Από την έντυπη έκδοση
Tου Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Τα χρόνια που υπηρετώ την οικονομική δημοσιογραφία, τακτικά αναρωτιέμαι αν υπάρχει οικονομολόγος που να μην είναι κεϊνσιανός. Οριστική απάντηση στο ερώτημα δεν έχω, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις διάσημων υπηρετών της οικονομικής επιστήμης, αν δεχθούμε ότι υπάρχει. Αντιθέτως, στη διάρκεια των παραπάνω ετών έχω διαπιστώσει σοβαρότατες διαστρεβλώσεις της σκέψης του διάσημου Βρετανού οικονομολόγου, ο οποίος για πολλούς θεωρείται και ο κορυφαίος του 20ού αιώνα.
Γεννημένος το 1883, χρονιά θανάτου του Καρλ Μαρξ και γέννησης του Γιόζεφ Σουμπέτερ, ο Τζον Μέιναρντ Κέινς, αρχικά υπάλληλος του βρετανικού υπουργείου Οικονομικών και στη συνέχεια καθηγητής στο Κέμπριτζ, ήδη από το 1913 άρχισε να γίνεται γνωστός λόγω των τολμηρών σκέψεών του και των εικονοκλαστικών διαπιστώσεών του αναφορικά με τη λειτουργία της οικονομίας.
Συγκεκριμένα, στη μελέτη του για το Νόμισμα και τη Χρηματοοικονομία της Ινδίας, αμφισβητούσε τους αυτόματους μηχανισμούς του ισχύοντος τότε χρυσού κανόνα και με δόση ειρωνείας τόνιζε ότι «ένας οικονομικός οργανισμός δεν νοείται να εξαρτάται από χρυσοθήρες, χημικές αντιδράσεις και μεταβολές ιδεών στην Ασία». Κατά την εκτίμησή του, οι οικονομικοί αυτοματισμοί είχαν όρια και από ένα σημείο και μετά αυτοί που τους λειτουργούσαν τους διαστρέβλωναν.
Είναι γεγονός ότι προ του Κέινς ο κλασικός φιλελευθερισμός, ως προς την οικονομία και τις λειτουργίες της, έδινε βάρος στην αυθόρμητη τάξη. Οι κλασικοί οικονομολόγοι πίστευαν στον περίφημο νόμο του Γάλλου Ζαν-Μπατίστ Σε, βάσει του οποίου σε μια οικονομία «η προσφορά δημιουργεί τη δική της ζήτηση», αρκεί οι αγορές να λειτουργούν με ανταγωνιστικό τρόπο. Σε μια τέτοια οικονομία θα συνέβαινε μεν να υπάρχουν οικονομικές διακυμάνσεις, πλην όμως θα κινητοποιούσαν αυτοδιορθωτικές δυνάμεις που θα αποκαθιστούσαν τη σταθερότητα. Συνεπώς, στο πλαίσιο αυτό, το καλύτερο που θα είχε να κάνει μια κυβέρνηση ήταν να αποφεύγει τη δημιουργία πηγών αστάθειας στην οικονομία.
Δυστυχώς, για πολλούς λόγους, κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο. Η οικονομία λειτουργεί με ανθρώπους, οι τελευταίοι έχουν διαφοροποιημένες σκέψεις, συμπεριφορές και παρορμήσεις, άρα είναι δύσκολο να επιβάλλουν μια τάξη πραγμάτων που να υπακούει στους νόμους της φυσικής. Αυτές οι πτυχές της οικονομικής λειτουργίας ήλθαν στην επιφάνεια με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και βέβαια υπαγορεύτηκαν και από την αυξημένη ανεργία που οι συγκρούσεις είχαν προκαλέσει.
