Του Παναγιώτη Σ. Ανδρικόπουλου,
Δικηγόρος MDA, DEA
[email protected]
Εάν υπάρχει ένας κλάδος του Δικαίου που συναρτάται με την πολιτική αυτός είναι ο κλάδος του Συνταγματικού, που καθορίζει μεταξύ άλλων και τα όρια της δυναμικής σχέσης των κομμάτων και των βασικών πολιτειακών εταίρων.
Aπό το 1875, με πρωτοβουλία του Χ. Τρικούπη, καθoρίστηκαν οι σχέσεις Βουλής – κυβέρνησης με τον έλεγχο της δεύτερης από την πρώτη και τη λειτουργία της δεύτερης υπό την προϋπόθεση της ύπαρξης της δεδηλωμένης, δηλαδή της προϋπόθεσης για τον διορισμό και τη συνέχιση του κοινοβουλευτικού της βίου της ύπαρξης της πλειοψηφίας στο κοινοβούλιο που να την εμπιστεύεται. Και ενώ ο κανόνας αυτός προβλεπόταν και στο Σύνταγμα του 1952, οδηγηθήκαμε, λόγω παρερμηνειών και αίολων νομικών επιχειρημάτων, στα δραματικά γεγονότα του 1965. Έτσι, ο συντακτικός νομοθέτης του 1975, για να θεραπεύσει την πολιτική ανωμαλία, προέβλεψε πλέον με τον πλέον σαφή τρόπο την αρχή της δεδηλωμένης στο άρθρο 84 του Συντάγματος.
Πριν από λίγες ημέρες με το μεγαλύτερο αριθμό βουλευτών, των 224, εγκρίθηκε η πρόταση για την τροποποίηση του άρθρου 32 του Συντάγματος που καθορίζει τη διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας. Συνεπώς, μετά τις επερχόμενες εκλογές η αναθεωρητέα διάταξη, θα προβλέπει σύμφωνα με τις προτάσεις, ότι για την εκλογή του Προέδρου αρκεί να συγκεντρωθούν 151 ψήφοι στο Κοινοβούλιο. Αυτή η σχηματισθείσα πλειονοψηφία δεν είναι μόνο εκδηλωτική του τρόπου με την οποία αντιλαμβάνεται το κοινοβούλιο την εκλογή Προέδρου και την απεμπλοκή της από το συνταγματικό βίο της Κυβέρνησης αλλά και αποτέλεσμα των γεγονότων του φθινοπώρου του 2014.
Το φθινόπωρο του 2014 διεκόπη βίαια ο βίος της Κυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου συνεπεία της αδυναμίας συγκέντρωσης της απαραίτητης πλειοψηφίας των 180 ψήφων για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, γεγονός που συνέβη για πρώτη φορά στην πολιτική ιστορία της χώρας για τέτοια αιτία. Φάνηκε έτσι καθαρά στην πλειονότητα του ελληνικού λαού αφενός το μάταιο της σύνδεσης της εκλογής του Προέδρου με τη συνέχιση του συνταγματικού βίου της Κυβέρνησης και αφετέρου ο πολιτικός εκβιασμός της τότε αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ που αρνείτο να συναινέσει.
Η δραματικότητα του ιστορικού χρόνου και το ανήθικο του εγχειρήματος οδήγησαν ακόμη και αυτούς που το μετήλθαν στην ανάγκη επούλωσης του πολιτικού τραυματισμού, αντίστοιχα δηλαδή με τα γεγονότα του 65 και το Σύνταγμα του 75, με αποτέλεσμα να κριθεί αναθεωρητέα η διάταξη εκλογής Προέδρου και να αποσυνδέεται ουσιαστικά ο βίος της κυβέρνησης από την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, αφού πλέον δίδεται η δυνατότητα στην επόμενη κυβερνητική πλειοψηφία να εκλέγει Πρόεδρο με απόλυτη πλειοψηφία. Με αυτή την αποκατάσταση της πολιτικής ισορροπίας, οι επερχόμενες εκλογές, όποτε αυτές γίνουν, θα αναδείξουν σύμφωνα με όλες τις ασφαλείς προβλέψεις κυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη. Και θα είναι τότε ο πολιτικός χρόνος της νέμεσης κατά του ανήθικου τραυματικού εκβιασμού του φθινοπώρου του 2014 και της εμπέδωσης αισθήματος δικαιοσύνης.