Η επίτευξη των στόχων αειφόρου ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών γη έως το 2030 εκτιμάται ότι απαιτεί τουλάχιστον 5-7 τρισεκατομμύρια δολάρια ετήσιας επένδυσης σε διάφορους τομείς και βιομηχανίες παγκοσμίως (UNCTAD 2014). Το ακαθάριστο παγκόσμιο προϊόν και τα παγκόσμια ακαθάριστα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία εκτιμώνται σε πάνω από 80 τρισεκατομμύρια δολάρια και 200 τρισεκατομμύρια δολάρια αντίστοιχα (ΗΕ 2019). Αυτή η ανάγκη χρηματοδότησης της αειφόρου ανάπτυξης συνδέεται με την έννοια της «βιώσιμης χρηματοδότησης» που περιλαμβάνει συναφείς, αλλά ξεχωριστές προσεγγίσεις, όπως οι κοινωνικά υπεύθυνες επενδύσεις (SRI) και οι περιβαλλοντικές, κοινωνικές και διακυβερνητικές (ESG) επενδύσεις (Περιβάλλον του ΟΗΕ και Παγκόσμια Τράπεζα 2017 ).
Η εταιρεία PRI (Principles for Responsible Investment) σημειώνει ότι ενώ η ακαδημαϊκή έρευνα και η έρευνα αγοράς καθιερώνουν έναν σαφή σχέση μεταξύ των παραγόντων ESG και του πιστωτικού κινδύνου ενός δανειολήπτη, πολύ λίγες μελέτες βασίζονται σε spreads ασφάλιστρων κινδύνων (CDS). Τα CDS spreads είναι όλο και πιο δημοφιλή στους ερευνητές της χρηματοοικονομικής βιβλιογραφίας, επειδή παρέχουν ένα βασισμένο στην αγορά μέτρο πιστωτικού κινδύνου. Επίσης, η εταιρεία έχει τονίσει τη σημασία της διάκρισης μεταξύ παραγόντων ESG που είναι σημαντικοί από επιχειρηματική ή επενδυτική σκοπιά και από αυτούς που είναι σημαντικοί από την άποψη του πιστωτικού κινδύνου. Υπάρχουν δύο κύριες αντίθετες προσεγγίσεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η εταιρική κοινωνική απόδοση (Corporate Social Performance) μπορεί να επηρεάσει την πιστοληπτική ικανότητα: η προσέγγιση μείωσης του κινδύνου και η προσέγγιση των υπερβολικών επενδύσεων.
Επιπλέον, οι εταιρείες με ανεύθυνες επιχειρηματικές δραστηριότητες εκτίθενται περισσότερο σε νομικούς, κανονιστικούς και θέματα φήμης κινδύνους. Αυτό μπορεί να συνεπάγεται με κυρώσεις και πρόστιμα και ως εκ τούτου, υψηλότερη μεταβλητότητα ταμειακών ροών και μειωμένη ικανότητα αποπληρωμής χρεών.
Καθώς λοιπόν παρατηρείται αυξανόμενη ζήτηση για ενσωμάτωση περιβαλλοντικών και κοινωνικών κριτηρίων στις εκτιμήσεις πιστωτικού κινδύνου, θα αναφερθούμε σε μια επιστημονική έρευνα που διεξήχθη στις 31 Οκτωβρίου 2020 και δημοσιεύτηκε στο Journal of Risk and Financial Management (Which sustainability dimensions affect credit risk? Evidence from corporate & country-level measures) όπου επιδίωξαν να εντοπίσουν με βάση εμπειρικές μελέτες τη σχέση μεταξύ μέτρων βιωσιμότητας και πιστωτικού κινδύνου.
Εξετάστηκαν οι επιπτώσεις της CSP παγκόσμιων μη χρηματοοικονομικών εταιρειών για την περίοδο 2013-2016.
Οι δύο υποθέσεις της έρευνας
Χρησιμοποιώντας τα spreads CDS ως μέτρο πιστωτικού κινδύνου που βασίζεται στην αγορά, αναμένουμε καλύτερη CSP να συσχετίζεται με χαμηλότερα spreads CDS. Αυτός ο συλλογισμός οδηγεί στην πρώτη υπόθεση της μελέτης:
- Υπόθεση 1. Υπάρχει μια αρνητική συσχέτιση μεταξύ των διαστάσεων των εταιρικών κοινωνικών επιδόσεων (CSP) και (CDS) spreads.
Διερευνήθηκε η επίδραση στα CDS των ακόλουθων περιβαλλοντικών διαστάσεων: κλιματική αλλαγή, χρήση φυσικών πόρων, ρύπανση και απόβλητα, περιβαλλοντικές ευκαιρίες. Κοινωνικές διαστάσεις: ανθρώπινο κεφάλαιο, ευθύνη προϊόντος, κοινωνικές ευκαιρίες. Διαστάσεις διακυβέρνησης: εταιρική διακυβέρνηση και επιχειρηματική ηθική. Μεταξύ των διαστάσεων CSP, διαπιστώνεται ότι η αλλαγή του κλίματος, η χρήση φυσικών πόρων, το ανθρώπινο κεφάλαιο και η εταιρική διακυβέρνηση έχουν αρνητική και πολύ σημαντική επίδραση στο επίπεδο 1% στα spreads CDS. Για καθεμία από αυτές τις διαστάσεις, μια αύξηση της τυπικής απόκλισης οδηγεί σε μείωση 2,5%, 2,4%, 2,7% και 2,5% σε CDS spreads, αντίστοιχα. Οι υπόλοιπες διαστάσεις CSP έχουν ασήμαντη επίδραση στον πιστωτικό κίνδυνο.
