Skip to main content

Η επικαιρότητα του Μάριο Ντράγκι

Από την έντυπη έκδοση

Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου

Ο πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ, ως έμπειρος τραπεζίτης, έχει μια μοναδική δυνατότητα να προβλέπει, άρα μπορεί να δρα εγκαίρως. Ανοίγει συνεπώς την ομπρέλα πριν ξεσπάσει για καλά η καταιγίδα. Αυτό έκανε το 2012 και έσωσε το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα, όταν οι περίφημες αγορές είχαν ήδη αρχίσει να δοκιμάζουν μαύρα κοστούμια.

Σήμερα, ο Μάριο Ντράγκι, πολύ ορθά για μια ακόμη φορά, εκτιμά ότι η πανδημία της νόσου Covid-19 είναι η αρχή μιας σχετικά μακράς περιόδου υγειονομικής αλλά και οικονομικής κρίσης, εξόχως σοβαρής και ανατρεπτικής.

Γιατί η κρίση δεν είναι χρηματοοικονομική, αλλά υγειονομική. Έχει δε χαρακτηριστικά που μπορούν να της προσδώσουν βιβλικές διαστάσεις. Διότι πολλοί επιστήμονες πλέον συμφωνούν ότι ο κορονοϊός ήλθε για να μείνει. Από μόνο του, δε, το φαινόμενο αυτό είναι ανατρεπτικό με άμεση επίπτωση την πρόκληση μιας ισχυρής και παγκόσμιας ύφεσης.

Στο πλαίσιο αυτό, ο πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ, με τελευταίο άρθρο του στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» ζητούσε άμεση δράση από τις κυβερνήσεις και τόνιζε ότι πρέπει να αποφευχθούν μαζικές πτωχεύσεις επιχειρήσεων, οι οποίες από ψυχολογικής πλευράς θα υποθηκεύσουν την παγκόσμια οικονομία για αρκετό καιρό.

«Είναι ήδη ξεκάθαρο -έγραφε ο Μάριο Ντράγκι- ότι η απάντηση στην πανδημία πρέπει να περιέχει σημαντική αύξηση του δημοσίου χρέους. Η απώλεια εισοδήματος στον ιδιωτικό τομέα και όποιο χρέος εκδοθεί για να καλύψει το κενό πρέπει εντέλει να απορροφηθεί, εν συνόλω ή εν μέρει, από τον κρατικό προϋπολογισμό. Τα πολύ υψηλότερα επίπεδα κρατικού χρέους θα γίνουν ένα μόνιμο στοιχείο στις οικονομίες και θα συνοδευτούν από ακύρωση ιδιωτικού χρέους».

«Είναι ο σωστός ρόλος ενός κράτους να αναπτύσσει τον προϋπολογισμό του για να προστατεύσει τους πολίτες και την οικονομία από σοκ, για τα οποία ο ιδιωτικός τομέας δεν είναι υπεύθυνος και δεν μπορεί να απορροφήσει. Τα κράτη πάντα το έκαναν αυτό όταν προέκυπταν εθνικές έκτακτες ανάγκες. Οι πόλεμοι, το πιο σχετικό προηγούμενο, χρηματοδοτήθηκαν από δημόσιο χρέος».

«Η βασική ερώτηση δεν είναι το εάν, αλλά το πώς τα κράτη πρέπει να χρησιμοποιήσουν με σωστό τρόπο τους προϋπολογισμούς τους. Η προτεραιότητα πρέπει να είναι να εξασφαλιστεί βασικό εισόδημα γι’ αυτούς που χάνουν τη δουλειά τους. Πρώτα πρέπει να προστατεύσουμε τους ανθρώπους από το να χάνουν τη δουλειά τους. Αν δεν το καταφέρουμε, θα βγούμε από αυτή την κρίση με μόνιμα χαμηλότερη απασχόληση και παραγωγική ικανότητα, καθώς οι οικογένειες και οι εταιρείες θα παλεύουν να διορθώσουν τους προϋπολογισμούς τους και να ξαναχτίσουν καθαρό ενεργητικό.

Επιδόματα εργασίας και ανεργίας και η αναστολή πληρωμής φόρων είναι σημαντικά βήματα που ήδη λανσάρισαν πολλές κυβερνήσεις. Η προστασία της απασχόλησης και της παραγωγικής ικανότητας, όμως, σε καιρούς δραματικής πτώσης εισοδήματος, απαιτεί άμεση στήριξη ρευστότητας».

«Είναι σημαντικό, συνεχίζει, να καλύπτονται τα λειτουργικά έξοδα όλων των εταιρειών κατά τη διάρκεια της κρίσης, ανεξάρτητα από το εάν είναι μεγάλες ή μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις ή ακόμα και επαγγελματίες. Αρκετές κυβερνήσεις ήδη λανσάρισαν ευπρόσδεκτα μέτρα παροχής ρευστότητας. Χρειάζεται όμως μια πιο συνολική προσέγγιση.

Ο μόνος αποδοτικός τρόπος να φτάσει κάποιος σε κάθε γωνιά της οικονομίας είναι να κινητοποιήσει πλήρως το σύνολο του χρηματοπιστωτικού συστήματος: αγορές ομολόγων, κυρίως για μεγάλες εταιρείες, τραπεζικά συστήματα και σε κάποιες χώρες ακόμα και το ταχυδρομικό σύστημα. Και πρέπει να γίνει άμεσα, αποφεύγοντας τη γραφειοκρατία.

Ειδικότερα οι τράπεζες επεκτείνονται σε όλη την οικονομία και μπορούν να δημιουργήσουν χρήμα άμεσα, επιτρέποντας τις υπεραναλήψεις και ανοίγοντας πιστωτικές γραμμές».

Οι τράπεζες, γράφει ο Ντράγκι, πρέπει γρήγορα να δανείσουν με μηδενικό κόστος τις εταιρείες που προετοιμάζονται να σώσουν θέσεις εργασίας. Καθώς με αυτόν τον τρόπο γίνονται όχημα για κρατική πολιτική, το κεφάλαιο που χρειάζονται για να το πράξουν πρέπει να προσφερθεί από τις κυβερνήσεις με τη μορφή εγγυήσεων σε όλες τις υπεραναλήψεις ή τα δάνεια.

Επιπρόσθετα, το κόστος αυτών των εγγυήσεων πρέπει να στηριχθεί στον πιστωτικό κίνδυνο της εταιρείας που τις λαμβάνει, αλλά θα πρέπει να είναι μηδέν για τις χώρες που τις παρέχουν, ανεξάρτητα του κόστους δανεισμού των τελευταίων.

Οι εταιρείες, ωστόσο, δεν θα αντλήσουν ρευστότητα απλώς επειδή είναι φθηνή. Πρέπει στοιχειωδώς να προβλέψουν και το άμεσο μέλλον τους.

Και αν η πανδημία με κάποια περιοριστικά μέτρα κρατήσει, θα μπορούν να μείνουν ανοικτές μόνο αν το χρέος που ανέλαβαν για να μην απολύσουν εργαζόμενους κατά τη διάρκεια της κρίσης εντέλει ακυρωθεί.

Και όλα τα παραπάνω, τονίζει ο πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ, πρέπει να γίνουν με μεγάλη ταχύτητα, γιατί στην περίπτωση της κρίσης του κορονοϊού κάθε απώλεια χρόνου μεταφράζεται αμέσως σε πόνο. Κατανοητό;