Στην περίοδο που ακολούθησε, αναφορικά με την παραγωγή, ο Κέινς πίστευε και τόνιζε, έπειτα από παρατηρήσεις και εμπειρίες του, ότι οι επιχειρηματίες λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις με βάση προσωπικές προσδοκίες και προβλέψεις. Η αναγνώριση των ανθρώπινων προσδοκιών οδήγησε έτσι τον Κέινς να αμφισβητήσει το αξίωμα ότι η φυσιολογική τάση της καπιταλιστικής οικονομίας είναι να επιστρέψει στην πλήρη εργασιακή απασχόληση, όπως πίστευαν μέχρι τότε. Ενώ οι κλασικοί οικονομολόγοι υποστήριζαν ότι η ανεργία ήταν μόνον ένα προσωρινό τυχαίο φαινόμενο, ο Κέινς απέδειξε ότι όταν γίνονταν πολύ μικρές επενδύσεις συσσωρεύονταν πολύ μεγάλες αποταμιεύσεις στην οικονομία και η ελεύθερη αγορά έφτανε σε μια εξισορρόπηση με την ανεργία.
Ο Κέινς πίστευε επίσης ότι οι αποφάσεις που παίρνονταν από άλλους οικονομικούς φορείς -από τους καταναλωτές π.χ.- συνεπάγονταν επίσης στοιχεία προσδοκίας: προσδοκίες σταδιοδρομίας, ανόδου των τιμών, ανόδου των μισθών, μελλοντικής αγοραστικής δύναμης. Πλην όμως, ποτέ δεν ανέπτυξε πλήρως αυτή την άποψη του προτύπου της διαδικασίας λήψεως οικονομικών αποφάσεων. Το αποτέλεσμα ήταν να χάσουν οι οπαδοί του από τα μάτια τους το βασικό στοιχείο της σκέψεώς του, ενώ τα μικρο-οικονομικά τους πρότυπα δεν αναφέρονταν καθόλου στις προσδοκίες του καταναλωτή.
Αντιθέτως θεώρησαν την κρατική παρέμβαση ως εξ ορισμού «αγγελικά πλασμένη» και αγνόησαν πλήρως τις τάσεις και πρακτικές που θα μπορούσαν να προκύψουν από αυτήν. Υπό αυτές τις πνευματικές συνθήκες, ο κεϊνσιανισμός κατάντησε μια υπεραπλουστευμένη διατύπωση σκέψης, με κύριο χαρακτηριστικό της τον κρατισμό ως στοιχείο παραμερισμού της αβεβαιότητας από τη λήψη οικονομικών αποφάσεων. Με άλλα λόγια, οι κεϊνσιανοί πίστευαν και πιστεύουν ότι το κράτος είναι ένα είδος οδοντογιατρού, που ανά πάσα στιγμή μπορεί να διορθώνει κάθε ασταθή κατάσταση.
Η ιδέα ότι ο αυθόρμητος συντονισμός των οικονομικών δραστηριοτήτων μέσα σε ένα σύστημα αγορών θα οδηγούσε γενικά σε οικονομική σταθερότητα, στο κεϊνσιανό όραμα αντικαταστάθηκε από την ιδέα μιας εγγενώς ασταθούς κρατογενούς οικονομίας. Θεωρήθηκε πως ο Νόμος του Σε δεν ίσχυε.
Ο επιτυχής συντονισμός των οικονομικών δραστηριοτήτων πατούσε στην κόψη του ξυραφιού. Η ευημερία, κατά συνέπεια, μπορούσε να εξασφαλιστεί μόνο αν οι κυβερνήσεις προσπαθούσαν σκοπίμως να βοηθήσουν την οικονομία να αποφύγει τις αναταράξεις του πληθωρισμού και των υφέσεων. Ο «λεπτός σχεδιασμός» έγινε το ιδανικό της κεϊνσιανής οικονομικής πολιτικής.
Έγινε όμως και ο κύριος παράγοντας ανάπτυξης της προσοδοθηρίας από τη μια μεριά και της κατάργησης του «νόμου της φειδούς» από την άλλη. Δεν είμαστε καθόλου βέβαιοι ότι ο μεγάλος οικονομολόγος, που γνώριζε να αλλάζει γνώμη, θα συμφωνούσε με τις δοξασίες των ερμηνευτών του.