Σε χώρες με θεσμικά προβλήματα, οι δραστηριότητες ΕΚΕ μπορούν να μειώσουν το κόστος συναλλαγών και να αυξήσουν την πρόσβαση σε πόρους κεφαλαίου, κοινωνικής και φήμης που είναι δύσκολο να ληφθούν. Ως αποτέλεσμα, αυτές οι δραστηριότητες παρέχουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε αυτές τις χώρες. Επομένως, εάν υπάρχει σχέση μεταξύ CSP και εταιρικής πιστοληπτικής ικανότητας, θα πρέπει να είναι ισχυρότερη σε χώρες με χαμηλότερη απόδοση βιωσιμότητας.
Η δεύτερη υπόθεση που δοκιμάζεται αναφέρεται ως εξής:
- Υπόθεση 2. Η αρνητική συσχέτιση μεταξύ των διαστάσεων CSP και του πιστωτικού κινδύνου είναι ισχυρότερη σε χώρες με χαμηλότερα αποτελέσματα βιωσιμότητας.
Ο συντελεστής στο C_ESG (country sustainability) είναι αρνητικός και σημαντικός σε όλα τα μοντέλα, εκτός από το μοντέλο “κοινωνικές ευκαιρίες” όπου είναι ασήμαντος. Σε όλες αυτές τις διαφορετικές διαστάσεις, στις μέσες τιμές τους, εκτιμάται ότι μια αύξηση της τυπικής απόκλισης στο C_ESG οδηγεί σε μείωση των spreads CDS έως και 2,7%. Οι οριακές επιπτώσεις της αλλαγής του κλίματος, του ανθρώπινου κεφαλαίου, της εταιρικής διακυβέρνησης και της επιχειρηματικής ηθικής είναι αρνητικές και σημαντικές για τις χαμηλές αξίες της βιωσιμότητας της χώρας. Ωστόσο, τα οριακά αποτελέσματα αυτών των διαστάσεων CSP γίνονται ασήμαντα καθώς αυξάνεται η αξία της βιωσιμότητας της χώρας. Αντίθετα, τα αποτελέσματα δείχνουν επίσης ότι οι οριακές επιπτώσεις των κοινωνικών ευκαιριών είναι αρνητικές και σημαντικές για τις υψηλές αξίες της βιωσιμότητας της χώρας. Οι υπόλοιπες διαστάσεις CSP φαίνεται να έχουν ασήμαντη επίδραση στον πιστωτικό κίνδυνο ανεξάρτητα από την αξία βιωσιμότητας της χώρας. Συνολικά, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι το πλαίσιο της βιωσιμότητας της χώρας φαίνεται σημαντικό στη σχέση μεταξύ διαστάσεων CSP και πιστωτικού κινδύνου.
Συμπερασματικά, η επίδραση διαφορετικών διαστάσεων CSP στον πιστωτικό κίνδυνο δεν είναι ομοιόμορφη. Συγκεκριμένα, τα ευρήματα υποδηλώνουν αποτελέσματα μείωσης του κινδύνου που προκύπτουν από καλύτερη απόδοση στις ακόλουθες διαστάσεις CSP: κλιματική αλλαγή, χρήση φυσικών πόρων, ανθρώπινο κεφάλαιο, και εταιρική διακυβέρνηση.
Στη συνέχεια, παρατηρείται ότι η βιωσιμότητα της χώρας είναι σημαντική στη σχέση μεταξύ της εταιρικής βιωσιμότητας και του πιστωτικού κινδύνου, τα οποία είναι σύμφωνα με την πρόσφατη βιβλιογραφία. Σε χώρες με χαμηλότερα επίπεδα επιδόσεων βιωσιμότητας, οι δραστηριότητες ΕΚΕ μπορούν να μειώσουν το κόστος συναλλαγών και να αυξήσουν την πρόσβαση στο κεφάλαιο, με τη μορφή κοινωνικού κεφαλαίου και ενισχυμένης φήμης που μπορεί να είναι δύσκολο να ληφθούν. Αντίθετα, εταιρείες που δεν πληρούν υψηλότερους κοινωνικούς κανόνες, προσδοκίες περιβαλλοντικής ακεραιότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης σε χώρες με υψηλά επίπεδα επιδόσεων βιωσιμότητας ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά τη νομιμότητά τους. Αυτές οι εταιρείες θα ήταν πιο ευαίσθητες στο υψηλότερο κόστος που σχετίζεται με την έκθεση σε νομικούς, κανονιστικούς και θέματα φήμης κινδύνους, και με τη σειρά τους, μπορεί να επηρεάσουν την οικονομική απόδοση μέσω μεγαλύτερων πιστωτικών spreads.
Τέλος, ανεξάρτητα από το πλαίσιο βιωσιμότητας της χώρας, τα αποτελέσματα είναι ευσταθή για την εταιρική διακυβέρνηση, όπως δείχνουν και άλλες μελέτες. Τα οφέλη των βελτιώσεων του CSP όσον αφορά τον εταιρικό πιστωτικό κίνδυνο επιτυγχάνονται πρωτίστως με την κάλυψη των βέλτιστων πρακτικών διακυβέρνησης, που βοηθούν στη δημιουργία εσωτερικών πόρων και άυλων οφελών. Αυτό μειώνει την αστάθεια των ταμειακών ροών και βελτιώνει το προφίλ πιστωτικού κινδύνου της εταιρείας. Ως αποτέλεσμα, αυτό συνεπάγεται ότι οι εταιρείες πρέπει να ενισχύσουν τα πλαίσια και τις διαδικασίες διακυβέρνησης, πριν ξεκινήσουν περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς στόχους.