαρελιών ημερησίως και αντ’ αυτού καθιστά εφικτή μία αρκετά μικρότερη, της τάξης των 600.000 βαρελιών ημερησίως. Και φυσικά το ερώτημα που προκύπτει στον κόσμο των καταναλωτών είναι εάν η επιπλέον αυτή ποσότητα είναι αρκετή για να συγκρατήσει ένα νέο γύρο ανόδου των τιμών.
Υπάρχει δε αρκετή σύγχυση για το εάν η Σαουδική Αραβία θα μπορέσει, στο πλαίσιο της πρόσφατης συμφωνίας, να παράγει πάνω από τις ποσοστώσεις που της αναλογούν έτσι ώστε να καλύψει το κενό από κάποια άλλα μέλη, όπως Ιράν, Βενεζουέλα και Λιβύη, που αυτή τη στιγμή αδυνατούν να διοχετεύσουν περισσότερο πετρέλαιο, η καθεμία για τους δικούς της λόγους. Αφού λοιπόν δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα «για τι παράγει ποιος», γίνεται απόλυτα κατανοητό ότι η παρακολούθηση της ροής αργού στην αγορά καθίσταται πιο σημαντική από κάθε άλλη φορά. Η ασάφεια άλλωστε θεωρείται η μισή τέχνη της διπλωματίας… Η διατήρηση της τιμής σε ένα πλαίσιο διακύμανσης 70 έως 80 δολάρια το βαρέλι φαίνεται αρκετά καλή για την αποφυγή δημοσιονομικών προβλημάτων στους περισσότερους παραγωγούς και αρκετά χαμηλή για να μην προκύψει κρίση σε επίπεδο ζήτησης. Tο παιχνίδι αυτό το επηρεάζουν και κάποιες κορυφαίες καταναλώτριες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, αλλά δεν λαμβάνεται καθόλου υπ’ όψιν ο τελικός αποδέκτης, που είναι ο, μονίμως απών, απλός καταναλωτής.